Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Ανασχηματισμός το…. Ανάγνωσμα.

Κι έτσι, τώρα, μετά απ’ το θρυλούμενο ανασχηματισμό, έχουμε μια καινούρια κυβέρνηση.
Δηλαδή μια κυβέρνηση με τον ίδιο πρωθυπουργό.
Που τον περισσότερο καιρό, δική του η ομολογία, βρίσκεται σε Χειμερία Νάρκη. (Δεν με ενημέρωσαν σωστά, δεν είδα εγκαίρως, δεν άκουσα, κ.ο.κ).
Όχι βέβαια μια Χειμερία Νάρκη σαν κι αυτή που πέφτουν οι αρκούδες του Πόλου.
Αυτή συνήθως είναι εξάμηνη.
Αυτή που πέφτει ο Πρωθυπουργός είναι μια άλλη Χειμερία Νάρκη που κρατάει χρόνια.
Και βέβαια, ένας ανασχυματισμός, με πάνω κάτω τους ίδιους υπουργούς.
Που όλοι τους, είναι υπεύθυνοι για το σημερινό μπάχαλο ύστερα από πέντε χρόνια διακυβέρνησης του τόπου.
Στην υγεία, ισχύει αυτό που λέει ο Λαός. Μη σου τύχει. Ξορκισμένο να ’ναι. Ο Θεός να σε φυλάει.
Στην παιδεία, αλαλούμ.
Στους εθνικούς δρόμους, το έλα να δεις.
Στα οικονομικά, πιο μαύρα και άραχλα δεν γίνεται.
Στο δημόσιο γενικά, εκεί το μπάχαλο παίρνει άλλη διάσταση.
Και μέσα σ’ όλα, έχουμε και μια εξαίρεση.
Δυο-τρεις ακόμη καινούριους υπουργούς.
Όχι καινούρια πρόσωπα. Τους ξέρουμε. Παλιοί γνώριμοι μας είναι.
Τώρα, γιατί τους λέμε καινούριους και άφθαρτους, ένας Θεός ξέρει.
Και το ερώτημα που μπαίνει είναι.
Πόσο πιστεύουμε, ότι με αυτά τα δυο-τρία πρόσωπα, τα άφθαρτα που λέμε, και που μπήκαν στην κυβέρνηση σαν στέρεο μπάλωμα σε παπούτσι λιωμένο, θα αλλάξει τίποτα;
Προσωπικά δεν το πιστεύω.
Και να σας πω γιατί;
Γιατί ο Πρωθυπουργός…. Ξυπνάει αργά. Κι αυτό προφανώς είναι μια παλιά συνήθεια που καθώς φαίνεται δεν κόβεται.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Το παράπονο ενός οικογενειάρχη αστυνομικού όπως μου το είπε σ’ ένα αυθόρμητο ξέσπασμα.

Είμαι αστυνομικός και με λένε Αργύρη Σπανό
Μεγάλωσα μαζί με άλλα τρία αδέλφια.
Μια αδελφή και δύο ακόμη αγόρια.
Μεγάλωσα μέσα σε μια τίμια μικροαστική οικογένεια σε κάποια γειτονιά της Αθήνας.
Με τους φίλους μου. Με τις παρέες μου. Μεγάλωσα με όλα όσα κάνουν τα παιδιά στην εφηβεία τους. Όπως όλα τα παιδιά του κόσμου.
Ο πατέρας μου, οικοδόμος καλουπατζής, δεν ήξερε τίποτα άλλο εκτός άλλο απ’ την οικοδομή και το σπίτι.
Η μάνα μου πάνω απ’ τα κεφάλια μας μέρα και νύχτα.
Όλα τα αδέλφια πήγαμε στο προνήπιο. Μετά στο νήπιο. Στο δημοτικό. Στο Γυμνάσιο και ύστερα στο Λύκειο.
Η αδελφή μου, έγινε νηπιαγωγός. Ο ένας αδελφός μου σπούδασε ηλεκτρονικός και ο άλλος μετά απ’ το στρατό έγινε χειριστής σε σκαπτικό μηχάνημα.
Εγώ, μετά από πολύ σκέψη επέλεξα να καταταγώ στο Αστυνομικό Σώμα.
Μέσα απ’ τις Πανελλήνιες Εξετάσεις πέρασα στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας.
Με περίμενε σκληρή δουλειά οκτώ εξαμήνων.
Αποφοίτησα και άρχισα την καριέρα μου.
Ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα και έχω δυο παιδιά που πάνε στο Δημοτικό.
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Τα μεγαλώνω όπως μεγάλωσαν και μένα ο πατέρας μου και η μάνα μου.
Μόνο που τώρα εμένα δεν με λένε Αργύρη Σπανό.
Με λένε, Μπάτσο. Γουρούνι. Δολοφόνο.
Όταν γυρίζω στο σπίτι, τα παιδιά μου κοιτάνε τα χέρια μου για να δουν αν στάζουν αίμα.
Στο σχολείο τα παιδιά μου ντρέπονται.
Εγώ όταν φοράω τη στολή ντρέπομαι.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και αναρωτιέμαι τι έχει αλλάξει επάνω μου για να με λένε γουρούνι.
Πόσους έχω σκοτώσει για να με λένε δολοφόνο.
Όλοι οι στρατιωτικοί απολαμβάνουν και χαίρουν την εκτίμηση των πολιτών. Φοράνε τη στολή τους και δεν ντρέπονται.
Υπηρετούν την πατρίδα.
Κι εγώ το ίδιο κάνω. Την πατρίδα υπηρετώ.
Κάτω από αντίξοες συνθήκες και ψυχολογική ένταση.. Ξενυχτάω. Κρυώνω κι εγώ. Και σε καιρό ειρήνης βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή του πυρός προστατεύοντας τη ζωή και την περιουσία των συμπολιτών μου.
Βρίσκομαι εκεί που θέλει η ευνομούμενη πολιτεία. Η Δημοκρατία.
Βρίσκομαι ανάμεσα στο εξοργισμένο πλήθος και στο αντικείμενο που θέλουν να πλησιάσουν και να ξεσπάσουν επάνω του τη δίκαιη-άδικη αγανάκτησή τους.
Βρίσκομαι ανάμεσα στον κακοποιό και τον ειρηνικό πολίτη που πάει αμέριμνος στη δουλειά του.
Σε κακοποιούς που δεν διστάζουν να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των πολιτών και των εκπροσώπων του Νόμου.
Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται, όταν ξεκινάς τα πρωί για να πας στη δουλειά σου, να πείσεις τα παιδιά σου ότι δεν είσαι ένας μπάτσος, γουρούνι, δολοφόνος;
Και πως το μεσημέρι που θα γυρίσεις κατάκοπος στο σπίτι, δεν θα στάζουν τα χέρια σου αίμα;
Αυτό είναι που με πονάει περισσότερο απ’ όλα.
Το βλέμμα των παιδιών μου. Η αγωνία τους.
Για το αν η κοινωνία θα τους δώσει μια απάντηση.
Ότι δεν είμαστε μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι.

Σεραφείμ Βάγιας

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
4

Όλα άρχισαν εκείνο το ζεστό Ιούνιο. Ο κόσμος έβραζε και όλοι που γύριζαν πίσω τα χρόνια πιο ζεστό Ιούνιο δεν θυμούνταν και δεν είχαν ξαναζήσει. Στη σειρά τα πήλινα κανάτια πάνω στις μάντρες. Οι άνθρωποι για να δροσιστούν πετούσαν νερό ο ένας στον άλλο και το βράδυ ξενυχτούσαν επάνω στην αμμουδιά και στα βραχάκια της Πειραϊκής.
Το σπίτι μας, κτισμένο απ’ τον μακαρίτη τον πατέρα μου όλο με πέτρα, δίπατο, με μεγάλες κάμαρες και παράθυρα, για να δώσει χαρά και ευχαρίστηση στη μάνα μου για ό,τι της στερούσε, δεν άδειαζε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ.
Κέντρο διερχομένων το είχα βαπτίσει.
Απ’ το πρωί έδιναν το παρών οι πιο στενοί συγγενείς και
έπαιρναν ένας-ένας τη θέση του στο μεγάλο καρυδένιο τραπέζι. Η Κωνσταντίνα φρόντιζε να ’χει στρωμένο το κεντητό τραπεζομάντιλο που σαν κι αυτό είχε στείλει κάμποσα ο πατέρας μου απ’ την Ισπανία για την προίκα των κοριτσιών, και αμέσως η Ρόη έφερνε τους καφέδες, το γλυκό του κουταλιού και το πρώτο πήλινο κανάτι με δροσερό νεράκι.
Στη μια κορφή του τραπεζιού η μάνα μου. Η καπετάνισσα. Ντυμένη στα μαύρα. Με τα πρόωρα γκριζαρισμένα μαλλιά της άφαντα μες τη μεγάλη μαύρη νησιώτικη μαντίλα.
Μικρός που ήμουνα, και πήγαινα τα καλοκαίρια στο νησί, έβλεπα τόσες πολλές γυναίκες ντυμένες ολόιδια με τη μάνα μου, που νόμιζα πως όλο το νησί δεν είχε άλλες γυναίκες παρά μόνο χήρες. Ποτέ δεν την θυμόμουν με άλλα ρούχα. Με το μεγάλο χρυσό σταυρό να κρέμεται στο στήθος της, δώρο του μακαρίτη του πατέρα μου όταν γεννήθηκε η Κωνσταντίνα και άβαφη, ήταν ολόιδια με την γλυκιά μοναχή Βλασία που μας ερχόταν συχνά στο σπίτι απ’ το μοναστήρι της Παναγιάς και μας έφερνε εικονίτσες, βιογραφίες αγίων, μπογιατισμένα κεραμικά και μικρά μπουκαλάκια με μύρο, που η μάνα μου για την ψυχή του πατέρα μου τα έπαιρνε μπόλικα και ύστερα κι αυτή με τι σειρά της τα μοίραζε σε συγγενείς και φίλους.
Γύρω απ’ το τραπέζι οι λοιποί συγγενείς. Και στην άλλη κορφή, εγώ. Η αφορμή γι αυτή τη μάζωξη. Ο προστάτης της οικογένειας, όπως έλεγε η μάνα μου μέχρι πριν από λίγο καιρό με καμάρι. Ο άντρας του σπιτιού στο πόδι του πατέρα μου. Λίγο τον θυμόμουν τον πατέρα μου. Απ’ τις φωτογραφίες μόνο κρατούσα τη μορφή του. Μια φορά τον είχα δει μόνο. Κάποια Χριστούγεννα, που ανεβαίνοντας το καράβι του απ’ τον Περσικό, μπήκαν στον Πειραιά στη δεξαμενή για το καθιερωμένο Survey. Και τότε όμως, δεν τον είχαμε για πολύ κοντά μας. Όλο στο λιμάνι κατέβαινε για δουλειές.
Τα μάτια τής μάνας μου, μόλις κάθονταν όλοι γύρω απ’ το τραπέζι, ανήσυχα, σαν φάροι αναμμένοι, δεν σταματούσαν πουθενά. Ταξίδευαν και στέκονταν από πρόσωπο σε πρόσωπο, με την ελπίδα, πως αυτά τα φιλικά πρόσωπα θα μπορούσαν να τις ξαναδώσουν τη χαρά και να της βγάλουν το φαρμάκι από την καρδιά. Το φαρμάκι που την είχα ποτίσει εγώ με τα ‘’καμώματά’’ μου. Έτσι έλεγε η θεία Μαρία την αμετάκλητη απόφαση που είχα πάρει. Καμώματα.
Μήνες έκανα ώσπου να φανερώσω στην μάνα μου το μεγάλο μυστικό μου. Ένα μυστικό που ήξερα πως θα ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά της. Νόμιζα πως δεν θα εύρισκα ποτέ το θάρρος να την πονέσω τόσο πολύ. Περίμενα τη μέρα που θα βρισκόμασταν μόνοι μας στο σπίτι. Δεν ήθελα να είναι μπροστά η Κωνσταντίνα με την Ρόη. Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα.
Και μια μέρα, που οι αδελφές μου ανέβηκαν στην Αθήνα για να αγοράσουν κλωστές και καινούρια κεντήματα, άρπαξα την ευκαιρία που ζητούσα.
Ανακάτευε το φαΐ στην κατσαρόλα και μου είχε γυρισμένη την πλάτη.
- Θα μπαρκάρω, πήρα το κουράγιο και είπα σιγά.
Γύρισε ξαφνιασμένη.
- Τι είπες Νικήτα; είπε ύστερα από ένα ολόκληρο λεπτό. Άκουσα καλά παιδί μου ή με ξεγέλασαν τ’ αυτιά μου.
Κούνησα το κεφάλι μου. Το πρόσωπό μου το ένιωθα κόκκινο. Όπως τα κοκκινογούλια.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της όπως όταν βγαίνουμε απ’ το βαθύ σκοτάδι έξω στο λαμπερό ήλιο.
- Καλά άκουσα…; Θα μπαρκάρεις;
- Ναι, πρόφερα σπρώχνοντας κάτω τον κόμπο που γύρευε να με πνίξει, θα μπαρκάρω. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Όπως όταν βγαίνεις απ’ το βαθύ σκοτάδι έξω στο λαμπερό ήλιο. Χρειάστηκε να περάσουν πάλι ένα-δυο λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτό που της είχα πει. Την έκπληξη και τη σαστιμάρα στα μάτια της, την διαδέχτηκε ο πανικός και ο φόβος. Το βασανισμένο πρόσωπό της έγινε άσπρο σαν το χαρτί και το στόμα της άρχισε να τρέμει.
Άφησε την κουτάλα και κρατήθηκε απ’ την άκρη του τραπεζιού. Φοβήθηκα πως θα πάθαινε κάποιο κακό. Αυτό ήταν το μόνο που δεν περίμενε ν’ ακούσει στη ζωή της. Που δεν το ’βαζε με το νου της. Να της πως ότι θα γίνω κι εγώ ναυτικός. Ότι θα ακολουθούσα και γω την οικογενειακή παράδοση. Και πώς να το φανταστεί; Πώς να βάλει με το νου της μια τέτοια συμφορά; Ποτέ πριν δεν είχα μιλήσει μπροστά της για θάλασσα και για καράβια. Στο σπίτι μας, απ’ τη μέρα που χάθηκε ο πατέρας μου, κανένας δεν μιλούσε πια για θάλασσα. Για καράβια και θαλασσινούς. Όλοι στα μαύρα. Μόνιμο πένθος. Τότε ήταν που σφράγισε και η μεγάλη σάλα. Θα την ανοίξω, έλεγε, μόνο αν μπει γαμπρός στο σπίτι. Και μόνο η Κωνσταντίνα έμπαινε μέσα μία φορά τη βδομάδα για να ξεσκονίσει τα έπιπλα. Κι εγώ, κρατώντας αυτή τη σιωπή, στο σπίτι του πνιγμένου δεν μιλάνε για θάλασσα, σε κανέναν δεν είχα φανερώσει τη μεγάλη μου αγάπη για τη θάλασσα. Αυτό ήταν το μεγάλο μου μυστικό. Το μυαλό μου, οι αισθήσεις μου, τα όνειρά μου, ήταν όλα δοσμένα στη θάλασσα. Το ’ξερα πως το χτύπημα θα ήταν βαρύ γι αυτό και όλο το ανέβαλα και όλο το καθυστερούσα. Όμως ήμουν αποφασισμένος να μη κάνω πίσω. Για το ‘’Φυλλάδιο Μαθητευόμενου Ναυτικού’’, που το ’χα βγάλει κρυφά, είχα βρει μια καλή κρυψώνα στο πίσω μέρος της αυλής. Διπλωμένο σε χαρτιά, καταχωνιασμένο ανάμεσα σε δυο μεγάλες πέτρες.
Με κοιτούσε με τα μάτια σκοτεινά, δαγκώνοντας τα παγωμένα χείλια της. Ήταν σαν να της είχα μιλήσει για θάνατο. Έτσι την είχα ξαναδεί τότε που ο άνθρωπος της εταιρίας, είχε έρθει στο σπίτι και μας είχε πει για το ‘’Παναγιά’’.
Στεκόμουν σιωπηλός με το στήθος μου να θέλει να σπάσει απ’ τον πόνο. Δεν ξέρω γιατί δεν έκλαιγα. Δεν ξέρω γιατί δεν έπεσα στην αγκαλιά της και να της πω πως όλα ήταν ψέματα; Αυτό έπρεπε να κάνω. Όμως δεν το έκανα. Βρήκα τη δύναμη και δεν το έκανα.
Πήρε την κατσαρόλα απ’ την φωτιά και κάθισε στην άκρη του τραπεζιού.
- Δεν το λες αλήθεια αγόρι μου; είπε με τρεμουλιαστή φωνή. Δεν είναι αλήθεια Νικήτα μου! Δεν είναι έτσι γιε μου; Πες μου πως είναι ψέματα!
Ήταν μια οδυνηρή στιγμή. Κατέβασα το κεφάλι. Δεν άντεχα τη ματιά της. Δεν μπορούσα να την βλέπω έτσι λυπημένη.
Γιατρός ήθελε να γίνω. Όπως ο φίλος μου ο Μηνάς. Μόνο το σόι μας να βλέπεις, μου ’λεγε και με κοιτούσε μες τα μάτια σαν να ήμουν ο Θεός Της, δεν θα σου φτάνει όλη η μέρα.
Για την Κωνσταντίνα, την Ρόη και για μένα, ήταν η καλύτερη μάνα του κόσμου. Απ’ το χαμό του πατέρα μας και ύστερα, τίποτα δεν μας είχε λείψει. Κουμαντάριζε το σπίτι μας σαν αληθινή καπετάνισσα. Και στον Πόλεμο, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, μας άρπαξε και πήγαμε στο νησί. Και μετά τον Πόλεμο, που ξαναγυρίσαμε στο σπίτι μας, τα κορίτσια δεν τα έστειλε για δουλειά. Τα έστειλε να τελειώσουν το Γυμνάσιο. Όπως έκανε και με μένα. Λαχανίδες θα φάμε, έλεγε, όμως οι κόρες του καπετάν Κώστα δεν θα δουλέψουν στη φάμπρικα. Και άρχισε να ξεπουλάει ένα-ένα τα χτήματα και να ξοδεύει με μέτρο τις λίρες Αγγλίας που είχε φυλαγμένες για ώρα ανάγκης και για να σπουδάσει εμένα.
- Δεν μιλάς Νικήτα;
Η φωνή της ακούστηκε σπαρακτική.
Κατάπια μ δυσκολία. Η συγκίνηση κόντευε να με πνίξει.
- Αλήθεια είναι! είπα. Έχω βγάλει και το Ναυτικό Φυλλάδιο.
Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια.
Αυτό που ακούστηκε δεν ήταν η φωνή της. Ένας βόγκος ήταν που βγήκε μέσα απ’ το στήθος της.
- Αλήθεια είναι…; Γιατί παιδάκι μου; Γιατί; Τι σου ’φταιξα η άμοιρη; Γιατί με φαρμακώνεις έτσι; Γιατρός θα γίνεις εσύ σαν τον Μηνά. Τα ’χω φυλαγμένα τα λεφτά. Δεν έχεις καμιά δουλειά με τη θάλασσα εσύ!
Ένιωσα μια μαχαιριά στο στήθος.
- Δεν σε φαρμακώνω! είπα. Δεν κάνω εγώ για γιατρός! Εγώ αγαπάω τη θάλασσα. Ναυτικός θέλω να γίνω.
Γούρλωσε τα μάτια της.
- Ναυτικός παιδάκι μου; βόγκηξε. Σαν τον πατέρα σου.
- Κι εγώ παιδάκι μου, τι θα κάνω εδώ μόνη μου; Πώς θα ζήσω χωρίς να σε βλέπω; Πώς θα ξέρω που είσαι παιδάκι μου; Έχασα εκείνον τώρα θα χάσω και σένα;
Την έβλεπα θολά. Φταίγανε τα μάτια μου που ήταν έτοιμα να κλάψουν. Το ’ξερα ότι μου ’χε αδυναμία. Το καταλάβαινα απ’ τον τρόπο της. Την είχα ακούσει να το λέει και στη θεία μου την Μαρία. Την αδελφή του πατέρα μου. Άλλο τα κορίτσια Μαρία μου και άλλο ο Νικήτας, την είχα ακούσει να της λέει. Ο Νικήτας είναι το στήριγμά μου. Η κολόνα του σπιτιού μας. Δεν ήθελε όμως να το δείχνει. Και δεν με χάιδευε ποτέ μπροστά στα κορίτσια. Όμως εγώ την ένιωθα την αγάπη της. Το έβλεπα στα μάτια της και τα βράδια που ερχόταν στο κρεβάτι μου για να δει αν ήμουν καλά σκεπασμένος και με γέμιζε με χάδια και φιλιά. Φοβόταν την Κωνσταντίνα και τη ζήλια της. Δεν θα ’λεγε τίποτα η Κωνσταντίνα, αλλά την άλλη μέρα θα μου έβαζε χίλιες τιμωρίες για να βγάλει το άχτι της.
- Θα σου γράφω! είπα συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά μου.
Σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Μου έπιασε το κεφάλι και με χάιδευε. Στα μάτια της φαινόταν όλος ο πόνος και ο σπαραγμός της καρδιάς της. Κι έφταιγα εγώ.
- Τι να το κάνω εγώ το γράμμα Νικήτα μου; ψέλλισε. Και ο πατέρας μού έγραφε κάθε μέρα. Ακόμη και τώρα μου ’ρχονται γράμματα. Τι να τα κάνω όμως εγώ τα γράμματα, αφού δεν ξέρω που ’ναι το κουφάρι του να πάω να τον κλάψω.
- Δεν είναι το ίδιο, είπα. Εγώ θα ’ρχομαι συχνά! Θα δεις.
Με κοιτούσε με τα μάτια δακρυσμένα. Κανένας δεν θέλει να βλέπει τη μάνα του να κλαίει. Μετά από τόσα χρόνια, η πληγή που είχε μέσα της απ’ τον χαμό του πατέρα μου και τόσων άλλων αγαπημένων προσώπων ήταν αγιάτρευτη. Έτρεχε ακόμη αίμα. Όλα αυτά τα χρόνια που ήταν χήρα, ποτέ της δεν είχε σκεφτεί την παντρειά. Ποτέ της δεν είχε κοιτάξει άντρα. Και ήταν νέα και όμορφη. Στα δέκα οκτώ της είχε παντρευτεί. Στα δέκα εννέα της είχε γεννήσει την Κωνσταντίνα.
Στο νησί γύριζε μετά από λίγες μέρες που είχε μείνει στην Αθήνα, στο σπίτι του αδελφού της γιαγιάς μου, προκειμένου να ράψει ένα καινούριο φουστάνι για το γάμο μιας πρώτης της εξαδέλφης. Έξω απ’ το μικρό λιμάνι το πλοίο της γραμμής, κατέβασε τους λίγους επιβάτες στη μεγάλη βάρκα για να βγουν στη στεριά. Μαζί στη βάρκα και ο πατέρας μου. Γύριζε κι αυτός για λίγες μέρες στο νησί. Δεν γνωρίζονταν. Υποπλοίαρχος ο πατέρας μου, στα τριάντα πέντε του έσφυζε από υγεία και δύναμη. Στα δέκα οκτώ της η μάνα μου έλαμπε από ομορφιά. Ένα στραβοπάτημα κι αυτό ήταν όλο. Το τακούνι της πιάστηκε σ’ ένα σχοινί και καθώς ήταν φορτωμένη και δεν είχε που να πιαστεί, πάρ’ την στο νερό. Πρώτος στο νερό πήδησε ο πατέρας μου. Αυτό ήταν. Σε έξι μήνες παντρεύτηκε τον όμορφο και λεβέντη σωτήρα της.
Κανένα προξενιό δεν είχε δεχτεί. Και δεν ήταν λίγα. Όλα βέβαια για το καλό της. Για να ’χουν ένα στήριγμα τα ορφανά. Έναν προστάτη. Η μάνα μου όμως στάθηκε βράχος. Είμαι εγώ τώρα για παντρειές, απαντούσε. Εγώ έχω παιδιά να μεγαλώσω. Και μικρός που ήμουν είχα ακούσει και μια στιχομυθία χωρίς να το θέλω. Έναν στρατιωτικό της προξένευε η κυρία Ελένη, μια καλή μας γειτόνισσα, λίγο μετά τον Πόλεμο, και της μιλούσε για τις χάρες και τις αρετές του όταν άκουσα τη μάνα μου να της λέει απότομα: Τι λες μωρή τρελή; Τρία παιδιά έχω. Δυο κορίτσια. Άντρα θα βάλω μες το σπίτι μου; Είναι καλός, επέμενε η καλή γειτόνισσα. Θα κοιτάξει τα παιδιά σου. Θα τα σπουδάσει. Ζουρλάθηκες εντελώς κυρα-Ελένη; της φώναξε θυμωμένη η μάνα μου. Κάνε μου τη χάρη και μη με κολάζεις με τον στρατιωτικό σου. Εμένα ένας άντρας μου κατέβασε το βρακί. Κράτα τον για καμιά άλλη. Αυτό μας έλειπε τώρα να βάλω έναν ξένο άντρα μες το σπίτι μου. Και η κυρία Ελένη μετά απ’ αυτή την ψυχρολουσία έφυγε και δεν ξαναμίλησε στη μάνα μου για τον ‘’χαρισματικό’’ στρατιωτικό της.

*

Το καλοκαίρι εκείνο, που φανέρωσα το μυστικό μου και την αμετάκλητη απόφασή μου να μπαρκάρω και να γίνω κι εγώ ναυτικός σαν τον πατέρα μου, η ζωή μου μπήκε σε μια νέα τροχιά. Τα όνειρά μου είχαν αρπάξει φωτιά.
Το καλοκαίρι εκείνο δοκίμασα μαζεμένα όλα τα συναισθήματα που σημαδεύουν τα εφηβικά μας χρόνια. Ο νους μου φλογιζόταν καθώς μέρα και νύχτα, σκεφτόμουν θάλασσες και άγνωστους τόπους που με περίμεναν να τους γνωρίσω.
Απ’ την πρώτη μέρα στο σπίτι μας ήταν σαν να είχαμε πένθος. Η μάνα μου και οι αδελφές μου έπεσαν επάνω μου αποφασισμένες να με κάνουν να αλλάξω γνώμη και να ματαιώσω την απόφασή μου. Πρώτα με παρακάλια και ύστερα, όταν είδαν πως με το καλό δεν έκαναν τίποτα, με απειλές και φοβέρες. Κι εγώ, έκπληκτος, διαπίστωσα, πως είχα αρκετή δύναμη για να αντέξω σ’ αυτή την επίθεση. Να τα βάλω ακόμη και με την Κωνσταντίνα αψηφώντας τη βασανιστική επιρροή που είχε επάνω μου.
Κάθε μέρα η Κωνσταντίνα έβρισκε χίλιους τρόπους για να με φορτώνει με ενοχές. Κάθε μέρα μου μαύριζε την καρδιά. Κάθε μέρα έμοιαζε με τις μέρες που ήμουν μικρός και για του ‘’ψύλλου πήδημα’’ μ’ έβαζε τιμωρία. Τι μια γιατί δεν είχα αποστηθίσει την πρωινή προσευχή, την άλλη γιατί έβρισκε μουντζούρες και λερώματα στα τετράδια μου, και την άλλη γιατί την είχα κάνει κοπάνα απ’ το κατηχητικό. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως αισθανόταν κάποια ιδιαίτερη ευχαρίστηση να με βλέπει με το ’να πόδι όρθιο να κοιτάζω τον τοίχο μέχρι να της υποσχεθώ ότι δεν θα το ξανακάνω.
Με το ίδιο μίσος οι αδελφές μου στην καρδιά τους για τη θάλασσα που είχε και η μάνα μας, έβγαλαν όλα τα απωθημένα τους. Πρώτη φορά στο σπίτι μας ακούγονταν τόσα πολλά για τη θάλασσα και για τις συμφορές που είχε προκαλέσει. Τόσα πολλά για το νησί, που είχαμε να πάμε τρία καλοκαίρια. Όσα ναυάγια ήξεραν και όσους πνιγμένους γνώριζαν, τα ζωντάνεψαν ένα-ένα. Μνημόνευαν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μια-μια τις χήρες και τα ορφανά που είχαν μείνει στους πέντε δρόμους και τις δύσκολες μέρες που περνούσαν. Έβγαζαν περισσότερα τα βουλιαγμένα καράβια από κείνα που ταξίδευαν.
Κάθε μέρα η Κωνσταντίνα μου έδινε και μια νέα μαχαιριά στην καρδιά μου. Λες και το χαιρόταν. Με κατσάδιαζε με το χειρότερο τρόπο.
- Δεν έχει να πας πουθενά Νικήτα. Να το βάλεις καλά στο μυαλό σου που πήρε αέρα και δεν ξέρεις τι κάνεις. Η θάλασσα δεν είναι για σένα. Να την ξεχάσεις. Να μου δώσεις το καταραμένο Φυλλάδιο να το σχίσω. Μας φτάνει το ένα κακό. Ακόμη κλαίει η μάνα για τον πατέρα μας! Τι θέλεις, να την πεθάνεις; Να έρθει μια μέρα κανένας απ’ την εταιρία και να μας πει ότι λυπάται πολύ αλλά το καράβι που ταξίδευες, βούλιαξε. Τι νομίζεις, ότι θα το αντέξει η μάνα μας άλλο τέτοιο χτύπημα;
Την κοιτούσα αμίλητος. Την υπολογίζαμε όλοι. Κανένας δεν της αντιμιλούσε και περισσότερο εγώ που ήμουν ο μικρότερος και που ένα μέρος της ζωής μου εξαρτιόταν απ’ αυτήν. Μόνο που αυτή τη φορά, ό,τι κι αν έλεγε, όσο κι αν χτυπούσε το χέρι της στο τραπέζι, εμένα απ’ το να αυτί μου έμπαιναν και απ’ τ’ άλλο μου έβγαιναν. Και όσο για το Φυλλάδιο, που για να το βρει είχε ξεσηκώσει όλο το σπίτι, δεν ανησυχούσα καθόλου. Ποτέ δεν θα πήγαινε ο νου της στην κρυψώνα μου.
Και μετά, σειρά έπαιρνε η Ρόη. Η ήσυχη Ρόη, που με τα χρόνια, κάτω απ’ τη δεσποτική συμπεριφορά της Κωνσταντίνας, είχε γίνει ένα άβουλο πλάσμα χωρίς δική της θέληση και γνώμη.
- Μη φύγεις Νικήτα, άρχιζε με κλαψιάρικη φωνή. Η θάλασσα δεν είναι για σένα! Εμείς τι θα κάνουμε εδώ τρεις γυναίκες μόνες μας, χωρίς εσένα;
Και μου ζητούσε με δάκρυα στα μάτια να τους ορκιστώ πως δεν θα έφευγα.
Πρωί, μεσημέρι και βράδυ το ίδιο σκηνικό. Έκλαιγαν και με παρακαλούσαν. Με φοβέριζαν και με απειλούσαν. Η Κωνσταντίνα έλεγε τα πιο βαριά. Μια μέρα, αφού είχε εξαντλήσει όλα τα επιχειρήματα, όσα νόμιζε πως θα έκαμπταν τη θέλησή μου και θα συμμορφωνόμουνα αφήνοντας ανεκπλήρωτο το όνειρό μου, εκτόξευσε και την πιο μεγάλη απειλή.
- Αν φύγεις Νικήτα, στο λέω να το ξέρεις και βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! Δεν θα ’σαι αδελφός μας. Ούτε γράμμα ούτε και γραφή να μας στείλεις. Καλύτερα να μη σε ξέρουμε.
Η μάνα μου την είχε κοιτάξει αυστηρά.
- Σώπα Κωνσταντίνα, την μάλωσε. Τι λόγια είναι αυτά; Όμως η Κωνσταντίνα το βιολί της. Δεν ήξερε το μέτρο. Δεν είχε καρδιά. Μια κρύα πέτρα είχε στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς.
- Δεν ξέρω μάνα εσύ τι θα κάνεις, φώναξε με κακία, αλλά εγώ πάντως σας το λέω, αδελφό δεν θα τον έχω. Ας κάνει ό,τι θέλει.
Έτσι περνούσαν οι μέρες. Εγώ να φεύγω και να ψάχνω στον Πειραιά για μπάρκο και όταν γύριζα στο σπίτι, ξανά κλάματα, ξανά αναστεναγμοί, ξανά καλοπιάσματα, νέες απειλές και παρακάλια και όταν μια μέρα, είδαν και απόειδαν, πως το δικό μου ‘’μουλαρίσιο’’ κεφάλι δεν έπαιρνε από λόγια ζήτησαν και βοήθεια. Επιστράτευσαν όλους τους συγγενείς. Όλους όσους νόμιζαν πως θα είχαν επάνω μου κάποια επιρροή.
Απ’ το νησί κατέφθασε και το βαρύ πυροβολικό. Η θεία Μαρία, και η θεία Δήμητρα, η μεγάλη αδελφή της μάνας μου. Όλοι είχαν χρέος να συμπαρασταθούν στη χήρα και τα ορφανά. Ανάμεσά τους πέρασε απ’ το σπίτι κι ένας πρώτος εξάδελφο της μάνας μου, πράκτορας στο νησί, που εκείνες τις μέρες είχε έρθει στον Πειραιά για να ξεκαθαρίσει κάποιες υποθέσεις του με το Λιμεναρχείο. Μόνο που αυτός δεν έμεινε για πολύ. Μια φορά πήρε το λόγο και ύστερα δεν ξαναφάνηκε. Η συμπεριφορά της Κωνσταντίνας απέναντί του ήταν τόσο άσχημη που ο άνθρωπος πήρε τα μούτρα του και έφυγε για το νησί χωρίς καν να περάσει να μας χαιρετήσει. Και ο λόγος ήταν που ο εξάδελφος δεν εύρισκε την απόφασή μου και τόσο τραγική. Καπετάνιος θα γίνει σε λίγα χρόνια, είπε. Τι είναι ο γιατρός, καλύτερος απ’ τον καπετάνιο, ή βγάζει περισσότερα χρήματα; Στη θάλασσα ο Νικήτας θα βγάλει αμέσως λεφτά. Ενώ με το γιατριλίκι, κάθου γέρο, λίμενε, να φας το Μάη χορτάρι. Αυτό έφερε την Κωνσταντίνα στα πρόθυρα της κρίσης.
- Καλύτερα να μην τον ξαναδούμε στο σπίτι μας, είπε στη μάνα μας. Αυτός δεν ήρθε για το καλό μας. Δεν τον έχουμε ανάγκη. Να πάει από κει που ήρθε και να μην τον ξαναδώ στο σπίτι μας. Η μάνα μας προσπάθησε να τον δικαιολογήσει. Ήταν ένας αγαπημένος εξάδελφος που είχαν μεγαλώσει μαζί. Και στο κάτω-κάτω αυτή ήταν η γνώμη του για τη θάλασσα.
- Τη γνώμη του είπε ο άνθρωπος Κωνσταντίνα, είπε. Ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική γνώμη για τη θάλασσα και τους ναυτικούς. Άλλωστε η δουλειά του είναι. Ναυτικός πράκτορας είναι. Τι θέλεις να σου πει, μακριά απ’ τη θάλασσα; - Τέτοια γνώμη και τις παροιμίες του, καλύτερα λέω εγώ να τα κρατήσει για το σπίτι του και για τα παιδιά του, απάντησε η Κωνσταντίνα και έφυγε θυμωμένη.

Κάθε μέρα κι από ένα οικογενειακό συμβούλιο. Πρωί-πρωί μαζεύονταν όλοι στη μεγάλη σάλα και έπαιρναν τις θέσεις τους. Όλοι να με λογικέψουν. Να μου βάλουνε μυαλό. Να μου δείξουν το συμφέρον μου και να μου θυμίζουν την υποχρέωση που είχα απέναντι στην οικογένεια και τις αδελφές μου.
Μάτια που πριν από λίγο καιρό με κοιτούσαν με αγάπη και λατρεία, τώρα με κοιτούσαν και πάγωνα. Τους έβλεπα και νόμιζα πως στεκόμουν μπροστά στους δικαστές μου που θα με δίκαζαν για το πιο βαρύ έγκλημα.
Χωρίς ένα χαμόγελο. Χωρίς ένα γλυκό λόγο. Κατήφεια και σοβαρότητα. Ο καθένας στο ρόλο του. Πρόσωπα αγαπημένα, τώρα είχαν φορέσει τη μάσκα του κριτή και περίμεναν πότε θα ερχόταν η σειρά τους για να πούνε τα πιο σκληρά και πονετικά λόγια. Τα πιο πικρά.
Πρώτη το λόγο έπαιρνε η θεία Μαρία. Η πιο μορφωμένη, και σεβαστή απ’ όλους. Δασκάλα ήταν στο νησί.
Η γνώμη της βάραινε και υπολογιζόταν Και για μένα ήταν η πιο φοβερή δοκιμασία γιατί η θεία Μαρία με είχε ξεχωρίσει και με αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους. Τόσο, που καμιά φορά νόμιζα ότι με αγαπούσε περισσότερο και απ’ τα παιδιά της. Ίσως να ήταν που ήμουν το παιδί του αδικοχαμένου αδελφού της. Και το πιο οδυνηρό ήταν που το ίδιο την αγαπούσα κι εγώ.
Στη θεία Μαρία άρεσε πολύ το γλυκό του κουταλιού. Με αδυναμία στο κυδώνι. Με μπόλικο σιρόπι. Και η Ρόη για τη θεία Μαρία δεν το τσιγκουνευόταν καθόλου κι ας γκρίνιαζε η Κωνσταντίνα πως έτσι θα τελείωνε γρήγορα. Της γέμιζε το πιατάκι ξέχειλο κάνοντας τη θεία Δήμητρα που δεν ήθελε να ξοδευόμαστε για κανένα να σκάει και να στραβώνει το στόμα της περιφρονητικά.
Η θεία Μαρία άνοιγε το στόμα της αφού πρώτα τελείωνε το γλυκό της.
Μόλις την έβλεπα να μαζεύει με το κουταλάκι καλά-καλά το σιρόπι και να πίνει το δροσερό νεράκι που περίμενε στο δίσκο, ήξερα πως είχε φτάσει η ώρα μου. Η στιγμή που θα άρχιζε το μαρτύριο. Να ακούσω για χιλιοστή φορά συμβουλές και παραινέσεις. Παρακάλια και απειλές. Να δω ξανά θλιμμένα πρόσωπα και δακρυσμένα μάτια.
Κοντούλα η θεία Μαρία, με μπούκλες τα κόκκινα μαλλιά της, φακίδες στο πρόσωπο και φρύδια παχιά που κύκλωναν τα ολοζώντανα μάτια της είχε μια φωνή δυνατή που μέσα στη μεγάλη ψηλοτάβανη σάλα ηχούσε σαν καμπάνα της ανάστασης. Η μάνα μας έλεγε πως η φωνή της ανάσταινε και πεθαμένο και πως αυτό οφειλόταν στη λίγη κουφαμάρα της από μια παιδική ασθένεια που είχε περάσει μικρή και νόμιζε πως όλος κόσμος άκουγε όπως αυτή.
Τα λόγια της ήταν ψυχοπλακωτικά. Με αρρώσταιναν. Το ήξερα όμως, πως ό,τι έλεγε, το έλεγε ίσα-ίσα για να με αποτρέψει απ’ αυτή την ‘’ανόητη και βλακώδη’’ απόφαση που είχα παρμένη. Βέβαια ήταν η καλή θεία και γι αυτό της επιτρεπόταν να λέει και κάτι παραπάνω.
Μιλούσε και κάθε λίγο και λιγάκι, γύριζε και τα μάτια της στα κάδρα των πεθαμένων.
- Γιατί Νικήτα αγόρι μου είσαι τόσο σκληρός; Γιατί δεν την λυπάσαι την κακομοίρα την μάνα σου;. Τόσα έκανε για σένα. Με τόσες θυσίες και βάσανα σας μεγάλωσε. Φυλαγμένα τα ’χει τα λεφτά για να σπουδάσεις. Δεν βλέπεις τον Μηνά το φίλο σου. Σε λίγα χρόνια θα είναι γιατρός. Θα τον σέβεται όλη η κοινωνία. Τώρα έχεις κι εσύ ένα χρέος απέναντι στην οικογένεια. Πρέπει να κοιτάξεις τα κορίτσια. Μεγαλώνουν. Σε λίγο καιρό μπορεί να σας χτυπήσει την πόρτα κανένας γαμπρός. Είσαι ο προστάτης τους. Ίδιο είναι να λείπεις στη θάλασσα και το ίδιο είναι να είσαι κοντά τους και γιατρός; Από σένα περιμένουν κι αυτές. Έχουν κανέναν άλλον;
Εδώ, όλα τα μάτια γύριζαν στη μάνα μου. Όταν άκουγε για τα κορίτσια δεν συγκρατιόταν. Τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή, με κόπο συγκρατούσα τα δικά μου.
Ο μεγάλος της καημός ήταν να τις δει στεφανωμένες. Μη φύγει ξαφνικά και δεν τις έβλεπε σε σπίτια δικά τους. Τα χρόνια περνούσαν και ο κίνδυνος να μείνουν στο ράφι ήταν μεγάλος.
Η Κωνσταντίνα με την Ρόη είχαν τρία χρόνια διαφορά. Μελαχρινή η Κωνσταντίνα, καστανή η Ρόη. Λίγο πιο ψηλή η Κωνσταντίνα, λίγο πιο παχουλή η Ρόη. Τίποτα το ιδιαίτερο επάνω τους που να τις κάνει να ξεχωρίζουν. Ακόμη και να είχαν κάτι, ο τρόπος της ζωής τους το είχε εξαφανίσει. Σαν κορίτσια κι αυτά, δεν είχαν βάψει ποτέ τα χείλια τους. Ποτέ δεν είχαν κάνει κότσο τα μαλλιά τους. Ποτέ δεν είχαν βγει στο δρόμο να παίξουν με τα άλλα παιδιά. Να κυνηγηθούν. Να λαχανιάσουν. Να κοκκινίσουν τα μάγουλά τους. Όταν όλα τα κορίτσια της ηλικίας τους πασαλειβόντουσαν με τα κραγιόνια και τις πούδρες των μαμάδων τους, η Κωνσταντίνα με την Ρόη όχι μόνο δεν το έκαναν, αλλά το θεωρούσαν και αμαρτία. Ήταν οι τιμημένες κόρες του καπετάν Κώστα.
Όλα τα έκαναν ίδια. Η Ρόη είχε ξεσηκώσει την Κωνσταντίνα και η Κωνσταντίνα τη μάνα μου. Ακόμη και τις Κυριακές το απόγευμα, που το πεζοδρόμιο έξω απ’ το σπίτι μας έσφυζε από ζωή, και τα αγόρια με ανασηκωμένα τα μανίκια και τα στήθια έξω, σε μια ατμόσφαιρα που μοσχοβολούσε έρωτα και κρυφές υποσχέσεις, έτρεχαν πίσω απ’ τα κορίτσια που τίναζαν με σκέρτσο την αλογοουρά τους, ακόμη και τότε οι αδελφές μου κάθονταν πίσω απ’ το τζάμι με τραβηγμένες τις κουρτίνες έχοντας δίπλα τους τη μάνα μας να τους δείχνει πώς να κεντούν με το βελονάκι.
Μόλις τελείωσαν και το γυμνάσιο, μαντρώθηκαν στο σπίτι. Χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Ούτε στο σινεμά, ούτε σε πάρτι. Καμιά διασκέδαση. Απαρνήθηκαν όλες τις χάρες και διάλεξαν ένα τρόπο ζωής που ταίριαζε περισσότερο σε μοναχές παρά σε κορίτσια της πόλης. Με τη θρησκεία να έχει μπει έντονα στη ζωή της. Το πρωί της Κυριακής απ’ τις πρώτες στην εκκλησία μαζί με τη μάνα μας. Απ’ την πρώτη καμπάνα. Μπροστά-μπροστά στην ωραία πύλη και οι τρεις με σκυμμένο το κεφάλι. Το απόγευμα στο κατηχητικό. Πρώτες στις παρακλήσεις και τις ολονυκτίες. Και στο δρόμο ολόισια μπροστά. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κανένα χαμόγελο. Καμιά ματιά. Τίποτα που αναστατώνει τις ναρκωμένες αισθήσεις τους. Ένας ατέλειωτος βαρύς χειμώνας.
Χωρίς να είναι και οι πιο άσχημες του κόσμου, εντούτοις ο τρόπος της ζωής τους και η εμφάνισή τους, -στα πρόσωπά τους είχε αποτυπωθεί εκείνη η αυστηρή έκφραση που έχουν όλοι όσοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην εκκλησία-, έκανε όλα τα αγόρια να τις προσπερνούν αδιάφορα. Ποτέ δεν θυμάμαι να τις ακολούθησε στο πέρασμά τους ένα αντρικό μάτι. Ποτέ δεν ακούστηκε πίσω τους ένα σφύριγμα θαυμασμού. Ένα πείραγμα από αντρικά χείλια. Απ’ την πολύ κλεισούρα το χρώμα τους ήταν κάτασπρο. Τα καλοκαίρια, όταν όλα τα κορίτσια και τα αγόρια της γειτονιάς πήγαιναν στη θάλασσα, αυτές κάθονταν στο πίσω μέρος της αυλής, κάτω απ’ τα δέντρα αγκαλιά με το κοπανέλλι και έπλεκαν δαντέλες. Στοίβες ήταν τα κεντήματα και οι δαντέλες που δεν ξέραμε πια που να τα βάλουμε. Ποτέ δεν τις είχα δει με φουστάνια αμανίκωτα. Με τα μπράτσα έξω. Και ποτέ τους δεν καταδέχτηκαν να πάνε στα πάρτι πους τους
καλούσαν. Προτιμούσαν να κάθονται με τη μάνα μας κλεισμένες στο σπίτι να κεντάνε με τις ώρες ή να διαβάζουν κανένα βιβλίο της εκκλησίας. Και πράγμα παράξενο, αντί με όλη αυτή την ενάρετη και χριστιανική ζωή που ακολουθούσαν, η καρδιά τους να μαλακώνει και η αγάπη τους να περισσεύει για όλο τον κόσμο, αυτές όλο και πιο πολύ κλείνονταν στον εαυτό τους, όλο και πιο πολύ γίνονταν κακές και δύστροπες.
Το φταίξιμο όμως γι αυτό το ζωντανό ‘’θάψιμο’’ δεν ήταν όλο δικό τους. Μερίδιο μεγάλο είχε και η μάνα μας. Για να προστατέψει τις κόρες του καπετάν Κώστα και να κρατήσει τιμημένο το σπίτι μας και να μην ακουστεί τίποτα σε βάρος τους, είχε φτιάξει ένα κόσμο δικό της. Αναμάρτητο και αμόλυντο. Όπως αυτόν που περιγράφανε τα μικρά χριστιανικά βιβλιαράκια που μας έφερνε μαζί με τα σταυρουδάκια και το μύρο η μοναχή Βλασία.
Μερικές φορές νόμιζα πως η Ρόη μας ήταν όμορφη. Αν άλλαζε λίγο τα μαλλιά της και έδιωχνε απ’ το πρόσωπό της εκείνη την αλλόκοτη έκφραση της θεούσας, σίγουρα δεν θα είχε να ζηλέψει και πολλά απ’ τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς. Δεν ήταν καμιά μπουνταλού. Και το σώμα της υποφερτό ήταν και τα μαλλιά της πλούσια και λαμπερά. Με δενδρολίβανο τους τα έπλενε από μικρές που ήταν η μάνα μου. Μόνο που όλα αυτά ήταν σαν να μην υπήρχαν. Ποτέ μου δεν την είχα δει να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Ούτε την Κωνσταντίνα. Μάζευαν πίσω τα μαλλιά τους και τα έδεναν σφιχτά με μια κορδέλα που την έλυναν μόνο όταν πήγαιναν να κοιμηθούν. Ήταν λες και στο κατηχητικό τούς μάθαιναν πως η ομορφιά είναι αμαρτία και από μόνες τους έκαναν ό,τι μπορούσαν για να είναι άσχημες και άχαρες.
Η Κωνσταντίνα κουμαντάριζε τη ζωή της Ρόης απ’ τη μέρα που γεννήθηκε. Της είχε επιβληθεί. Δεσποτική, σκληρή, τυραννική, ό,τι δεν το πετύχαινε με τις φωνές και τους καυγάδες, το κατάφερνε με χίλιους άλλους τρόπους. Και η Ρόη, άβουλη και υπομονετική, είχε υποταχτεί αγόγγυστα στην κυριαρχία της ακολουθώντας πειθήνια τη δική της άχαρη ζωή.
Για την Κωνσταντίνα, ότι είχε να κάνει με τα δυο φίλα ήταν άσεμνο, ανήθικο και αμαρτωλό. Μόνον ο γάμος ήταν απόδειξη χριστιανικής και ενάρετης ζωής.
Απ’ το χαμό του πατέρα μας και ύστερα, η μάνα μας είχε απαρνηθεί τα πάντα και σιγά-σιγά η παντοκρατορία της Κωνσταντίνας εξαπλωνόταν παντού. Ιδιαίτερα στα θέματα ηθικής ήταν απόλυτη και άτεγκτη. Δεν συγχωρούσε τίποτα. Ακόμη κι εγώ, που ήμουν απ’ τη φύση μου ανυπόταχτος και ανεξάρτητος χαρακτήρας, που προτιμούσα να καθίσω στο ένα πόδι τιμωρία κοιτάζοντας τον τοίχο, παρά να υποταχθώ στη παντοκρατορία της και να πάω στο κατηχητικό κάθε Κυριακή απόγευμα, όταν άρχισα με τους φίλους μου τις ‘’ηρωικές’’ εξερευνήσεις τα Σαββατόβραδα στα καλά ‘’σπίτια’’ της Νοταρά, έτρεμα στη σκέψη ότι μπορούσε κάποιο σημάδι να είχε μείνει επάνω μου, κάποια μυρωδιά που θα πρόδιδε την αποκοτιά μου.

Όταν η συγκίνηση απ’ τις παραινέσεις της θείας Μαρίας ξεθύμαινε και τα μάτια στέγνωναν, το λόγο έπαιρνε η θεία Δήμητρα που και μόνο στο άκουσμα της λέξης ‘’ναυτικός’’ αρρώσταινε. Όλοι ξέραμε, σαν μεγαλύτερη αδελφή που ήταν, πόσο είχε εναντιωθεί στο γάμο της μάνας μας. Αν περνούσε απ’ το χέρι της θα τον είχε ματαιώσει. Για τη θεία Δήμητρα το επάγγελμα του ναυτικού ήταν το χειρότερο επάγγελμα του κόσμου. Ήταν κι αυτή χαροκαμένη. Έξη μόλις μήνες είχε παντρεμένη όταν πνίγηκε ο άντρας της και έγκυος τριών μηνών. Μόνο που αυτή στάθηκε τυχερή. Ένας κτηματίας του χωριού που την κρυφοαγαπούσε από μικρή την παντρεύτηκε και έφαγε γλυκό ψωμί όπως συνήθιζε να λέει. Τι είναι ένα σπίτι χωρίς τον νοικοκύρη του έλεγε, και μια γυναίκα που ο άντρας της όλο λείπει; Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι. Που όλοι θέλουν να το πατήσουν. Που όποιος θέλει μπαίνει μέσα και το τρυγάει. Απόφευγε όμως να αναφερθεί στον πατέρα μου. Ήξερε πόσο τον είχε αγαπήσει η μάνα μας και πόσο τον είχε τιμήσει.
Η θεία Δήμητρα αυτό που ήθελε να πει το έλεγε στα ίσια. Χωρίς περιστροφές και πολλά λόγια. Έλεγε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. Σκληρή και απότομη. Χωρίς συναισθηματισμούς και δράματα. Μια πλευρά του χαρακτήρα της Κωνσταντίνας ερχόταν απ’ τη θεία Δήμητρα.
Εγώ, έλεγε, για όλα τα πλούτη του κόσμου, άντρα ναυτικό δεν ξανάπαιρνα. Ο γάμος είναι γάμος και το αντρόγυνο δεν πρέπει να χωρίζει. Παρ’ εκτός για λίγες μέρες και για μεγάλη ανάγκη. Όποιος θέλει να γίνει ναυτικός να μη παντρεύεται. Τι σπίτι είναι αυτό; Ο ένας εδώ και ο άλλος στην Αμερική. Χώρια που μας γυρίζουν και μ’ ένα σωρό ‘’παράσημα’’.
Η φωνή της κοφτή και απότομη, νόμιζες πως όλο κάποιον θα μάλωνε ή πως ήταν έτοιμη να στήσει έναν καβγά.
- Εσύ Νικήτα δεν έχει καμιά δουλειά με τη θάλασσα, έπαιρνε το λόγο απ’ την θεία Μαρία. Να διαβάσεις και να μπεις στο πανεπιστήμιο. Να γίνεις γιατρός. Αλλιώς παντρεύονται τα κορίτσια που έχουν αδελφό επιστήμονα και αλλιώς να έχουν ναυτικό. Χαράς το επάγγελμα που διάλεξες. Να κοιτάξεις να πατάς στέρεα στη γη και να ’χεις κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου. Όχι θάλασσα και ουρανό. Αυτό μας έλειπε τώρα να γίνεις ναυτικός. Δεν τους βλέπεις όλους…
Σταματούσε και γύριζε τα μάτια της στα κάδρα με τους πνιγμένους. Η έκφρασή της άλλαζε. Γινόταν πένθιμη. Υπερβολικά πένθιμη.
- Τους βλέπεις; Πόσο έζησαν; Πόσο χάρηκαν τη ζωή τους; Την οικογένεια; Την γυναίκα τους; Τα παιδιά τους; Εσένα και να σ’ έβλεπε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου ούτε που θα σε γνώριζε. Πότε τον είδες τον πατέρα σου; Πότε τον χάρηκαν τα κορίτσια. Πότε τους έπιασε το χέρι να τις πάει μια βόλτα; Αυτή τη ζωή θέλεις να κάνεις;
Άνοιγα το στόμα μου και έβγαζα σιγά-σιγά τον αέρα για να ξαλαφρώσω από κείνο το βάρος που καθόταν στο στήθος μου. Όλα τα ήξερα όσα λέγανε. Τα είχα ακούσει χιλιάδες φορές. Και άλλα τρισχειρότερα. Την Κωνσταντίνα δεν την έπιανε κανένας. Μόνο που εγώ τη αγαπούσα τη θάλασσα. Με τραβούσε κοντά της μια ακατανίκητη δύναμη που στεκόταν ασπίδα σε όλα όσα έλεγαν.
Τη σκυτάλη έπαιρνε μια άλλη πρώτη εξαδέλφη της μάνας μου που έμενε στην Κοκκινιά. Ήταν μια κοντή ξανθιά γυναικούλα με κατακόκκινο πρόσωπο που νόμιζες πως όσο αίμα είχε στο σώμα της, ήταν όλο μαζεμένο στο κεφάλι της. Ήταν παράξενη και υποχόνδρια με την καθαριότητα. Όταν μικροί που ήμαστε πηγαίναμε στο σπίτι της για επίσκεψη και να παίξουμε με τα ξαδέλφια μας, μας έβαζε και σκουπίζαμε χίλιες φορές τα πόδια μας στο χαλάκι της εισόδου και σαν αν μην έφτανε αυτό, στο χέρι της κρατούσε συνέχεια ένα ξεσκονόπανο και κάθε λίγο και λιγάκι περνούσε από μπροστά μας για να ξεσκονίσει εκεί που ακουμπούσαν τα χέρια μας. Όταν μετά απ’ το παιχνίδι μπαίναμε μέσα, στεκόταν στην πόρτα και με μια βούρτσα μας ξεσκόνιζε τα ρούχα και τα παπούτσια. Ούτε η παραμικρή σκονίτσα δεν της ξέφευγε.
- Πολύ σωστά τα λέει η θεία σου Νικήτα, άρχιζε με ύφος Είσαι η κολόνα του σπιτιού. Στο πόδι του συχωρεμένου του πατέρα σου. Να σπουδάσεις και να κοιτάξεις τις αδελφές σου. Ποιον άλλον έχουν; Μη το ξεχνάς, είναι κόρες του καπετάν Κώστα.
Δεν το ξεχνούσα. Εκείνες μόνο είχαν ξεχάσει πως ήταν κόρες. Και καθηγητής στο πανεπιστήμιο να γινόμουν, δύσκολα θα βρισκόταν γαμπρός για την Κωνσταντίνα και την Ρόη. Ποιος θα ήθελε να έχει πάνω απ’ το κρεβάτι του εικόνες, σταυρούς, λιβάνια και βιβλιαράκια του κατηχητικού.
Από κει και πέρα το οικογενειακό ‘’συμβούλιο’’ δεν κρατούσε πολύ. Μερικά μουρμουρητά ακόμη, μερικοί αναστεναγμοί, ματιές επιτιμητικές προς το μέρος μου, όποιος είχε γλυκό ακόμη στο πιατάκι του το αποτελείωνε και δρόμο. Και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Και βέβαια, κανείς δεν πίστευε, και δεν έφευγε με τη βεβαιότητα ότι με όλα αυτά που έλεγαν θα μ’ έκαναν να αλλάξω γνώμη και να μου γυρίσουν το ‘’μουλαρίσιο’΄ το κεφάλι μου. Να ξεχάσω τη θάλασσα και να γίνω στεριανός. Η μάνα μου το ήξερε καλά. Την είχα ακούσει μια μέρα που το έλεγε στην κυρα-Σταυρούλα. Δεν θα γυρίσει το κεφάλι του κυρα-Σταυρούλά μου. Αλμυρό ήταν το ‘’πράμα’’ που τον έβγαλε. Είχε τη θάλασσα μέσα του.

Συνεχίζεται....

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

ΜΙΑ ΜΑΝΑ ΣΤΗ ΦΛΕΓΌΜΕΝΗ ΓΑΖΑ


Το κρατούσε στην αγκαλιά της και έτρεχε.
Ανάμεσα στα χαλάσματα και τα ερείπια.
Τα χέρια της ήταν ματωμένα. Τα ρούχα της ξεσχισμένα.
Τα μάτια της άγρια.
Κι αυτό, με τα χεράκια του
περασμένα στο λαιμό της, έκρυβε το προσωπάκι του στο στήθος της.
Έτρεχε και το έσφιγγε για να μη της πέσει.
Το ένα ποδαράκι του παιδιού κρεμότανε άψυχο, βουτηγμένο στο αίμα.
Έτρεχε και πίσω της έτρεχε και ο Θάνατος να την προλάβει.
Ο Θάνατος πέρασε δίπλα τους. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους.
Μ’ ένα τρομερό κρότο. Ένα σπίτι γκρέμισε.
Μερικοί άνθρωποι θάφτηκαν από κάτω.
Τα παιδί γύρισε και την κοίταξε.

Γιατί μαμά; είπε με τα ματάκια του φοβισμένα.

σεραφείμ βάγιας

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009













ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

3


Ένα τσιγάρο άναβα κάθε πρωί με τον καφέ μου κι αυτό, με την άδεια του Μηνά. Για να μη ‘’σκάσω’’, όπως μου είχε πει. Και ύστερα, βάρδια, στο θολό τζάμι, πίσω απ’ τα κιτρινισμένα κουρτινάκια.
Παραδίπλα, η μάνα μου. Η καπετάνισσα. Πρόωρα γερασμένη. Λυγισμένη απ’ τα βάσανα και την πίκρα που ’χε στην καρδιά της. Απ’ τη μέρα που δεν παραμπορούσε, και τα πόδια της δεν τη βαστούσαν να ανεβοκατεβαίνει την ξύλινη σκάλα, είχε αφήσει την επάνω κρύα κάμαρα με το μεγάλο διπλό σιδερένιο κρεβάτι, και ξεκούραζε το σαραβαλιασμένο κορμί της στο μικρό παλιό σομιέ, κοντά στη σόμπα. Κουκουλωμένη με δυο και με τρεις κουβέρτες.
Μόλις αντιλαμβανόταν την παρουσία μου, έβγαζε λίγο το κεφάλι της μέσα απ’ τα σκεπάσματα, μου έριχνε μια ματιά, πολύ λίγο μ’ έβλεπε με το λέπι που κατέβαινε αργά-αργά και της έκλεινε και τα δυο της μάτια, και αμέσως έπιανε τη μουρμούρα.
Η φωνή της σιγανή, αρρωστημένη, ακουγόταν ανακατεμένη μαζί μ’ ένα παράξενο υγρό γουργουρητό, που όλη την ώρα νόμιζα πως ήταν στα τελευταία της.
Ήξερα τι έλεγε. Δεν χρειαζόταν να ξεχωρίσω τα λόγια της. Τα είχα ακούσει χιλιάδες φορές απ’ τη μέρα που είχα παροπλιστεί με τη διαταγή του Μηνά. Όλο γκρίνια ήταν και κατάρες για τη θάλασσα. Όλη της τη ζωή τα είχε με τη θάλασσα. Ο μεγάλος εχθρός της ευτυχίας της. Ο μεγάλος εχθρός των ονείρων της. Την χρέωνε με όλα τα βάρη και τη δυστυχία που την είχαν βρει. Τη μισούσε τη θάλασσα. Με το ίδιο μίσος που έχει κάθε γυναίκα γι αυτήν που της κλέβει τον αγαπημένο της. Έναν αγαπημένο, που δεν τον είχε ούτε στα νιάτα της, αλλά ούτε και στα γεράματα. Ένα αγαπημένο, που όσα παιδιά ήμασταν, τόσες ήταν και οι φορές που είχε ξαπλώσει μαζί του. Η μεριά του, παραπονιόταν, στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, ήταν απατίκωτη.
Λίγο, πολύ λίγο έμενε ο πατέρας μου στη στεριά και πάλι μπάρκο. Ο σάκος του στην πόρτα τον περίμενε. Η μάνα μου ποτέ της δεν του παραπονέθηκε. Ποτέ της δεν του είχε δείξει την πίκρα της και τον καημό της. Δεν ήθελε εκεί, στους ωκεανούς που ταξίδευε, να αισθάνεται ενοχές και τύψεις. Είχε υποταχτεί στη μοίρα της και το μόνο που έκανε, όταν τον έβλεπε να ετοιμάζει το σάκο του, ήταν να τρέχει αμέσως και να του βάζει μες τα φρεσκοπλυμένα και φρεσκοσιδερωμένα ρούχα του και το φυλαχτό απ’ τον Πανάγιο Τάφο.
Μια ζωή μερικοί αποχαιρετισμοί όλο κι όλο. Που πονούσαν πολύ.
Μαζί με τον πατέρα μου, έκλαιγε και για τις αδελφές μου. Τις τιμημένες κόρες του καπετάν Κώστα. Που ’χαν κρατήσει ανέγγιχτη την παρθενιά τους και που μεγαλοκοπέλες πια που στεφανώθηκαν, έμειναν και οι δυο στέρφες και δεν της χάρισαν ένα εγγόνι που θα ’παιρνε το όνομά του.
Η Κωνσταντίνα ήταν που παντρεύτηκε πρώτη και πήρε για άντρα της τον κύριο Λευτεράκη. Τον συνταξιούχο διευθυντή των Ελληνικών Σιδηροδρόμων. Δεν πρόλαβε να πέσει στο κρεβάτι και της κόπηκαν. Η Ρόη, μετά από ένα χρόνο που κράτησε το προξενιό, εδέησε να παντρευτεί με τον κύριο Λουκά. Δημόσιος υπάλληλος κι αυτός. Κλητήρας στην εφορία. Μόνο που η πονηρή προξενήτρα, απέκρυψε απ’ όλους την αλήθεια. Πως ο καλοστεκούμενος και αξιοσέβαστος κύριος Λουκάς, πριν από δυο χρόνια είχε κάνει μια επέμβαση στον προστάτη που του είχε αφήσει ένα σωρό κουσούρια. Ο κερατάς, έλεγε η μάνα μου όταν το έμαθε, νοσοκόμα γύρευε ο άχρηστος και όχι γυναίκα για να κάνει οικογένεια. Και σίγουρα θα τον πέταγε έξω απ’ το σπίτι, αν υπήρχαν ακόμη περιθώρια για την Ρόη να ξαναφτιάξει τη ζωή της.
Όταν τέλειωνε με τη θάλασσα και τις αδελφές μου, έπιανε εμένα. Με άφηνε τελευταίο. Εγώ ήμουν το μεγάλο και ασήκωτο βάρος στη συνείδησή της. Μου ζητούσε συνέχεια να την συγχωρέσω. Για να ξαλαφρώσει η καρδιά της. Για να βγει η ψυχή της γαληνεμένη και αναπαυμένη. Τι ψυχή θα παραδώσω η σκύλα, η αμαρτωλή, η καταραμένη, έλεγε κλαίγοντας και αναθεμάτιζε τον εαυτό της που είχε δείξει τόσο μεγάλη αδυναμία, και είχε αφήσει να παρασυρθεί απ’ την κακιά και στριμμένη Κωνσταντίνα, που στο στήθος της αντί για καρδιά, είχε ένα κομμάτι μάρμαρο.
Αυτά έλεγε η μάνα μου. Κι εγώ δίπλα της, όσο να σώσω τον καφέ και να καπνίσω το ένα μου τσιγάρο, γύριζα τα χρόνια πίσω για να την θυμηθώ τότε που ήταν νέα και ωραία. Να θυμηθώ πως ήμουν το σμίξιμο μιας βραδιάς. Το πατίκωμα στο κρεβάτι για λίγες ώρες.
Απ’ την Αλεξάνδρεια είχε φύγει το ‘’Παναγιά’’ με προορισμό την Αμβέρσα. Ο αναπάντεχος όμως τραυματισμός ενός ναύτη στα σχοινιά, ανάγκασε τον πατέρα μου να το φέρει στον Πειραιά.
Εκείνα τα χρόνια στο σπίτι μας μπαινόβγαινε κόσμος πολύς. Το πήγαινε-έλα δεν σταματούσε. Η μεγάλη σάλα δεν προλάβαινε να κλείσει. Τα φιλέματα, τα τραταρίσματα και τα τραπεζώματα, ήταν στην ημερησία διάταξη. .
Ακόμη στον τοίχο της σάλας δεν είχαν κρεμαστεί στη σειρά τα κάδρα με τους θαλασσοχαμένους.
Τι μια, ένας ναύτης απ’ τη ‘’Παναγιά’’ για να φέρει γράμμα απ’ τον καπετάν Κώστα και μαζί τα δώρα του. Την άλλη, ένας απ’ το πλήρωμα του ‘’Σάντα Μαρία’’ που καπετάνιος ήταν ο θείος Νίκος που δεν είχε ακόμη δική του οικογένεια και τα δώρα τα έστελνε όλα στο σπίτι μας. Και την άλλη, απ’ το ‘’Κάβο Ντόρο’’ που πάνω ήταν ο μικρότερος, ο θείος Πάνος. Όλοι για να φέρουν το κάτι της στην καπετάνισσα και στα κορίτσια. Και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, δεν ξέραμε πια που να ακουμπήσουμε τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες, τα σύκα, τα καρύδια και τα κάστανα που μας φίλευαν οι συγγενείς απ’ τα πληρώματα. Η καπετάνισσα μιλάει, έλεγαν όλοι, και σκοτώνονταν ποιος να πρωτοπρολάβει τη θέλησή της. Κουμανταδόρος σε όλα. Αληθινός καπετάνιος. Με το μαντήλι σφιχτά δεμένο στο κεφάλι. Ούτε ένα παραπάτημα. Και τα λεφτά με το μέτρο. Στο ταμιευτήριο. Για την προίκα των κοριτσιών. Ούτε μια δεκάρα χαμένη. Αν δεν ήταν τέτοια, αν δεν είχε σιδερένιο χέρι πώς θα ’χε χτιστεί αυτό το μεγάλο δίπατο σπίτι μ’ όλο πέτρα και μάρμαρο. Έστελνε ο καπετάν Κώστας αλλά και η μάνα μου, ήξερε να κάνει κουμάντο. Όλους κάτω απ’ το πόδι της. Μόνο που δεν επρόλαβε πολλά. Δεν επρόλαβε να πάρει σπίτια των κοριτσιών. Αυτό έμεινε για μένα.
Το μαύρο μαντάτο μας ήρθε μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη, λίγε μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα. Καθισμένοι όλοι μαζί στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, φτιάχναμε μελομακάρονα και κουραμπιέδες.
Η μάνα μου δεν έκλαψε. Ίσως να ήταν κάτι που το περίμενε να συμβεί από χρόνια και να ’χε εξοικειωθεί μ’ αυτή την ιδέα. Να περίμενε την ώρα που στη μεγάλη σάλα, δίπλα στις φωτογραφίες των κουνιάδων της και του προπάππου μου θα κρεμούσε και τη φωτογραφία του πατέρα μου.
Κατάρα! φώναξε μόνο, και βγάζοντας ένα απόκοσμο βογκητό, όπως τα πληγωμένα ζώα, άρπαξε την πιατέλα με τα μελωμένα ζεστά μελομακάρονα και την εκσφενδόνισε στην άλλη άκρη της κουζίνας.
Ύστερα, βουβή, με το πρόσωπο πέτρινο, κάθισε κοντά στις αδελφές μου που είχαν ρίξει το κεφάλι στο τραπέζι και έκλαιγαν βουβά.
Απ’ την άλλη μέρα, η μάνα μου και οι αδελφές μου ντύθηκαν στα μαύρα. Εγώ φόρεσα στο μπράτσο μου το πένθος.
Φοβερή είναι η μοίρα εκείνων που η οργή των θεών τους βρίσκει στη θάλασσα, είχα διαβάσει σε κάποιο βιβλίο.

*

Απ’ το φόβο να παρασυρθώ και να κάνω καμιά τρέλα, που θα μάκραινε τον παροπλισμό μου και το κλείσιμο στη ‘’φυλακή’’ μου, όλο το πρωί δεν ξεμυτούσα απ’ το σπίτι. Ό,τι είχε προστάξει ο Μηνάς, ο γιατρός. Μέσα. Στα ζεστά. Αγκαλιά με την σόμπα. Όχι κρύο. Όχι υγρασία. Μακριά από κανένα ανεπιθύμητο κρύωμα που θα με πισωγύριζε. Όχι σε χώρους κλειστούς, πολυσύχναστους. Όχι σε χώρους ντουμάνι απ’ τον καπνό. Στο καβούκι μου.
Από νωρίς το βράδυ στο κρεβάτι και το πρωί, απ’ τα χαράματα, πριν καλά-καλά να ξημερώσει, στο πόδι με την ψυχή παγωμένη.
Το σεργιάνι μου όλο κι όλο, κι αυτό κάθε τρίτη μέρα, μέχρι το παντοπωλείο του Ευγένη. Για τα απολύτως απαραίτητα.
Στο γυρισμό, λίγο γύριζα τα μάτια μου κατά τη δύση. Φοβόμουν. Αυτή την ώρα, κάτω στην ακτή, τα καφενεία είναι γεμάτα. Και ο καπνός πάνω απ’ τα κεφάλια, λογιών-λογιών. Όλα τα αμερικάνικα blended. Players, Tsesterfild, Kent και ναργιλέδες. Τέτοια ώρα, στου Αρτέμη μαζεμένοι όλοι οι ξόμπαρκοι. Κατραμόκωλοι και γύφτοι. Όλα τα ‘‘ζώα της θάλασσας’’. Έτσι μας έλεγε ένας μπομπότης απ’ την Νάξο που είχε ρίξει άγκυρα στο Ροζάριο, βαθιά μέσα στο Ριο δε λα Πλάτα, στην αγκαλιά μιας μελαχρινής Αργεντινής που την γνώρισε σ’ ένα μπαρ να σερβίρει ποτά και άφθονη μπίρα. Ζώα της θάλασσας. Και εκείνη την ώρα, μπορείς να ακούσεις ένα σωρό ιστορίες. Όλες για τη θάλασσα. Όλες για τις γυναίκες. Που κάθε μια της, κρύβει μέσα της τον αγιάτρευτο πόνο.

*

Εκείνο το πρωινό ξύπνησα αλαφιασμένος. Πεθαμένος απ’ την κούραση.
Ο μάγειρας, ο ‘’δραπέτης του Μπουένος Άιρες’’ όπως τον είχα βαπτίσει, σε μια ακόμη συζήτηση που κάναμε για τα όνειρα, ύστερα από κείνο τον εφιάλτη, μου είχε πει πως το ίδιο όνειρο δεν το βλέπουμε ποτέ ξανά. Τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πράγματα τα βλέπουμε καπετάν Νικήτα, μου είχε πει, αλλά το ίδιο όνειρο ποτέ.
Εγώ όμως εκείνο το βράδυ τα ξανάδα. Το ίδιο όνειρο. Και ήταν τόσο ζωντανό, που για κάμποση ώρα έμεινα ξαπλωμένος ακίνητος, με το στήθος μούσκεμα στον ιδρώτα και με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι προσπαθώντας να συνέλθω. Είχα παλέψει ξανά με την αιματοβαμμένη θάλασσα και ξύπνιος όντας, νόμιζα πως είχα ακόμη την κόκκινη αρμύρα στο στόμα μου και στ’ αυτιά μου το μανιασμένο αγκομαχητό της.
Σηκώθηκα εξαντλημένος. Πήρα ένα-ένα όλα τα πρωινά χάπια, ήπια όλα τα γλυκόπικρα σιρόπια και αφού έψησα τον καφέ, άναψα το ένα και μοναδικό τσιγάρο που μου επέτρεπε ο φίλος ο Μηνάς και κάθισα κοντά στη μικρή σόμπα. Κοντά στη μάνα μου που ’χε βγάλει το κεφάλι της απ’ τα σκεπάσματα και με έψαχνε με το σβησμένο βλέμμα της.
Όλη τη νύχτα ήταν ήσυχη. Ούτε αναστεναγμοί, ούτε και βογκητά. Ο τριζάτος σομιές δεν είχε ακουστεί ούτε μια φορά. Κι αυτό ήταν έξω απ’ τα συνηθισμένα. Με είχε τρομάξει πολύ. Κάνα δυο φορές είχα σηκωθεί ανήσυχος μες την παγωνιά για να δω αν οι προσευχές της είχαν εισακουσθεί και ο καλός Θεός την είχε σπλαχνιστεί και την είχε πάρει κοντά του, όπως του το ζητούσε μέρα και νύχτα.
Ένα κόκαλο είχε μείνει πάνω στον παλιό σομιέ. Άφαντη ήταν κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Λιγοστό το φαγάκι της κι αυτό με τα χίλια ζόρια. Πολλές φορές σκεφτόμουν πως το ’κανε επίτηδες γιατί το ’χε σκοπό να πεθάνει. Και γι’ αυτό το γουργουρητό που είχε στο λαιμό και που ανέβαινε μέσα απ’ το στήθος της, είχα φέρει τον Μηνά να την δει.
- Γεράματα Νικήτα! Τι περιμένεις; Καρδιακή ανεπάρκεια που λέμε. Τον βγάζει δεν τον βγάζει η καπετάνισσα τον χειμώνα! απεφάνθη ο Μηνάς με θλιμμένη φωνή, ακουμπώντας μια εδώ και μια εκεί, πάνω στο κοκαλιάρικο στήθος της, το παγωμένο στηθοσκόπιο.
- Και ποια είναι η γιατρειά ρε Μηνά; Τον ρώτησα.
Κούνησε το κεφάλι του. Την αγαπούσε τη μάνα μου. Σ’ όλη του τη ζωή δεν θα ξεχνούσε τα γλυκά που είχε φάει απ’ τα χέρια της. Και το παστοκύδωνο το είχε λυσσάξει. Ολόκληρα κομμάτια του έδινε η μάνα μου.
- Στα γεράματα καμία Νικήτα. Και όταν έχεις να κάνεις με άνθρωπο σαν την καπετάνισσα ακόμη χειρότερα. Το μόνο που σε συμβουλεύω, στην κατάσταση που είναι, θα ήταν καλύτερα να μείνει με καμιά απ’ τις αδελφές σου. Χρειάζεται φροντίδα και περιποίηση από γυναικεία χέρια.
Τον είχα χαιρετήσει στην εξώπορτα απογοητευμένος. Αυτό ήταν κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ. Οι αδελφές μου, αν και γυναίκες της εκκλησίας που έπεφταν στα γόνατα και έκαναν μεγάλους σταυρούς, μου το είχαν ξεκόψει. Το καλύτερο για όλους μας, θα ήταν να την βάλουμε σ’ ένα σπίτι για τη ‘’φροντίδα των ηλικιωμένων’’ και να πουλούσαμε το σπίτι. Έτσι, θα δίναμε τέλος στην κληρονομική εκκρεμότητα
Είχα σταθεί ανένδοτος. Τέτοια μεταχείριση σε μια γυναίκα περήφανη σαν την μάνα μου δεν ταίριαζε. Χώρια που αν πουλούσαμε το σπίτι θα ξεσπιτωνόμουν κι εγώ.
Έκανα την καρδιά μου πέτρα, μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια καπετάν Νικήτα, είπα, και σε λίγο καιρό είχα μάθει να ντύνω και να ξεντύνω το ζαρωμένο κορμί της που δεν σταματούσε να βαρυγκωμάει και να κακιώνει με Τον Θεό που την είχε ξεχασμένη την αμαρτωλή, και που αντί να πάρει αυτήν, έπαιρνε τόσους άλλους και πιο νέους απ’ αυτήν. Για τη μάνα μου ο θάνατος θα ήταν χαρά και λυτρωμός.


Αφηρημένος εκείνο το πρωινό, με τη σκέψη μου δοσμένη στους έξι καταθλιπτικούς μήνες που είχαν περάσει και στον Μηνά, που αν και ευχαριστημένος απ’ τις τελευταίες εξετάσεις, επέμενε για άλλους τέσσερις-πέντε μήνες μακριά απ’ τη θάλασσα για σιγουριά πως δεν θα είχα κανένα πισωγύρισμα, ξαφνιάστηκα όταν άκουσα την αδύνατη φωνούλα της και κάτι λόγια μπερδεμένα ανάμεσα στα γουργουρητά που δεν τα κατάλαβα.
Ρούφηξα τα τελευταία κατακάθια του καφέ, έσβησα το τσιγάρο που μου έκαιγε τα ακροδάκτυλα, τίποτα δεν άφηνα να πάει χαμένο, και έδωσα προσοχή να ξεκαθαρίσω τα λόγια της Δεν ήταν γκρίνια για την Κωνσταντίνα και την Ρόη. Ούτε για την θάλασσα και μένα. Δεν ήταν παράπονα και αναθέματα.
Σηκώθηκα και κόλλησα το αυτί μου στο στόμα να ξεχωρίσω τα λόγια. Καημένη μανούλα! Καημένη μανούλα! είπα και δάκρυσα. Δυο φανέλες και μάλλινα σώβρακα ήθελε για το ξυλιασμένο κορμί της. Το χωρίς αίμα. Που δεν ζεσταινόταν με τίποτα. Σαν κι αυτά που της έστελνε ο πατέρας μου παλιά και που της είχα στείλει κι εγώ από την Αγγλία πριν από πολλά χρόνια. Καημένη Μανούλα! ξανάπα τραβώντας την κουβέρτα μέχρις επάνω.

Αυτό στάθηκε η αφορμή ν’ αφήσω τη φυλακή μου και να βγω λιγάκι παραέξω.
Άντε Νικήτα, είπα το άλλο πρωί, μόλις ρούφηξα και το τελευταίο κατακάθι. Ευκαιρία είναι. Άντε να βγεις λιγάκι παραέξω να πάρεις και λίγο τον αέρα σου. Καλά την έβγαλες έξι μήνες. Άντε να δεις και κανέναν άνθρωπο. Άντε μη σε φάει η κλεισούρα και η σόμπα.
Δεν πήρα την απόφαση έτσι αμέσως. Το ζύγιασα πολλές φορές. Δεν είναι και μικρό πράγμα να σου λέει ο γιατρός μακριά απ’ τη θάλασσα κι εσύ να πηγαίνεις γυρεύοντας. Να κατεβαίνεις στο λιμάνι να κόβεις βόλτες και να σου φουντώνουν το μυαλό και την καρδιά οι αναμνήσεις. Και ύστερα, ήταν κι αυτές οι ιστορίες. Εγώ δεν ήθελα ν’ ακούσω ιστορίες που μοιάζουν με παραμύθια. Δεν ήθελα ν’ ακούσω για πέλαγα και φουρτούνες. Ούτε για ναυάγια και δυστυχίες. Εγώ είχα τη δική μου ιστορία. Το δικό μου πόνο. Το αποφάσισα όμως. Έκανα την αποκοτιά και το αποφάσισα.

Στο λιμάνι, από γνωστό μαγαζί, πήρα τα μάλλινα. Γνήσια εγγλέζικα. Με το παιδί του πάγκου πιάσαμε τη ψιλοκουβέντα μα δεν την σώσαμε. Ο βήχας μ’ έπνιξε.
Πήρα το πακέτο και βρέθηκα στο δρόμο.
Στάθηκα στο πεζοδρόμιο αναποφάσιστος. Ίσια μπροστά, έβγαζε στο λιμάνι. Στα μικρά καφενεδάκια. Πίσω, ίσια για το σπίτι.
Ένα ουζάκι, είπα μέσα μου αναστατωμένος σαν να έκανε βαριά αμαρτία. Ένα μόνο. Δεν κάνει κακό. Το στριφογύρισα στο μυαλό μου. Ένα ουζάκι τι κακό μπορεί να κάνει, αναρωτήθηκα; Τίποτα! Έδωσα την απάντηση μόνος μου. Ένα μόνο είπα, στου Αρτέμη και μετά πίσω γρήγορα στη φυλακή μου. Καβαλιτά στη σόμπα, που παναθεμάτη κι αυτή, με γέμιζε μέρα νύχτα με δηλητήριο.
Μου το ’χε πει κι αυτό ο Μηνάς στην τελευταία επίσκεψη όταν μόλις του άνοιξα την πόρτα έκανε πίσω βάζοντας το χέρι στη μύτη του.
- Νικήτα να τη βγάλεις αυτή τη σόμπα από δω! Θα σου κάνει ζημιά! είπε με το θάρρος του παλιού φίλου.
- Και με τι θα ζεσταθώ ρε Μηνά; τον ρώτησα ξινισμένα.
- Δεν ξέρω με τι θα ζεσταθείς; Ζεστάσου μ’ ότι θέλεις. Πιάσε σπίτι με κεντρική θέρμανση. Με καλοριφέρ. Η σόμπα να ξέρεις, σου κάνει ζημιά!
Καλά τα έλεγε ο Μηνάς. Έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρουν όλοι. Αυτός όμως δεν είχε παντρέψει δυο αδελφές. Πολυκαιρισμένες κιόλας. Δεν είχε χτίσει δυο σπίτια με όλα τα κομφόρ. Και με καλοριφέρ. Δεν ήξερε πως είχα δάνειο για δυο χιλιάδες λίρες στον καπετάν Αντρέα. Ο Μηνάς δεν ήξερε τι είχα τραβήξει με τον μαγκούφη τον κύριο Λευτεράκη, που κάθε φορά μου έστελνε και νέο τελεσίγραφο απειλώντας με, πως αν δεν τακτοποιούσα όλα όσα του είχε υποσχεθεί η μάνα μου θα μας έστελνε πίσω την Κωνσταντίνα πεσκέσι. Αλήθεια, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η Κωνσταντίνα, που ήταν τόσο σκληρή και αυταρχική γυναίκα, είχε υποταχτεί έτσι ολοκληρωτικά σ’ αυτό το ανθρωπάκι. Φαίνεται πως ο χωρισμός, για μερικές γυναίκες είναι πολύ χειρότερος απ’ τον καθημερινό εξευτελισμό.

Πώς βρέθηκα έξω απ’ του Αρτέμη; Ούτε που το κατάλαβα. Μ’ έσπρωξαν τα βήματα. Αλλού πήγαινα και αλλού βρέθηκα. Ακυβέρνητο καράβι. Χωρίς μπούσουλα. Χωρίς τιμόνι. Χωρίς χάρτη. Με μια λαχτάρα μόνο στην καρδιά που μου φτερούγιζε το στήθος μου όπως του μικρού παιδιού που του χαρίζουν ένα παιχνίδι. Κόλλησα τα μούτρα μου στο θολό τζάμι. Γεμάτο το μαγαζί. Το καλύτερο στο ούζο και το μεζέ. Σάρωσα όλα τα τραπεζάκια. Ένα, ένα.
Θαλασσομάχοι όλοι μέσα. Ξέμπαρκοι και άλλοι που έψαχναν για μπάρκο. Αλμυρισμένοι. Κάπνιζαν, έπιναν το ουζάκι τους και πειράζονταν. Φωτεινά τα πρόσωπα. Κοντά σους δικούς τους. Στις αγαπημένες τους. Στη στεριά. Χωρίς μπότζι.
Διηγούνταν ιστορίες της πλώρης. Για γυναίκες στα πόρτα. Για έρωτες. Για μεθύσια στις μπάρες. Για νύχτες υγρές. Ζεστές. Για τη γυναικεία μυρωδιά. Για ξενύχτι στα ντόκια. Για την όμορφη Μερσέντες, που κόλλησε όλο το πλήρωμα σκουλαμέντο. Για το λάγνο χορό της Αντιλία δε Τόρες στο μπαρ Pireus. Για την μαύρη στη Μασσάουα, που ήξερε σπασμένα ελληνικά και έκανε απ’ όλα. Για το μεγάλο κώλο της Ροζίτας στο Rossario. Για πορνεία. Για… Για… Γυναίκες… Γυναίκες. Μοσχοβολούσε του Αρτέμη φτηνό άρωμα.
Και οι γυναίκες τους; Οι αγαπημένες τους; Όπως η μάνα μου. Με το κέντημα στο χέρι, να μετράνε μέρες, μήνες, χρόνια. Ναυτικά μίλια. Να ανάβουν κερί στην Παναγιά. Στον Αι-Νικόλα. Να ονειρεύονται ένα σερβίτσιο πορσελάνινο απ’ τη μακρινή Ιαπωνία. Κουρτίνες απ’ την Ισπανία. Ένα στολίδι για τον καρυδένιο μπουφέ. Μια κούκλα κι ένα φτηνό άρωμα. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω τον πόνο τους. Τη θυσία τους. Τα μαραμένα νιάτα τους. Τους ναρκωμένους χειμώνες. Τις χαμένες άνοιξες.

Σε μια άκρη, ο Λεμπέσης ο λοστρόμος, με τον Ζανιά το θερμαστή, παίζουν τάβλι. Δε με βλέπουν. Μαζί ήμασταν σ’ έναν σκυλοπνίχτη στις Ινδίες, Κοντά τους, ο καπετάν Βασίλης με τον μάστρο-Σπύρο τον τρίτο, παίζουν πρέφα. Δίπλα τους ο Στέλιος απ΄ την Κύμη. Καλό παιδί και μαγκιώρος ναύτης. Κουνάει τις χερούκλες του κι όλο κάτι λέει στον μάστρο-Σπύρο που δείχνει να μην τον ακούει. Να τώρα που ο καπετάν Βασίλης, με μια θυμωμένη χειρονομία, πετάει την τράπουλα στον αέρα. Η πρέφα έχει τελειώσει. Ο μάστρο-Σπύρος έχει κερδίσει ξανά το κέρασμα.
Έξαφνα, ένιωσα τα πόδια μου να λυγάνε. Μέσα απ’ το θολό τζάμι, ένα χέρι σηκώθηκε και μου ’κανε σινιάλο. Τι ήταν αυτό; Πως τρόμαξα έτσι; Πως με εγκατέλειψαν το θάρρος και η επιθυμία να πιω ένα ουζάκι στου Αρτέμη; Καμώθηκα πως δεν είδα. Πισοπάτησα και άλλαξα ρότα. Υπνωτισμένος, άβουλος, ακολούθησα τους χτύπους της καρδιάς μου. Το δρόμο που μου έδειχνε. Τα πόδια μου με πήγαιναν ίσια κατά τη μεριά της ξυλείας. Εκεί που τα μάτια μου πρωταντίκρισαν τον ‘’Αι-Γεράσιμο’’. Εκεί που τα πόδια μου μουδιασμένα, πάτησαν για πρώτη φορά πάνω στο σκουριασμένο του κατάστρωμα.
Έξω απ’ τον Αι-Νικόλα σταυροκοπήθηκα. Του χρωστούσα ακόμη το κερί για το χεράκι που ’χε βάλει τότε στον Αρχάγγελο. Μην τάξεις στον άγιο κερί και στο παιδί κουλούρι, είπα μέσα μου και σκέφτηκα να του το φέρω το συντομότερο για να μην έχει κακή ιδέα για μένα.
Στην Ξυλεία, στάθηκα για λίγο και έριξα μια ματιά γύρω μου. Μετά τα χρόνια όλα είχαν αλλάξει. Πουθενά σπίτια χαμηλά. Πουθενά αλάνες. Πουθενά παιδιά στο δρόμο. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα λίγο παραπέρα. Αυτό που έκανα ήταν μια τρέλα. Ο πουνέντες πάγωνε. Το μέρος δεν ήταν για μένα. Όλο βράχια και ξέρες. Επικίνδυνο πέρασμα. Κι εγώ, χωρίς μπούσουλα. Έρμαιο των κυμάτων. Και προχωρούσα.
Δεν το ’χα σκοπό να κάτσω εκεί και να ξύσω τις πληγές μου. Μια ματιά μόνο ήθελα να ρίξω. Όπως έκανα τότε που ήμουν παιδί. Τότε που ήταν όλα άκτιστα ακόμη και άφηνα τα μάτια μου να περιπλανηθούν πάνω απ’ τα ψηλά κατάρτια. Να ακουμπήσουν με λαχτάρα πάνω στα κάθε λογής πλεούμενα. Άρμπουρα. Παλάγκα. Ξάρτια. Τσιμινιέρες. Πανιά. Παντιέρες. Βαρούλκα. Καράβια μ’ ένα κατάστρωμα. Με δυο καταστρώματα. Με χαβούζες. Με μια, με δυο, με τρεις χαβούζες. Δεν χόρταιναν τα μάτια μου. Δεν κουμαντάριζα τη φαντασία μου. Και δίπλα τους, ένα σκουριασμένο παροπλισμένο σπατσακουβέρτα. Μ’ ένα τέτοιο είχε χαθεί και ο πατέρας μου στον Bay.
Μια ματιά μόνο ξανάπα, για να μου περάσει αυτή η τρεμούλα που ’χω στην καρδιά μου. Να σταματήσει το ντουπ-ντουπ να μου τραντάζει το στήθος. Όπως ο υπόκωφος κρότος στα σπλάχνα του ‘’Αι- Γεράσιμου’’ στο κάθε δυνατό χτύπημα της προπέλας.
Λίγο να κάτσω, για ένα μόνο τσιγαράκι και αμέσως δρόμο, μουρμούρισα μέσα μου δικαιολογώντας τον εαυτό μου γι’ αυτό το ρίσκο που έπαιρνα.
Κάθισα στο μικρό καφενεδάκι. Το κρύο τσουχτερό. Λίγος ήλιος. Μόνο για φως. Καθόλου για ζεστασιά. Χιονιάς. Gloomy weather, όπως θα ’λεγε και η πρόβλεψη καιρού. Ο κρύος πουνέντες έσπρωχνε τα αφρισμένα κύματα κι αυτά έτρεχαν να χωθούν στο λιμάνι.
Έχωσα τα μάλλινα της μάνας μου μέσα απ’ τον επενδύτη, διπλώθηκα καλά και άναψα τσιγάρο. Το έκανα κι αυτό. Άναψα ένα τσιγάρο με χέρια που έτρεμαν. Αν μ’ έβλεπε ο Μηνάς...!
Άπλωσα τη ματιά μου στο πέλαγος. Στα κύματα που τα έσπρωχνε ο κρύος πουνέντες. Ξαφνικά, πάνω εκεί, στην αφρισμένη ράχη τους, είδα να κουβαλούν χιλιάδες αναμνήσεις. Τις δικές μου αναμνήσεις. Αυτές που ποτέ δεν σκάλιζα. Αυτές που ποτέ δεν ξέθαβα. Έρχονταν γρήγορα, κι εγώ τις μάζευα μία-μία και τις έβαζα στη σειρά.Με γύρισαν πίσω. Τότε που το στήθος μου ήταν πλατύ και δυνατό. Και ο κόσμος όλος δικός μου. Που όλα τα σημάδευε η ορμή της νιότης.

Συνεχίζεται....

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2009

ΑΙΜΑ ΣΤΗ ΓΑΖΑ

Σε εμάς όλους που μεγαλώσαμε κουβαλώντας στους ώμους μας τον Όλεθρο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου,
με τα χιλιάδες ορφανά και τους αμέτρητους ανάπηρους, από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν, είτε απ' τη μεριά των ηττημένων, είτε απ' τη μεριά των νικητών,
η λέξη ΠΟΛΕΜΟΣ θα μας προκαλεί πάντοτε την ίδια αποστροφή και τον ίδιο πόνο γιατί ξέρουμε πολύ καλά, ότι πίσω του κρύβεται το αποκρουστικό πρόσωπο του ωμού φασισμού.

Μετά τον Πόλεμο, στα χρόνια που πέρασαν, σιγά-σιγά, μέσα από μια ''μισή'' πληροφόρηση και άλλη τόση παραπληροφόρηση, μάθαμε και για τις ωμότητες που διέπραξαν και οι δυο μεριές.
Ιδιαίτερη φρίκη μας προξένησε το ανελέητο ΠΟΓΚΡΟΜ που εξαπέλυσε το Χιτλερικό καθεστώς εναντίον των Εβραίων.
Τα κρεματόρια, οι βασανισμοί, οι ομαδικές εκτελέσεις και τα αποκρουστικά πειράματα που έκαναν επάνω τους οι εγκληματίες επιστήμονες τυο 3ου Ράϊχ, μας προξένησαν αληθινό σοκ που ήρθε να μεγαλώσει την εικόνα της φρίκης που είχαμε σχηματίσει για τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτές τι μέρες, ζούμε πάλι το ίδιο δράμα. Πάλι ο πόνος και η οδύνη έχει πλακώσει τις καρδιές μας.
Οι αλλοτινοί κηνυγημένοι, αυτοί που με τα πάθη τους έκαναν όλη την ανθρωπότητα να αισθάνεται ντροπή και καταισχύνη για το ανθρώπινο γένος, σήμερα, αυτοί που δοκιμάστηκαν, αυτοί που έγιναν πειραματόζωνα, αυτοί που κάηκαν, που εξευτελίστηκαν, αυτοί που πλήρωσαν την τρέλα του Αδόλφου Χίτλερ με ολοκληρωτικό αφανισμό, έρχονται σήμερα, οσαν άλλοι μανιακοί Χίτλερ να κάψουν, να σκοτώσουν παιδιά, γυναίκες γέρους, με μια μανία που τρομάζει όλο τον κόσμο και που αν δεν βρεθεί κάπιος να τους σταματήσει, ποιος ξέρει τι άλλο σατανικό σχέδιο έχουνε στα μυαλά τους.
Ας ευχηθούμε ότι κάποιος θα μπορέσε να τους συγκρατήσει απ' αυτόν τον κατήφρο πριν να είνια πολύ αργά και πριν η ΝΤΡΟΠΗ και η ΚΑΤΑΙΣΧΎΝΗ σημαδέψει άλλη μια φορά το ανθρώπινου γένους

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


2


Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκα στο γραφείο. Με τον καπετάν Ανδρέα τα συμφωνήσαμε.
- Κάτσε ώσπου να γίνεις καλά καπετάν Νικήτα. Θα σε σκαντζάρει ο καπετάν Κοσμάς. Κάνα παλιό κρύωμα θα ’ναι. Μη δίνεις και μεγάλη σημασία στους κωλογιατρούς. Ένα σωρό λάθη κάνουν! Μπουνταλάδες είναι όλοι. Τις προάλλες τον καπετάν Λουκά κόντεψαν να τον πεθάνουν οι αλμπάνηδες μέσα κι έξω στο νοσοκομείο. Και τι είχε ο άνθρωπος; Μια ψύξει! είπε σαρκαστικά και μου άπλωσε το χέρι γιατί πνιγόταν στη δουλειά.
Γέμισα τα συρτάρια του κομοδίνου με σορόπια και χάπια. Αντιβηχικά, καταπραϋντικά, αναλγητικά και αντιβιοτικά με γραμμένες πάνω στα κουτιά, τις ώρες και τις δόσεις. Ο Μηνάς δεν είχε άδικο που μου είχε χτυπήσει το καμπανάκι. Ούτε και λόγια μεγάλα μου είχε πει. Ήξερα κι εγώ τα χάλια μου. Στον παγωμένο Αρχάγγελο κατάπινα με τη χούφτα τα χάπια και έπινα ασταμάτητα τα γλυκόπικρα σορόπια που μου είχαν δώσει οι Ρώσοι γιατροί. Στη γέφυρα, στην κουβέρτα, παντού, ο βήχας το ρίγος και ο πόνος δεν σταματούσαν ούτε λεπτό. Το καμαροτάκι δεν προλάβαινε να μου κουβαλάει ζεστά και ο steward να εφαρμόζει πάνω μου όλα τα πρακτικά γιατροσόφια που ήξερε απ’ τη μάνα του και τη γιαγιά του. Από καταπλάσματα με ζεστό αλεύρι που του έβαζε η μάνα του όταν ήταν μωρό, μέχρι και κοφτές βεντούζες. Αλλά ο αναθεματισμένος ο βήχας, βήχας, και ο πόνος στο στήθος, πόνος.
Τις νύχτες έμενα ξάγρυπνος και μόνο κοντά στα ξημερώματα, εξουθενωμένος πια απ’ τις χιλιάδες μαύρες σκέψεις, έπεφτα σ’ έναν αρρωστημένο λήθαργο για να ξυπνήσω πάλι ύστερα από έναν σύντομο εφιαλτικό ύπνο.
Μια τέτοια νύχτα, είδα και κείνο το τρομαχτικό όνειρο. Εκείνον τον τρομερό εφιάλτη. Τι ήθελε να μου πει; Ποιο ήταν το μήνυμα που μου έστελνε; Έτσι κι αλλιώς για μένα η ζωή είχε τελειώσει. Τι άλλο μπορούσε να μου συμβεί ακόμη και με προειδοποιούσε μ’ αυτόν τον τρομερό εφιάλτη; Τι είχα να χάσω ακόμη; Τη ζωή μου μόνο. Τίποτα άλλο.
Στο άλμπουρο του Aldebaran ήμουν λέει σκαρφαλωμένος και από κάτω μου, λυσσομανούσε μια θάλασσα κόκκινη σαν το αίμα. Πάλευα απεγνωσμένα, με νύχια και με δόντια για να κρατηθώ, ώσπου σε μια στιγμή, αποκαμωμένος πια, χωρίς δυνάμεις, άφησα τα χέρια μου και έπεσα μες στα αιματοβαμμένα κύματα ακολουθώντας το μανιασμένο δρόμο τους.
Λαχανιασμένος άνοιξα τα μάτια μου και έμεινα ξαπλωμένος ακίνητος με τα μάτια ανοιχτά. Συνειδητοποιώντας, πως τα νερά που είχα πάνω μου, δεν ήταν η αιματοβαμμένη θάλασσα, αλλά ο δικός μου παγωμένος ιδρώτας.

Το πρωί, είπα τ’ όνειρο στο μάγειρα. Από ανάγκη με κάποιον να το μοιραστώ. Τον θεώρησα σαν τον πιο κατάλληλο. Αναζητούσα μια εξήγηση. Μια ερμηνεία. Μου είχε επηρεάσει τη σκέψη. Κι αυτός που φαινόταν να ξέρει κάτι παραπάνω απ’ όλο το πλήρωμα ήταν ο μάγειρας, που είχε μόλις τρεις μήνες επάνω στο καράβι.
Ήταν ένας σαρανταπεντάρης μικρόσωμος άνθρωπος, λιπόσαρκος, με αραιά μαλλιά και με μια φάτσα όλο γλύκα. Με το μικρό γενάκι του, έμοιαζε σαν να ’χε βγει από αγιογραφία Μου θύμισε έντονα έναν καθηγητή μου που είχα στο γυμνάσιο στο μάθημα της φυσικής ιστορίας.
Μας τον είχε φέρει λίγες ώρες πριν να σαλπάρουμε ο ατζέντης, στο πόδι του παλιού μάγειρα που τον αφήναμε έξω αφού η κοίλη του είχε ξεπεταχτεί σαν ένα μικρό πορτοκάλι, και χρειαζόταν επειγόντως να μπει στο χειρουργείο.
- Ο μάγειρας, έκανε τις συστάσεις ο ατζέντης.
Κούνησα το κεφάλι μου κρύβοντας την απογοήτευσή μου. Τον περιμέναμε πώς και πώς. Μέχρι που λέγαμε πως θα φύγουμε χωρίς τον μάγειρα. Άλλο όμως περιμέναμε και άλλο βλέπαμε. Τον ναυτικό επάνω στην κουβέρτα τον καταλαβαίνεις με την πρώτη. Το νιώθεις πως έχεις να κάνεις με αλμυρισμένο.
Και οι αποσκευές του, μια μικρή ξεχαρβαλωμένη χαρτονένια βαλίτσα μόνο που την είχε ακουμπισμένη στα πόδια του. Ούτε επενδύτης καταχείμωνο, ούτε σκούφος στο κεφάλι. Σαν δημόσιος υπάλληλος που πήγαινε πρωί-πρωί στο γραφείο του. Φορούσε ένα σκούρο ταλαιπωρημένο κουστούμι, ξεφτισμένο άσπρο πουκάμισο στα μανίκια και στο λαιμό, μαύρη γραβάτα και παλτό. Ένα παλτό πολυκαιρισμένο και μαδημένο. Σαν να κοιμόταν με αυτό σ’ όλη του τη ζωή. Μόνο τα μαύρα σκαρπίνια του, αν και είχαν το χάλι τους, τακούνια φαγωμένα και προφανώς τρύπιες σόλες, εντούτοις ήταν τόσο καλά γυαλισμένα που έβλεπες μέσα τα μούτρα σου.
Διάολε, είπα μέσα μου, τι ’ναι τούτο δω το πράγμα; Πού ξεφύτρωσε; Τι μάγειρας είναι αυτός εδώ; Ήταν το πιο παράξενο θέαμα επάνω σ’ ένα φορτηγό καράβι. Άλλωστε ο λοστρόμος μου το ’πε ύστερα από λίγο που μείναμε μόνοι μας. Σε λάθος διεύθυνση τον ταχυδρομήσανε τον άνθρωπο καπετάν Νικήτα, μου είπε χαμογελώντας. Αλλού θέλανε να τον στείλουνε κι αλλού τον στείλανε.
Όντως, ο άνθρωπος δεν είχε καμιά σχέση με καράβι. Δεν είχε ούτε καν ναυτικό φυλλάδιο. Με διαβατήριο ταξίδευε. Και μεγαλούτσικος αρκετά για να πεις ότι αγάπησε ξαφνικά τη θάλασσα. Στη θάλασσα όμως, ό,τι παράξενο και να συμβαίνει, ποτέ δεν ρωτάς το πώς και το γιατί. Ποιος κάθεται ποτέ να ψάξει το λόγο που κάποιος εγκαταλείπει τη σιγουριά της στεριάς και βρίσκει καταφύγιο στη θάλασσα;
- Έχεις ξαναταξιδέψει; τον ρώτησα. Έτσι για να πω κάτι.
- Όχι καπετάνιε. Πρώτη φορά, μου απάντησε.
Δεν ήταν ώρα για πολλές κουβέντες. Ετοιμαζόμασταν να σαλπάρουμε.
Γύρισα στον Γραμματικό.
- Βόλεψέ τον, είπα, και τα ξαναλέμε.
Ο άνθρωπος είχε μόνο τα ρούχα που φορούσε και τίποτα άλλο. Η μικρή χαρτονένια βαλίτσα μόνο βιβλία είχε μέσα. Διάφορα. Και μαζί κι έναν Τσελεμεντέ. Ο λοστρόμος ήταν αυτός που απ’ την πρώτη μέρα του έδωσε ένα παλιοπαντέλονο γεμάτο γράσα και μπογιές.
Σε λίγες μέρες όλοι ξέραμε πως όλες τις ώρες, εκτός απ’ αυτές που ασχολιόταν με την κουζίνα με τη βοήθεια του Τσελεμεντέ, ο νέος μας μάγειρας τις περνούσε με το διάβασμα.
Όσο φανερό ήταν, πως ο άνθρωπος αυτός δεν είχε διαλέξει το επάγγελμα του ναυτικού σ’ αυτή την ηλικία για να ζήσει, άλλο τόσο φανερό ήταν πως είχαμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο πολυδιαβασμένο που ήξερε απ’ όλα. Στα καράβια δεν συναντάς τέτοιους ανθρώπους. Στα καράβια είναι όλοι απλοϊκοί άνθρωποι, που οι περισσότεροι ξέρουν μόνο γραφή και ανάγνωση. Όχι μαθηματικά και ιστορία. Και το λεξιλόγιό τους όλο κι όλο καμιά χιλιάδα λέξεις. Τα απαραίτητα. Όχι για να εξηγήσουν τα ανεξήγητα και που στο κάτω-κάτω της γραφής για έναν φτωχό ναυτικό δεν έχουν καμιά αξία. Ξέρουν λέξεις για να εκφράσουν μόνο τα συναισθήματά τους. Τη χαρά τους, τη λύπη τους, τον πόνο τους. Λέξεις που ανοίγουν διάπλατα τις καρδιές. Και γι αυτά δεν χρειάζονται να ξέρεις πολλά και διάφορα. Φτάνει μόνο να μιλάει η καρδιά σου.

Τον βρήκα στο upper deck να διαβάζει με την πλάτη του ακουμπισμένη στον αεραγωγό, αναζητώντας στο μέρος εκείνο μια στάλα δροσιά.
Αρχές του Φλεβάρη ήταν και κατεβαίναμε στο Νότο. Συντροφιά με την άπνοια του Αιγόκερως. Υγρασία και ζέστη ανυπόφορη. Στους 40 το θερμόμετρο και η λαμαρίνα να κολλάει επάνω το πόδι σου. Να μη ξέρεις που να πατήσεις. Στην κουβέρτα όλο το πλήρωμα με τα τσόκαρα στα πόδια. Πληγές στις μασχάλες των ποδιών. Λίγο η πατούσα στη λαμαρίνα, και να μια φούσκα.
Καμιά δεκαριά μίλια ακόμη και θ’ άρχιζαν τα μπουγελώματα. Έθιμο παλιό των ναυτικών για όσους περνούν για πρώτη φορά τον Ισημερινό. Τη λίνια. Το Crossing the line.
Μόλις με είδε έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε και έκανε να σηκωθεί.
- Κάτσε. Μη σηκώνεσαι, είπα.
Έριξα μια ματιά στο πολυκαιρισμένο εξώφυλλο.
‘’Πολιτικός’’ του Πλάτωνα.
- Για να περνάει η ώρα, είπε.
Χαμογέλασα. Στο Γυμνάσιο, στην ώρα των Αρχαίων Ελληνικών, εγώ ονειρευόμουνα θάλασσες μακρινές και άγνωστα λιμάνια. Ξυπνούσα μόνο την ώρα των μαθηματικών. Μιας και θα γίνεις ναυτικός Νικήτα, μου έλεγε ο μαθηματικός, να δώσεις βάση στους λογάριθμους. Αυτό έκανα. Απ’ έξω τα θυμόμουν όλα.
Ο εκθέτης της δυνάμεως στην οποία πρέπει να υψωθεί ένας ορισμένος αριθμός για να γίνει η δύναμη αυτή ίση προς τον δοθέντα αριθμό, του οποίου ο λογάριθμος ζητείται….
- Δεν τα πήγαινα και τόσο καλά με τους αρχαίους φιλόσοφους είπα. Μόλις και περνούσα το μάθημα.
Είχε ένα γλυκό χαμόγελο που δεν είχε καμιά σχέση με το μονίμως απόμακρο και μελαγχολικό ύφος του.
- Ό,τι αγαπήσει κανένας καπετάν Νικήτα. Άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς. Απ’ την άλλη, όταν θέλεις να γίνεις καπετάνιος τι τους θέλεις τους φιλόσοφους; Τον Αρίσταρχο χρειάζεσαι και τον Αρχιμήδη.
- Ένα όνειρο είδα μάγειρα που θέλω να στο πω, είπα. Μου φάνηκε σημαδιακό. Τόσα βιβλία που διαβάζεις κάτι παραπάνω θα ξέρεις.
Χαμογέλασε.
- Τα βιβλία που διαβάζω δεν εξηγούν τα όνειρα καπετάν Νικήτα. Αλλά… Αφού το θέλεις, ας το κουβεντιάσουμε.
Του είπα το όνειρο. Για λίγη ώρα με κοιτούσε σιωπηλός με κείνο το βαθύ, διεισδυτικό βλέμμα του
- Ονειρευόμαστε καπετάν Νικήτα αυτό που πρόκειται να μας συμβεί, είπε σκουπίζοντας τον ιδρώτα που ανάβλυζε απ’ το μέτωπό του. Τα όνειρα είναι στοιχεία μιας ευρύτερης κατάστασης. Πολλοί μεγάλοι άνδρες στην ιστορία απέδιδαν πίστη στα όνειρα. Υπάρχει μάλιστα μια μαρτυρία πως η σύζυγος του Πιλάτου, εξαιτίας ενός ονείρου που είχε δει, επέμενε να μην αναμιχθεί στην καταδίκη του Χριστού.
- Αυτά για τους μεγάλους άνδρες της ιστορίας, είπα χαμογελώντας. Το δικό μου το όνειρο, τι κρύβει; Τι λέει; Πώς το εξηγείς; Τι ’ναι αυτό που πρόκειται να ’ρθει;
- Πού να ξέρω καπετάν Νικήτα; Μακάρι να ’ξερα. Όλα αυτά ξεκινάνε απ’ τη ψυχή. Απ’ τη συνείδηση. Αν υπάρχει κάτι που σε φοβίζει…
- Πού με φοβίζει! Τι να με φοβίζει; είπα. Όλα τα ’χω περάσει. Και μπόρες έχω περάσει και καταιγίδες έχω περάσει. Δε με φοβίζει τίποτα. Ούτε ο χάρος.
Με κοίταξε στα μάτια. Ήταν γλυκός και ήρεμος. Όχι ανήσυχος και τρομαγμένος όπως μου φάνηκε την πρώτη μέρα. Σαν κυνηγημένο ζώο. Όσο καταπίναμε τα μίλια και πλησιάζαμε το Νότο, τόσο ηρεμούσε. Ήταν λες και απομακρυνόταν και άφηνε πίσω του έναν θανάσιμο εχθρό. Όπως ο Γιάννης Αγιάννης άφηνε πίσω του κάθε φορά τον Ιαβέρη. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια στη θάλασσα, που είχα αναρωτηθεί πόσοι να ήταν αυτοί που διάλεγαν σαν τελευταίο καταφύγιο τη θάλασσα και τα καράβια.
- Αν η ψυχή σου είναι βαριά καπετάνιε, είπε, οι καλές ή οι κακές πράξεις που κάνουμε βασανίζουν η καταπραΰνουν τη συνείδησή μας.
Με ξάφνιασε. Ήταν σαν να άνοιξε μια πόρτα της ψυχής μου. Απ’ αυτές που είχα σφραγίσει.
Πολλά ήταν αυτά που βάραιναν τη συνείδησή μου. Όλα όμως ήταν βαθιά καταχωνιασμένα. Και δεν ήταν για τον μάγειρα. Ήταν δικά μου. Τα είχα ρίξει στο βυθό της θάλασσας με βαριά άγκυρα.
- Κάτι που…Να με βασανίζει; είπα.
- Μπορεί καπετάν Νικήτα. Ίσως να ’ναι κάτι… Που να έρχεται απ’ το μακρινό παρελθόν. Κάτι που να ’χει τυπωθεί ανεξίτηλα στην υποκειμενική διάνοια. Κι αυτό, όσο πιο έντονα έχει τυπωθεί, τόσο πιο έντονα και ανάγλυφα παρουσιάζεται. Τον κοίταζα συλλογισμένος.
Μια μέρα είχα δανειστεί ένα απ’ τα βιβλία του. Από περιέργεια και μόνο για να δω τι διάβολο έγραφαν μέσα. Τι ήταν αυτά που διάβαζε με τόσο ενδιαφέρον. Στην τρίτη σελίδα το είχα εγκαταλείψει. Με το κεφάλι μου καζάνι. Ήταν ένα βιβλίο που ασχολιόταν με τη ψυχή και το πνεύμα. Κι εγώ δεν καταπιανόμουν μ’ αυτά τα πράγματα. Στη θάλασσα δεν θέλει και πολύ για να σαλτάρει το μυαλό. Δεν σηκώνει τέτοια. Σου φτάνει η καθημερινότητα. Σου φτάνει ο ουρανός. Η βροχή. Ο αέρας. Τα θεόρατα κύματα. Είσαι τόσο σφιχτά δεμένος με όλα αυτά, που δεν έχεις χώρο στο μυαλό σου να χώσεις και άλλα. Δεν έχεις καμιά δουλειά με το σκοτεινό βασίλειο της λογικής. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την αφήνουμε ήσυχη.
- Δεν σε κατάλαβα μάγειρα. Μπορείς να μου το κάνεις πιο λιανά; τον ρώτησα.
- Μπήκαμε στα ανεξήγητα καπετάνιε. - Ό,τι μπορείς μάγειρα.
Κούνησε το κεφάλι του.
- Αυτό που μας φοβίζει δεν φαίνεται καπετάν Νικήτα, είπε σιγά. Είναι αόρατο. Καμιά φορά, ακόμη κι αν εμφανιστεί, δεν είμαστε ικανοί να το δούμε. Πέφτουμε επάνω του, ή το προσπερνάμε κλείνοντας τα μάτια. Κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει τις ιδιότητες της ψυχής.
Κούνησα το κεφάλι μου. - Εντάξει. Κατάλαβα, είπα συλλογισμένος. Τι ήξερα εγώ απ’ τις ‘’ιδιότητες της ψυχής’’. Εγώ το μόνο που ήξερα καλά ήταν η λαμαρίνα που πατούσα νύχτα-μέρα. Αυτός ο τρομερός εφιάλτης προφανώς να ήταν μια προειδοποίηση. Ένα σήμα κινδύνου. Του το είπα.
- Είναι όπως ο προαναγγελθείς λιμός της Αιγύπτου με το όνειρο του Φαραώ. Με τις επτά παχιές αγελάδες και τις επτά ισχνές αγελάδες, έτσι; Το ήξερα καλά. Σε κάτι τέτοια, η Κωνσταντίνα ήταν η καλύτερη.
Χαμογέλασε.
- Κάπως έτσι καπετάν Νικήτα. Μόνο που εγώ δεν είμαι ο Ιωσήφ για να σου δώσε την εξήγηση. Πολλά απ’ τα όνειρα είναι σκέψεις της νύχτας. Τη μέρα ονειροπολούμε και τη νύχτα βλέπουμε όνειρα. Ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει περασμένα περιστατικά. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Αυτά τα πράγματα κανένας δεν μπορεί να τα ξέρει τόσο καλά, όσο εκείνος που ονειρεύτηκε.
- Έχει δίκιο μάγειρα. Έτσι είναι, είπα επηρεασμένος απ’ τα λόγια του. Εγώ ξέρω. Εγώ κάνω τις σκέψεις, κι εγώ βλέπω τα όνειρα. Άρα… Εγώ πρέπει να το εξηγήσω. Έτσι δεν είναι;
- Έτσι είναι καπετάν Νικήτα. Όπως με τα λόγια δεν μπορούμε πολλές φορές να εκφράσουμε αυτό που θέλουμε να πούμε, έτσι και με τα όνειρα, δεν καταφέρνουμε να εξηγήσουμε τη σημασία τους. Πάντως… Αυτό το όνειρο έχει μια αλληγορική σημασία. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;
Όχι. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Τα λόγια του ήταν παράξενα. Αυτά δεν είναι λόγια ενός μάγειρα, σκεφτόμουν κοιτάζοντας τα κάτασπρα αδούλευτα χέρια του. Πήρα την απόφαση να τον ρωτήσω ποια ήταν η δουλειά που έκανε πριν να έρθει στο καράβι. Δεν πρόλαβα. Το άφησα για μια άλλη μέρα. Η φωνή του Μαρκόνι μας σταμάτησε. Έπρεπε ν’ ανέβω στη γέφυρα. Είχε πιάσει ένα μετεωρολογικό. Μια πρόβλεψη για ένα storm waves στην περιοχή τις επόμενες ώρες. Έτσι είναι η θάλασσα, Αναπάντεχη.

Τον μάγειρα, δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω. Δεν έμαθα ποτέ το μυστικό του. Πώς και γιατί, αυτός, ένας άνθρωπος που μέσα στο κεφάλι του χωρούσε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη, είχε βρεθεί επάνω στο «Βοώτης» να παριστάνει τον μάγειρα με τη βοήθεια του Τσελεμεντέ. Να καθαρίζει πατάτες και κρεμμύδια με τα αδούλευτα λεπτά χέρια του, να τεμαχίζει κοτόπουλα και κρέατα, να ζυμώνει ένα ψωμί που την άλλη μέρα τρωγόταν μόνο μουλιασμένο και μαζί, να ξερνοβολάει με το πρώτο μικρό μποντζάρισμα.
Στο Μπουένος Άιρες χάθηκε. Όπως χάνεται ο μαύρος καπνός της τσιμινιέρας στο πέλαγος.
Το δεύτερο βράδυ που ρεμιτζάραμε στο Ρίο δε λα Πλάτα, μια βραδιά ζεστή και υγρή, έτσι είναι οι περισσότερε νύχτες στο Μπουένος Άιρες, με δυο χιλιάδες πέσος στην τσέπη του όλα κι όλα, μια κούτα τσιγάρα και με τη μικρή χαρτονένια βαλίτσα στο χέρι, κατέβηκε ήσυχος-ήσυχος τη σκάλα του ‘’Βοώτη’’ και δεν τον ξανάδα.
Δυο λόγια μόνο μου είπε στη σκάλα σφίγγοντάς μου το χέρι.
- Καπετάν Νικήτα σ’ ευχαριστώ. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Αντίο. Αυτό ήταν όλο. Δεν τον ρώτησα πού πήγαινε ή τι θα έκανε. Δεν ξανάκουσα το όνομά του. Για πολλά βράδια, καθισμένος στη σκοτεινή γέφυρα, τον έφερνα στο νου μου και συχνά αναρωτιόμουν τι να ’ταν αυτό που τον είχε αναγκάσει να μπαρκάρει σ’ ένα φορτηγό καράβι και ύστερα να βρει καταφύγιο σε μια άγνωστη και αφιλόξενη χώρα. Από τι να έφευγε άραγε; Από τι να κρυβόταν; Ποιος ή ποιοι ήταν οι διώκτες του. Τι ήταν αυτό που τον κυνηγούσε; Πώς είχε βρεθεί ναυτολογημένος στο ‘’΄Βοώτης’’; Ήταν ένα άνθρωπος που είχε ανοίξει λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη; Ένας φονιάς; Ένας που είχε σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του; Ένας καταχραστής; Ένας δραπέτης; Ένας πολιτικός φυγάς; Όπως και να ’χε το πράγμα, δεν θα το μάθαινα ποτέ. Για μένα ήταν και θα παρέμενε ένα άλυτο αίνιγμα. Ένα μυστήριο. Μέχρι που η μορφή του σιγά-σιγά άρχισε να ξεφτίζει.


Συνεχίζεται...
ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ

Μέρος Πρώτο

1


Με τα μούτρα μου κολλημένα στο παγωμένο τζάμι, χάζευα έξω το πυκνό χιόνι που έπεφτε ύπουλα όλη τη νύχτα.
Στη μέση του δρόμου, μια παρέα από μικρά και μεγάλα παιδιά που έφευγαν για το σχολείο με γέλια και πειράγματα, σταμάτησαν και άρχισαν να μαζεύουν το αφράτο χιόνι. Ένας, που είχε ταλέντο στη γλυπτική το έπαιρνε και άρχισε να φτιάχνει έναν αστείο χιονάνθρωπο. Μόλις τελείωσε με το κεφάλι του, έβαλε στο στόμα ένα μικρό ξύλο που τον έκανε να μοιάζει με άνθρωπο που καπνίζει. Ένα παιδί είπε ένα αστείο που γέλασαν όλοι μαζί και αμέσως έφυγαν τρέχοντας για το σχολείο.
Μελαγχόλησα.
Η άνοιξη αργούσε να ’ρθει κι εγώ βιαζόμουν.
Στα μισά του ακόμη ο Φλεβάρης και για τρίτη φορά τα γύρω βουνά και οι πόλεις γίνονταν κάτασπρα.
Την περίμενα ανυπόμονα αυτή την άνοιξη. Με λαχτάρα. Όπως το ξεραμένο χωράφι το πρωτοβρόχι. Όπως ο ναυαγός να δει τη στεριά. Όπως ο ναυτικός περιμένει να φυσήξει ούριος άνεμος.
Βιαζόμουν να δω την αμυγδαλιά της αυλής μας ανθισμένη.
Νομίζω πως είχα κιόλας ξεχάσει πως ήταν αυτά τα μικρά, άσπρα και ροζ ντελικάτα μικρά ανθάκια.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια απ’ την τελευταία άνοιξη που θυμάμαι την αμυγδαλιά μας ανθισμένη.
Η τελευταία άνοιξη στα χρόνια της αθωότητας.

Λαχανιασμένος, είχα τινάξει τα λεπτά κλαδιά της και τα μικρά κάτασπρα ανθάκια, είχαν πέσει όλα μαζί επάνω στα μαλλιά και στους ώμους της Μελιώς.
Η Μελιώ είχε σταματήσει ξαφνιασμένη. Με το πρόσωπο ξαναμμένο. Έμοιαζε κι αυτή μ’ ένα αγριολούλουδο που ’χε ανθίσει με την άνοιξη.
Ήταν μόλις δώδεκα κι εγώ στα δεκάξι. Δεν ξέρω πόση ώρα την κυνηγούσα γύρω-γύρω απ’ την αμυγδαλιά. Έτρεχε και μου φώναζε. Σταματούσε και μου έβγαζε τη γλώσσα.
Κάποια στιγμή, στάθηκε λαχανιασμένη. Τα πράσινα μάτια της γυάλιζαν παράξενα. Το στήθος της, -στα δώδεκα δεν είχε ξεπεταχτεί ακόμη κι εγώ την κορόιδευα και της έλεγα πως είναι σαν αγόρι κι αυτή έφευγε μουτρωμένη για να μου φωνάξει βγάζοντας τη γλώσσα της, πως κι εγώ δεν ήμουν τίποτα άλλο, παρά μόνο ένας κακός και άσχημος μπιμπικιάρης- ανεβοκατέβαινε στο ρυθμό της ανάσας της. Πρόλαβα και την έπιασα. Της έστριψα άγρια το χέρι για να γυρίσει και να ακουμπήσει το στήθος της στο δικό μου. Δεν την άφησα να φύγει όπως τις άλλες φορές. Που μόλις την έπιανα την άφηνα και έτρεχα να φωνάξω ‘’φτου ξελεφτερία’’. Την έσφιγγα μ’ όλη μου τη δύναμη. Κι αυτή, με κοιτούσε και δεν μου έλεγε πως την πονούσα.
Την εποχή εκείνη δεν ήξερα τι ’ναι η αγάπη. Δεν ήξερα, πως εκείνο το άγγιγμα της, που μ’ έκανε να τρέμω ολόκληρος και να χάνω τα λογικά μου, και εκείνη η τρελή επιθυμία να είμαι όλο κοντά της και να μην την χάνω ούτε μια στιγμή απ’ τα μάτια μου, το λέγανε αγάπη.
Ακόμη δεν ήξερα πως εκείνο το βροντοχτύπημα στο στήθος μου όταν την έβλεπα, το έλεγαν αγάπη. Πως ήταν μια αγάπη που μέρα με τη μέρα, φούντωνε και αγρίευε. Δεν ήξερα ακόμη πως όταν θύμωνα με τον φίλο μου τον Σταμάτη που την κοιτούσε λαίμαργα, και όλη την ώρα της έλεγε ότι μια μέρα θα την έκλεβε και θα την παντρευόταν κρυφά σ’ ένα μικρό εκκλησάκι, πως αυτό το σκίρτημα στην καρδιά μου το λέγανε αγάπη. Και όταν την ανέβαζα επάνω στο ποδήλατο και την πήγαινα βόλτα, ακόμη δεν ήξερα πως αυτό το συναίσθημα που με πλημμύριζε όταν έγερνε πίσω το ξανθό κεφάλι της και ακουμπούσε στο στήθος μου, το λέγανε αγάπη. Κι αυτή, λες και το ’ξερε νωρίτερα από μένα, γυρνούσε το κεφάλι της και με κοιτούσε με ξαναμμένο το πρόσωπό της και τα χείλια μισάνοιχτα.
Κάποια στιγμή μου ξέφυγε. Έτρεξε σαν το αεράκι με τα μαλλιά της να ανεμίζουν.
- Έλα! Πιάσε με αν μπορείς! μου φώναξε κοροϊδευτικά κρατώντας με τα δυο της χέρια τον κορμό της αμυγδαλιάς.
Ήταν μια Κυριακή πρωί. Η μάνα μου, η καπετάνισσα, και οι αδελφές μου, η Κωνσταντίνα και η Ρόη, είχαν φύγει πρωί-πρωί για την εκκλησία. Με την πρώτη καμπάνα. Εγώ, είχα προφασιστεί τον άρρωστο. Η Κωνσταντίνα φεύγοντας με είχε προειδοποιήσει.
- Αλίμονό σου καημενούλη μου αν παριστάνεις τον άρρωστο! Όταν γυρίσω θα φας της χρονιάς σου!
Δεν την έπιασα. Δεν πρόλαβα. Η βαριά σιδερένια πόρτα της αυλής μας έτριξε επάνω στους σκουριασμένους μεντεσέδες, και η Μελιώ, έτρεξε σαν την ελαφίνα να πηδήσει τη χαμηλή μάντρα που χώριζε τα σπίτια μας. Μόνο τα ανθάκια τής αμυγδαλιάς έμειναν γύρω μου. Αν την έβλεπε η Κωνσταντίνα, κούνια που με κούναγε. Για περισσότερο από δέκα πέντε μέρες δεν θα έβλεπα ούτε μια δραχμή για χαρτζιλίκι. Αμέσως θα καταλάβαινε πως η αρρώστιά μου εκείνο το πρωινό της Κυριακής ήταν ψεύτικη. Πως έπαιζα θέατρο. Πως ήταν μόνο και μόνο για να δω την Μελιώ. Κι αυτό η Κωνσταντίνα, δεν ήθελε ούτε να το ακούει. Θύμωνε και γινόταν πολύ κακιά και μόνο που μ’ έβλεπε να κοιτάζω την Μελιώ. Την είχα κρυφακούσει να το λέει στη μάνα μας. Δεν μπορούσε να το ανεχτεί, πως εγώ, ο Νικήτας, ο γιος του καπετάν Κώστα, ο αδελφός της, σαλιάριζα με το «υιοθετημένο».
Έτσι την έλεγε την Μελιώ. ‘’Υιοθετημένο’’. Κι ας την μεγάλωναν η κυρα-Σταυρούλα και ο κυρ-Νίκος, οι θετοί γονείς της, όπως μεγάλωναν τα δικά τους παιδιά. Τον Σπύρο και την Ποπίτσα. Η Κωνσταντίνα φοβόταν. Φοβόταν πως εγώ μια μέρα θα αγαπούσα το ‘’υιοθετημένο’’, και πως για χάρη της, δεν θα είχα το νου μου στα μαθήματά μου και πως όλα τα όνειρα που είχε η οικογένεια για μένα θα ναυαγούσαν εξ’ αιτίας της Μελιώς. Της Μελιώς, που κανένας δεν ήξερε να πει πως είχε βρεθεί ένα κρύο πρωινό στην πόρτα της κυρα-Σταυρούλας τυλιγμένη μέσα σε μια βρόμικη κουβέρτα. Κάποια γύφτισσα την παράτησε, λέγανε οι γείτονες. Κάποια του ‘’δρόμου’’.

Την περίμενα μήνες την πολυπόθητη άνοιξη. Κάθε πρωί,
αγκαλιά με τη θλίψη, έπινα τον καφέ μου κοιτάζοντας έξω
τους περαστικούς.
Οι ίδιες εικόνες κάθε πρωί. Οι ίδιοι άνθρωποι. Καθημερινοί
άνθρωποι που πήγαιναν στις δουλειές τους. Φωνές απ’ τα
παιδιά που μαζεύονταν κάτω απ’ παράθυρο για να ξεκινήσουν
όλα μαζί για το σχολείο. Μαζί και το μικρό ξανθό κοριτσάκι
που τσίριζε, καθώς το τραβούσε ο μεγάλος αδελφός
με το ζόρι.
Ο μανάβης με το κάρο του, που το έσερνε ένας μισοπεθαμένος
Γάιδαρος, στην ώρα του. Κι από λίγο, ο
ψαράς με το πανέρι του κεφάλι του.
Δεν μου ταίριαζε αυτή η κλεισούρα. Αυτό το μάντρωμα, όπως το ’λεγα. Αυτή η φυλακή. Εγώ δεν ήμουν μαθημένος να βλέπω απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ τους τέσσερις τοίχους. Ούτε να χαζεύω απ’ το κλειστό παράθυρο τους ανθρώπους της στεριάς και να σκάω απ’ την έλλειψη οξυγόνου.
Εγώ είχα μάθει κάθε πρωί, να πίνω τον καφέ μου στη γέφυρα. Να κοιτάζω από κει ψηλά την πλώρη να σκαρφαλώνει στα κύματα. Να βυθίζεται στην αγκαλιά της θάλασσας. Να κοιτάζω πίσω, στην πρύμη, τα αφρισμένα απόνερα και να διορθώνω τον τιμονιέρη. Να φτάνει στη μύτη μου η μυρωδιά του καταγυάλιστο μπρούντζου της τιμονιέρας και της πυξίδας. Να βλέπω από μακριά με τα κιάλια τις ακτές και τις μενεξεδένιες βουνοκορφές. Να παρατηρώ τη νύχτα τ’ αστέρια σ’ όλη τους τη λαμπρότητα και να τα ξεχωρίζω ένα-ένα. Τ’ αστέρια του Βορρά τη μια, τ’ αστέρια του Νότου την άλλη. Να βλέπω πάνω μου, πάνω απ’ το κεφάλι μου, τον Πολικό αστέρα. Καρφωμένο εκεί στην ουρά της Μικρής Άρκτου για εκατομμύρια χρόνια, να δείχνει πάντα το Βορά.
Ανακούφιση, ελπίδα και παρηγοριά για τον θαλασσοπόρο.
Να βλέπω το ραντάρ, την πυξίδα, τον εξάντα, τους χάρτες, τα αμπάρια, το άρμπουρο, τις μπίγες, τους μουσαμάδες, τα βαρούλκα, τις σωστικές βάρκες, τις πριμάτσες, τα ρεφόρτσα, και πάλι πίσω τα μάτια μου, στον τιμονιέρη και στα απόνερα της πρύμης. Να τον ξυπνάω όταν τον έβρισκε τ’ όνειρο με το τιμόνι στο χέρι. Ούτε μίλι χαμένο.
Και στα λιμάνια, να βλέπω από μακριά τα ψηλά σπίτια, τους γερανούς, τα φώτα στις μπούκες. Πράσινο, αριστερά, κόκκινο δεξιά. Κάτω το G, βίρα το H.
Και τις ατέλειωτες νύχτες, να βλέπω τους φάρους ψηλά στα ακρωτήρια και στους κάβους. Nα αναβοσβήνουν συνθηματικά. Να μας κλείνουν το μάτι φιλικά. Παύση, αναλαμπή. Για να τους ξεχωρίζουμε. Τρία δευτερόλεπτα παύση, κάβο Φινιστέρο. Δυο δευτερόλεπτα παύση, κάβο Ούζαν, κάβο Ντόρο, κάβο Πασσέρο, κάβο Κοριέντες, κάβος Καλής Ελπίδας. Άγρυπνοι φρουροί της ναυτοσύνης. Ελπίδα.
Και οι ήχοι στ’ αυτιά μου μουσικοί. Όχι αυτοί της πόλης. Ένα κορνάρισμα αυτοκινήτου. Ένα κομπρεσέρ που ανοίγει χαντάκια. Μια μπετονιέρα. Ένα ασθενοφόρο που ουρλιάζει. Τα λάστιχα απ’ τα αυτοκίνητα στη γυαλιστερή άσφαλτο και κάπου-κάπου κανένα απότομο φρενάρισμα. Εγώ είχα άλλους ήχους στ’ αυτιά μου. Τον κρότο απ’ τα ποδάρια της μηχανής πάνω στις γλίστρες. Το χτύπημα της προπέλας στα μαύρα νερά. Τον παφλασμό των κυμάτων. Το φύσημα του αγριεμένου βοριά ανάμεσα στα ξάρτια. Τους κεραυνούς. Τη βροχή. Το ουρλιαχτό της καταιγίδας. Και οι οσμές. Άλλες οσμές. Δυνατές. Όχι αυτές τις πόλης. Από μολυσμένο αέρα και σκουπίδια. Οσμές από λάδια, κατράμι, πετρέλαιο, γράσο. μπογιά, στάρι. Καλαμπόκι, μινεράλι, σίδερα. Αλμύρα. Θάλασσα. Λαμαρίνα.
Και στα πόρτα. Στη στεριά. Στα βρόμικα μικρά σοκάκια. Άλλες οσμές εκεί. Γυναικείες. Γενετήσιες. Φτηνά αρώματα. Ζεστός ιδρώτας. Ποτά. Τσιγάρα αρωματικά. Δυο-τρεις, τέσσερις cervezas στο μπαρ, με τη γυναίκα ιδρωμένη δίπλα σου. Άσπρες, μαύρες, κίτρινες, αδιάφορες. Ξεθωριασμένες, μπαγιάτικες, απ’ τις πολλές ώρες αναμονής. Με μάτια κουρασμένα, βασιλεμένα. Γεμάτα μαύρους κύκλους, κρυμμένα κάτω από στρώμα πούδρας και μέικ απ. Μεγαλωμένες, μικρές, άβγαλτες, ξεβγαλμένες, άρρωστες. Άσπρες, μαύρες, κίτρινες, γεμάτες και αδύνατες, να πίνουν μαζί σου το νερωμένο ποτό τους και κάπου-κάπου, να ρίχνουν κρυφές ματιές, μια στο αφεντικό και μια στο ρολόι τους. Να προσδοκάν την ώρα που θα σου κάνει κέφι να φύγετε. Να βλέπεις στα μάτια τους την αδημονία. Μην το μετανιώσεις και δε βρουν σύντροφο για τη στιγμή. Για το βράδυ. Το μεροκάματο στο νου τους. Τα ποσοστά τους. Πάνω απ’ όλα. Με το νου τους στα δολάρια, στα πέσος, στα μάρκα, στις λίρες, στα γιεν.
Πόσες φορές, εκεί στα μισά του δρόμου, μισοζαλισμένος, δεν ένιωσα ναυτία και αηδία. Πόσες φορές δεν πλήρωσα και δεν γύρισα πίσω. Στη μικρή μου κουκέτα. Στις δικές μου οσμές. Στο κατράμι και την αλμύρα. Στην αγαπημένη μυρωδιά της λαμαρίνας.

Όταν μπούχτιζα να κάθομαι στο παράθυρο, σηκωνόμουν, τραβούσα τα κιτρινισμένα δαντελένια κουρτινάκια και άρχιζα να κόβω βόλτες στο άδειο σπίτι. Στις μεγάλες κάμαρες.
Όπου κι αν γύριζα, όπου κι αν έσερνα τα πόδια μου, αράχνες μόνο, σκονισμένα μωσαϊκά και πολυκαιρισμένα σημάδια στους τοίχους έβλεπαν τα μάτια μου. Σημάδια στους τοίχους από έπιπλα και κάδρα που έλειπαν.
Ούτε ένα έπιπλο στο σαλόνι. Ούτε μια καρέκλα στην τραπεζαρία. Ξυλάρμενο το σπίτι μας. Ούτε ένα φως να κρέμεται απ’ το ταβάνι. Όπως εκείνοι οι δυο περίτεχνοι Ισπανικοί πολυέλαιοι, που κρέμονταν στη μεγάλη σάλα πάνω απ’ το καρυδένιο τραπέζι. Θυμάμαι, που όποιος τους πρωτόβλεπε έμενε με ανοιχτό το στόμα. Τέτοιους δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Με δεκάδες επάνω τους μικρά κρίσταλλα που λαμποκοπούσαν σαν τ’ αστέρια του ουρανού όταν άναβαν οι έξι ωοειδής λάμπες τους.
Με την παντρειά τους οι αδελφές μου, η Κωνσταντίνα πρώτη, και η Ρόη λίγο αργότερα, είχαν φροντίσει να ξεσηκώσουν όλο το σπίτι. Τίποτα δεν είχε γλιτώσει. Αν το μπορούσαν, θα έπαιρναν και τους τοίχους. Ξυλάρμενο το σπίτι. Κάδρα, έπιπλα, κασέλες, χαλιά, ισπανικά σερβίτσια απ’ τη Θέουτα, κεντήματα, στολίδια, πετσέτες, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα κατσαρόλες, όλα. Δεν άφησαν τίποτα. Ακόμη και οι βαριές βελούδινες κουρτίνες που στόλιζαν τα δυο μεγάλα παράθυρα της μεγάλης σάλας, είχαν μετακομίσει στα σπίτια των γαμπρών μου. Και το μόνο που είχε μείνει στον τοίχο, πάνω απ’ τα σημάδια του καρυδένιου μπουφέ, που κι αυτόν τον είχε αρπάξει η Κωνσταντίνα με το έτσι θέλω και είχε γίνει αιτία να μη μιλιέται για κάμποσα χρόνια με την Ρόη, ήταν όλα τα κάδρα των πεθαμένων. Το κάδρο του παππού πρώτο, του κάδρο του πατέρα μου και τα κάδρα των θείων μου. Κρέμονταν εκεί, βουβά, σκονισμένα, για να τα βλέπω και να μου θυμίζουν τη σκληρή πραγματικότητα. Τη μαύρη μοίρα των ναυτικών.
Θλίψη μ’ έπιανε και αβάσταχτος καημός να βλέπω έτσι αραχνιασμένο και ρημαγμένο το πατρικό μου σπίτι. Σαν κανένα παροπλισμένο γέρικο σαπιοκάραβο..
Τα παλιά τα χρόνια, αυτή η μεγάλη κρύα σάλα άνοιγε τις μέρες που ήταν σπίτι ο πατέρας μου. Τον υπόλοιπο καιρό τη μέρα του αγίου Κωνσταντίνου. Στην ονομαστική γιορτή του πατέρα μου. Τη μέρα αυτή γνώριζε δόξες και μεγαλοπρέπεια. Έρχονταν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι να ευχηθούν στη μάνα μου. Και η μάνα μου τη μέρα αυτή έβγαινε απ’ το πρόγραμμα της οικονομίας. Δεν τσιγκουνευόταν τίποτα. Κρέατα, πίτες, γλυκά και με το παραπάνω. Έστρωνε τα καλύτερα τραπεζομάντιλα και τα καλύτερα κεντήματα. Και μετά, έκλεινε, για να περιμένει ξανά τη γιορτή του άγιου Κωνσταντίνου.

Πήρα τα μάτια μου απ’ τα παιδιά που γυρνούσαν αργά προσεκτικά, τη μεγάλη χιονένια μπάλα που είχαν φτιάξει μαζεύοντας όλο το χιόνι του δρόμου, τράβηξα τα κιτρινισμένα κουρτινάκια και σηκώθηκα για τον καθημερινό περίπατο μέσα στο άδειο κρύο σπίτι.
Έξω απ’ τη σάλα κοντοστάθηκα. Είχα καιρό να ανοίξω την πόρτα και να μπω μέσα. Απ’ το μεγάλο παράθυρο μπορούσα να δω όλο το βουνό. Άνοιξα και μπήκα. Έκανε πολύ κρύο. Πήγα κοντά στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Το βουνό κάτασπρο. Η αυλή μας κάτασπρη. Η αμυγδαλιά μας φορτωμένη χιόνι.
Ανατρίχιασα. Στάθηκα μπροστά στα κάδρα. Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, οι θείοι μου. Όλοι τους πεθαμένοι.
Και απ’ αυτούς όλους, μόνον ο παππούς μου είχε πεθάνει στη στεριά σε βαθιά γεράματα και θάφτηκε διαβασμένος. Οι άλλοι, ο προπάππος μου, ο πατέρας μου και τα δυο του αδέλφια είχαν θαλασσοπνιγεί σε μακρινές θάλασσες.
Αλήθεια, αναρωτιόμουν κάθε φορά που το έφερνα στο νου μου, πώς είχε αντέξει ο παππούς μου τόσο καημό και τόσο πόνο. Να βλέπει τα παλικάρια του να χάνονται το ’να ύστερα απ’ το άλλο; Τι να ’χε στο μυαλό του; Τι να σκεφτόταν άραγε; Πώς και οι τρεις τους ήταν παιδιά της θάλασσας; Πως της ανήκαν; Πώς εκεί έπρεπε να ’ναι κι αυτός;
Η γιαγιά μου πάντως δεν το ’χε αντέξει. Όταν χάθηκε ο πατέρας μου ζούσε ακόμη, και την θυμάμαι που μόλις το άκουσε, άνοιξε το στόμα της χωρίς να βγει κανένας ήχος και αμέσως ύστερα έπαθε κάτι σαν παράλυση και σε δυο μέρες πέθανε χωρίς να ξαναμιλήσει.
Ο θείος Νίκος, ο μεσαίος, μετά απ’ τον πατέρα μου, που όλοι όσοι τον θυμώνταν έλεγαν πως του έφερνα πολύ, ίδια ήταν τα μάτια μας, το στόμα, και τα πολλά άγρια μαλλιά. -κόμη ορεινή είχαν περιγράψει οι αρχές τα μαλλιά μου στο ναυτικό φυλλάδιο- είχε χαθεί στον πόλεμο. Νέος υποπλοίαρχος ήταν στο ‘’Κάβο Ντόρο’’. Ήταν κι αυτό ένα απ’ τα ελληνικά πλοία μιας μεγάλης συμμαχικής νηοπομπής, που ένα σκοτεινό βράδυ μια ύπουλη γερμανική νάρκη, κόλλησε στα ύφαλα του και το έστειλε αύτανδρο στο μαύρο βυθό του ατλαντικού.
Ο άλλος, ο πιο μικρός, ο θείος Πάνος δεν πρόλαβε να καπετανέψει. Τρίτος καπετάνιος, με δυο χρόνια προϋπηρεσία, είχε χαθεί στον Ινδικό. Ένα παραπλέον Σουηδικό, που έπιασε το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε μετά απ’ την έκρηξη στο μηχανοστάσιο και έφτασε στη περιοχή, ανοιχτά του Μαντράς, μετά από έξι ολόκληρες ώρες, βρήκε μόνο μερικά επιπλέοντα συντρίμμια κι ένα σωσίβιο. ‘’Σάντα Μαρία’’ το έλεγαν. Παναμαδέζικης πλοιοκτησίας.
Και τον καπετάν-Κώστα, τον πατέρα μου, τον κύρη μας, τον ξακουστό καπετάνιο, σωσμένο από δυο ναυάγια, η τύχη του τον εγκατέλειψε στο Bay Biskay. Στο βυθό η ‘’Παναγιά’’ μαζί μ’ όλο το πλήρωμα. Μετατόπιση φορτίου. Ούτε το SOS δεν ακούστηκε. Τον βρήκαν κύματα δέκα μέτρα.


Περίμενα την άνοιξη για να ξαναδώ την αμυγδαλιά μας να ανθίζει και για μπάρκο ούτε λέξη. Ούτε καν στη σκέψη μου. Κλειστές όλες οι μπουκαπόρτες του μυαλού. Όλα τα σπιράγια. Όλα τα φινιστρίνια. Να μη ξεφύγει τίποτα. Να μη λασκάρει ούτε ένας κόμπος. Σφιχτά δεμένα όλα. Ασφαλισμένα. Λες και περνούσα το καράβι μέσα από κυκλώνα.
Τα μάτια μου δεν γύριζα κατά τη δύση. Κατακεί που πέφτει η θάλασσα και που όταν φυσάει πουνέντες, η αρμύρα φτάνει μέχρι τα ρουθούνια μου και μου αναστατώνει τις αισθήσεις μου.
Από μακριά στοχαζόμουν το λιμάνι. Τη θάλασσα. Τα καράβια. Απαγορευμένος καρπός η ευτυχία μου. Αλίμονό μου αν τον γευτώ. Αλίμονό μου αν κάνω την αστοχασιά και ξαναβρεθώ στη γέφυρα. Κοντά στον μπούσουλα. Κοντά στον νυσταγμένο τιμονιέρο. Κοντά στ’ άστρα. Θάνατος.
Οι φωτογραφίες το είχαν δείξει πεντακάθαρα, και ο Μηνάς ο γιατρός, ήταν κι αυτός ξεκάθαρος μαζί μου όπως ο ξάστερος ουρανός. Χωρίς περιστροφές και μισόλογα. Λίγα λόγια και σταράτα. Όπως αξίζει σ’ ένα γιατρό. Αν ήθελα να χειροτερέψω την κατάστασή μου, και να συναντήσω μια ώρα αρχύτερα τους προγονούς μου, ένας τρόπος υπήρχε μόνο μου είχε πει. Να μπαρκάρω.
Ο βήχας και ο πόνος στο στήθος, που με παίδευαν μέρα και νύχτα στο τελευταίο μπάρκο, στο τέλος δεν μου είχαν βγει σε καλό. Η συμβουλή του ήταν να μείνω κάνα χρόνο μακριά απ΄ τη θάλασσα. Ή έστω, όσο περισσότερο μπορούσα.
Στα αυτιά μου ηχούσε ακόμη η φωνή του. Distress Message. Κίνδυνος. Συναγερμός.
Κρατούσε τη φωτογραφία στο φως και μου έδειχνε με το χάρακα το θώρακα και τα πλευρά μου.
Τα λόγια του, λέξεις μία-μία τονισμένη, ακούστηκαν σαν το σφυροκόπημα του ματσακονιστή επάνω στη σκουριασμένη λαμαρίνα. Κάτι τέτοιο ήμουν κι εγώ. Μια λαμαρίνα σκουριασμένη. Που όπου και να ’ταν θα τρυπούσε.
- Φίλε Νικήτα, κομμένη. Κομμένη για κάνα χρόνο. Μπάρκο… Γιοκ. Ελπίζω να καταλαβαίνεις τι σου λέω! Αν μείνεις κάνα χρόνο μακριά απ’ τη θάλασσα, έχεις ελπίδες, αλλιώς....
Σταμάτησε. Στα παχιά κόκκινα χείλια του είχε εκείνο το περιπαικτικό χαμόγελο που το γνώριζα από τότε που ήμαστε μικρά παιδιά. Εκείνο το μισοειρωνικό χαμόγελο που άνθιζε στο στόμα του όταν μας κέρδιζε στους βόλους. Όταν κέρδιζε στη ντάμα, που ζωγραφίζαμε με κιμωλία στα σκαλοπάτια του σπιτιού του.
- Τόσο άσχημα είμαι ρε Μηνά; είπα απογοητευμένος κοιτάζοντας εχθρικά την ακτινογραφία που την κρατούσε στο φως και που μόνον αυτός έβλεπε αυτά που έλεγε. Σαν να του έδειχνα εγώ το νυχτερινό ουρανό και να του ζητούσα να μου βρει το νεφέλωμα του Καρκίνου.
- Άσχημα πολύ δεν θα ’λεγα πως είσαι Νικήτα. Δεν πεθαίνεις ακόμη. Κρατάς. Αλλά… Στο ξαναλέω. Στην παρούσα κατάσταση, αυτό δεν θα πει τίποτα. Να μην βαυκαλίζεσαι με ψεύτικες ελπίδες. Να ξεχάσεις για λίγο τη θάλασσα. Στη θάλασσα δεν θα γίνεις καλά. Όχι μπαλώματα και βιασύνες. Εσύ δεν θέλεις καλαφάτισμα. Για να ξαναδούμε τις φωτογραφίες σου πεντακάθαρες, πρέπει να κάνεις τη θεραπεία μέχρι το τέλος. Κάθε πισωγύρισμα μπορεί να σου κοστίσει ακριβά. Καταλαβαίνεις υποθέτω φίλε Νικήτα τι θέλω να σου πω! Δεν είσαι δα και κανένας χαζός.
Κράδαινε την ακτινογραφία μπροστά στα μάτια μου και με κοιτούσε κουνώντας το κεφάλι του πάνω-κάτω.
Απογοητευμένος έβγαλα τα τσιγάρα μου.
Ο Μηνάς με στραβοκοίταξε.
- Απ’ αυτό αρχίζουμε, είπε. Τέρμα το τσιγάρο. Άντε το πολύ έτσι για το αλκοολίκι, ένα κάθε πρωί με τον καφέ σου.
Κατάπια το σάλιο μου. Γιατί όλα αυτά, σκεφτόμουν. Σε τι θα ωφελούσε; Τι σημασία θα είχε αν πέθανε ακόμη και κείνη τη στιγμή. Ποιος νοιαζόταν αν ζούσα η πέθαινα;
Έτσι κι αλλιώς ο φίλος μου ο Μηνάς, χωρίς να το θέλει, χωρίς να το καταλαβαίνει, χωρίς να ’χει τέτοια πρόθεση, με καταδίκαζε σ’ έναν αργό και βασανιστικό θάνατο. Σαν το παροπλισμένο καράβι. Που σκουριάζει στο λιμάνι και περιμένει τη σειρά του να πάει για σκραπ. Πώς μπορούσα εγώ να κάτσω στη στεριά; Στεριανός αυτός, πώς μπορούσε να καταλάβει εμένα; Τι ήξερε ο Μηνάς ο γιατρός από θάλασσα; Εγώ το περισσότερο πού είχα μείνει στη στεριά, ήταν μόνο και μόνο για να δίνω εξετάσεις. Σπίτι μου ήταν το καράβι. Πώς θα ζούσα στη στεριά; Ανάμεσα σε τέσσερις κρύους τοίχους. Στη φυλακή. Εύκολο ήταν να το λέει ο Μηνάς. Όμως εγώ κάθε μέρα και κάθε νύχτα, είχα στο νου μου την πυξίδα. Τα μίλια. Τον καπνό της τσιμινιέρας. Τον ορίζοντα. Το τουμπάρισμα του καιρού. Το βαρόμετρο να βουτάει ξαφνικά στα τέσσερα-πέντε μιλιμπάρ και να σου ’ρχεται κατακέφαλα ένα rainstorm. Να ξυπνάω τη νύχτα και να αναβαίνω στη γέφυρα. Να κόβω βόλτες μ’ όλα τα φώτα σβηστά, κοιτάζοντας σιωπηλός τον ουρανό και τ’ αστέρια. Τους φάρους. Τα χρώματά τους. Ερυθρός, ιόχρους, κυανούς, πράσινος, πορτοκαλόχρους. Αναλάμπων μετ’ αναλαμπών. Ακανόνιστος. Διαλείπων. Μετά δέσμης αναλαμπών. Πρόσκαιρος. Κατακόρυφος. Περιστροφικός. Σκοτάδι πίσσα. Ένα μήνυμα ελπίδας. Πώς μπορούσε ο Μηνάς ο γιατρός, να τα ξέρει όλα αυτά; Εγώ είχα μια ζωή σπαρμένη σε χιλιάδες τετραγωνικά μίλια. Βορά, νότο, ανατολή, δύση. Τραμουντάνα, όστρια, πουνέντες, λεβάντες. Μια ζωή με θάλασσες, με λιμάνια, ουρανό, αστέρια, θύελλες, καταιγίδες, κυκλώνες. Μια ζωή, που με τον καιρό, είχα ακουμπήσει τα δάκτυλά μου σ’ όλο το κορμί της θάλασσας. Στη ζεστασιά της και στην παγωνιά της. Σαν τη γυναίκα, μια ζωή να προσπαθείς να μαντέψεις τα καπρίτσια της. Μια ζωή, να προσπαθείς να μαντέψεις τις δυνάμεις που καθοδηγούν την πορεία ενός μανιασμένου τυφώνα. Μια ζωή να προσπαθείς να προβλέψεις αν εξασθενήσει, ή αν θα ενισχυθεί, ή αν την άλλη στιγμή θα σε καταπιεί. Μια ζωή, να προσπαθείς να μαντέψεις, αν θα προλάβεις να μπεις σώος στο επόμενο λιμάνι, με την καταστρεπτική μανία πίσω σου.

Με τον Μηνά το γιατρό, ήμαστε φιλαράκια απ’ τη μέρα που περπατήσαμε στη γειτονιά. Δυο σπίτια παρακάτω το δικό του. Μετά το σπίτι που μεγάλωνε η Μελιώ. Το ‘’υιοθετημένο’’. Γιατρός και ο πατέρας του. Απ’ τους καλύτερους. Στη διάγνωση δεν τον έφτανε κανείς. Από μακριά σου ’λεγε τι έχεις. Βάρδα όμως να μην το έπιανε η παραξενιά του. Να μην του πήγαινες κόντρα. Να μην του εναντιωνόσουν σ’ αυτό που έλεγε. Να μην του μιλούσες για γιατροσόφια και τι είπε η μια γειτόνισσα, πού είχε το ίδιο σπυρί και τι είπε η άλλη, πού φούσκωνε η κοιλιά της και πρηζότανε σαν να ήταν γκαστρωμένη. Ή θα έκανες αυτό που σου ’λεγε, ή καλύτερα να μην τον φώναζες. Λαμπρός επιστήμων, αλλά κομμάτι λοξός.
Με τον Μηνά, μαζί στο δημοτικό, μαζί στο γυμνάσιο και ύστερα… πανεπιστήμιο αυτός, θάλασσα εγώ. Γιατρός αυτός. Καπετάνιος εγώ.
Απ’ το γραφτό σου δεν μπορείς να ξεφύγεις. Έτσι είχε πει η μάνα μου πάνω στον αβάσταχτο καημό της, όταν είδε και απόειδε πως οι ορμήνιες των συγγενών, τα παρακάλια της και οι προσευχές της δεν έπιασαν τόπο. Όταν κατάλαβε πως ακολουθούσα κι εγώ τη φοβερή δύναμη της μοίρας μου. Όπως είχε γίνει με όλους τους άντρες του σογιού.
- Τόσο πολύ ρε Μηνά; ψέλλισα στο τέλος κοιτάζοντάς τον μ’ ένα αίσθημα πλήρους απογοήτευσης.
Φαίνεται πως η όψη μου δεν του καλάρεσε. Μαλάκωσε. Γλύκανε. Τώρα ήταν σαν τον Μηνά που μου ζητούσε παρακαλετά το μισό παστοκύδωνο όταν μ’ έβλεπε να το τρώω έξω στο δρόμο, καθισμένος στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου. Κάτι που το ’χα μπόλικο αφού μας το ’φερναν απ’ το νησί.
Τα λόγια του όμως, είχαν την ίδια αυστηρή προειδοποίηση. - Τόσο Νικήτα, κι άλλο τόσο! Εκτός κι αν θέλεις να παίξεις με τη ζωή σου; Βάλ’ το καλά στο μυαλό σου. Το στήθος σου είναι τρύπιο. Θα σου ’λεγα μάλιστα να έβλεπες κι έναν πιο ειδικό. Έναν πνευμονολόγο. Ένας πυρετός ακόμη σαν και τον προηγούμενο και… Κατάλαβες φίλε Νικήτα; Δεν ήταν υπερβολικός. Ούτε το έκανε για να με φοβίσει. Το καμπανάκι του κινδύνου μου χτυπούσε ο φίλος ο Μηνάς. Κάπως απότομα βέβαια, μπας και αγνοήσω τη συμβουλή του και να κάνω του κεφαλιού μου, όμως εγώ είχα βγάλει το συμπέρασμά μου. Βάρκα με τρύπες δεν μπαίνει στο νερό. Ήθελα καλαφάτισμα. - Εντάξει Μηνά. Ό,τι πεις. Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα, είπα παραδίνοντας τα όπλα. Γράψε μου τα γαμημένα τα φάρμακα σου και πες μου σε ποιον πνευμονολόγο πρέπει να πάω.

Συνεχίζεται...