Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΚΑΙ... ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ


ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ


Το βλέπω στο βλέμμα σας. Με λυπάστε. Μόνον οίκτο βλέπω.
Τι είπατε; Δεν θα θέλατε επουδενεί να βρίσκεστε στη θέση μου;
Σας κατανοώ. Και ποιος θα ’θελε καλέ μου άνθρωπε;
Ποιος λογικός άνθρωπος θα ’θελε να βρίσκεται ανάσκελα σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου με μουχλιασμένο στρώμα, με άλλους επτά τριγύρω του να βογκάνε και έξω να έχει τριάντα εννέα βαθμούς θερμοκρασία υπό σκιάν.
Ξέρετε εσείς κανένα;
Τι με ρωτήσατε; Γιατί είμαι έτσι μπαταρισμένος; Πώς το έπαθα;
Σας θυμίζω αιγυπτιακή μούμια;
Μα πώς να μην είμαι καλέ μου άνθρωπε σαν ταριχευμένος Φαραώ;
Μιάμιση ώρα ανάσκελα στο χειρουργικό τραπέζι, σε πλήρη νάρκωση, για λίγο το ’χετε;
Αλήθεια σας λέω. Μιάμιση ώρα.
Αυτό το έμαθα μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Μου το ’πε μ’ ένα αγγελικό χαμόγελο η όμορφη κοκκινομάλλα νοσοκόμα.
Ξέρετε ποια λέω. Αυτή με τα ολοστρόγγυλα κωλομέρια.
Πώς είπατε; Έχετε προτιμήσεις; Η άλλη σας αρέσει; Ποια, αυτή με τη μπλε στολή; Με τα μεγάλα βυζιά;
Γούστα είναι αυτά. Οι άνδρες έτσι είναι. Χωρισμένοι σε δυο μεγάλα στρατόπεδα. Σ’ άλλους αρέσουν οι κωλαρούδες και σε άλλους οι βυζαρούδες. Είναι καλή είπατε; Τρυφερή! Γιατί; Επειδή μου είπε να φάω όλο το φαγητό μου; Αυτό το υποκίτρινο υδαρές πράγμα, όμοιο με τσίρλα μικρού παιδιού. Κοτόσουπα ήταν άνθρωπέ μου. Κι εγώ, κοτόσουπα δεν τρώω έστω κι αν με σουβλίσουν σαν τον Αθανάσιο Διάκο.
Πώς είπατε; Τι ζημιές έχω;
Δέκα τρία, ναι καλά ακούσατε, γρουσούζικος αριθμός, δεκατρία ράμματα στο πρόσωπο. Επτά ράμματα δεξιά επάνω απ’ το φρύδι, τέσσερα απ’ την άλλη μεριά και δυο κάτω απ’ το χείλι μου. Αυτά είναι που μ’ έχουν κάνει αγνώριστο. Που σας φαίνομαι σαν τη μούμια του Φαραώ.
Αν είναι μόνο αυτά, είπατε;
Όχι κύριε. Μακάρι να ήταν μόνον αυτά. Η τύχη θα ήταν με το μέρος μου. Όχι δεν μόνον αυτά. Ακολουθεί ένα καρπιαίο κάταγμα στο δεξί χέρι, ένα στο μετατάρσιο του αριστερού ποδιού και αμέτρητα χτυπήματα στα κωλομέρια μου. Ευτυχώς που δεν έσπασε και η λεκάνη μου. Αυτά περίπου λέει η ιατρική γνωμάτευση. Έτσι κάπως μου τα είπε και ο γιατρός στην πρώτη του επίσκεψη μετά που άνοιξα τα μάτια μου και δεν ήξερα που βρισκόμουν.
Έκανε και πλάκα ο άνθρωπος. Είσαι τυχερός, μου είπε μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο που μου θύμισε τον Κρίστοφερ Λη, θα μπορούσε να είσαι και χειρότερα. Κι εγώ, κοιτάζοντάς τον απορημένος μέσα απ’ τις δυο τρυπούλες που μου έχουν αφήσει ίσα-ίσα για να μη χάσω τον κόσμο, αναρωτιόμουν που την έβλεπε ο ευλογημένος την τύχη μου.
Τι είπατε; Πώς τα έπαθα όλα αυτά; Αν πήγα σε φιλικό ντέρμπι;
Όχι! Όχι! Μη σπεύδετε να βγάλετε λανθασμένα συμπεράσματα.
Δεν πήγα σε κανένα ντέρμπι. Θεός φυλάξει! Εγώ είμαι φιλήσυχος άνθρωπος. Δεν είμαι κανένας χουλιγκάνος ταραχοποιός. Ούτε και οργανωμένος οπαδός είμαι. Αυτό δεν θα μου συμβεί ποτέ.
Αυτό μου έλειπε τώρα να πάω εγώ σε ντέρμπι. Εγώ, αυτά τα ‘’φιλικά’’ ντέρμπι τα βλέπω απ’ την τηλεόραση. Καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου. Με το ουζάκι μου. Με μπόλικα παγάκια. Με το τυράκι μου και το αγγουράκι μου και με την γυναικούλα μου στο πλάι μου να ξεφυλλίζει τα αγαπημένα της περιοδικά μόδας.
Τι είπατε; Μήπως βρέθηκα σε καμιά πορεία ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις;
Ενάντια στις προσλήψεις εκτός ΑΣΕΠ;
Για το ξεπούλημα του ΟΤΕ; Για τα χάλια της παιδείας; Για τη Δ.Ε.Η;
Κύριε ελέησον! Τι δουλειά έχω εγώ με αυτά τα πράγματα! Τι δουλειά έχω εγώ σε αναρχικές πορείες. Εγώ βγάζω το ψωμάκι μου μοχθώντας. Με τον ιδρώτα του προσώπου μου. Στον ιδιωτικό τομέα.
Εμένα μ’ έχει πιάσει η κατάρα.
Όλη μου τη ζωή κουβαλάω στους ώμους μου τον Αδάμ και την Εύα. Το προπατορικό αμάρτημα.
Με το μόχθο και τον ιδρώτα του προσώπου μου βγάζω το ψωμάκι μου. Μακριά από μένα οι πορείες και τα πλακάτ. Οι πικετοφορίες. Οι καταλήψεις.
Εγώ δεν διεκδικώ κανένα πριμ παραγωγικότητας.
Αυτά είναι για τους προνομιούχους. Για τους εκλεκτούς του Θεού. Για τον περιούσιο λαό.
Εγώ, να, τώρα που το σκέφτομαι, αν τολμήσω να πω στο αφεντικό μου ότι θέλω πριμ παραγωγικότητας, το λιγότερο που θα συμβεί είναι να σκάσει στα γέλια. Και το χειρότερο, αν επιμένω, να με πετάξει στο δρόμο με τις κλωτσιές. Που ακούστηκε, θα μου πει, να σε πληρώνω και να θέλεις να σε ξαναπληρώνω για να δουλεύεις. Πού βρίσκεσαι στο Δημόσιο; Δημόσιος υπάλληλος είσαι;
Τι είπατε; Αν έπεσα σε καυγά; Όχι! Όχι! Ούτε και τώρα το βρήκατε. Δεν έπεσα σε καυγά. Κάτι τέτοια τα αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Από μακριά αλλάζω δρόμο. Ξέρετε τι είναι να αρπάξεις καμιά αδέσποτη; Να σου γίνει το μάτι να, και οι άλλοι να πάνε στο σπιτάκι τους σώοι και αβλαβείς;
Όχι! Εγώ κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και τίποτα άλλο. Ο κόσμος να καίγεται που λένε, δίπλα μου να ’χει αρπάξει φωτιά, εγώ μόνο μπροστά κοιτάζω. Ούτε δεξιά, ούτε και αριστερά.
Πώς είπατε; Σας κάνει εντύπωση; Όλοι κάπου κοιτάζουν;
Δίκιο έχετε. Αλλά εμένα αυτές οι δυο λέξεις, δεξιά και αριστερά, δεν ξέρω γιατί, πάντα μου έφερναν αναγούλα. Όπως και η κοτόσουπα. Και το ωμό ψάρι. Εκατό μέτρα μακριά περνάω από κινέζικο εστιατόριο.
Α, ναι! Τώρα που είπα αριστερά, δεν θα το κρύψω. Πήγα μια φορά κι εγώ σ’ ένα φεστιβάλ νεολαίας. Ξέρετε για τι λέω; Απ’ αυτές τις νεολαίες που κοιτάζουν αριστερά όσο τους ταΐζουν οι πατεράδες τους. Με σταύρωσε ο φίλος μου ο Μηνάς. Στενός κορσές μου έγινε. Έλα και έλα. Πάμε και πάμε ήταν μια ολόκληρη εβδομάδα. Είχε και επιχειρήματα. Θα περάσουμε ωραία! Θα ακούσουμε τραγούδια επαναστατικά! Θα μιλήσει ο τάδε και ο δείνα για τα παγκόσμια προβλήματα. Για το δίκιο του αδικημένου. Για την ισότητα. Για την ισοτιμία. Για την ελευθερία των λαών. Για τη δικαιοσύνη. Για το περιβάλλον. Ωραίες λέξεις. Γλυκές. Δεν κοστίζουν τίποτα. Με ξελόγιασε. Ακόμη και ο πρωθυπουργός μπορεί να τις λέει και να μη κοστίζουν τίποτα.
Πώς να του χαλάσω το χατίρι του φίλου του Μηνά; Πώς να του εξηγήσω πως όλα αυτά ήταν ‘’Έπεα πτερέοντα’’.
Λόγια φτερωτά, όπως λέει και ο Όμηρος.
Πώς είπατε; Σας εξέπληξα. Τι να κάνω; Έτσι είναι. Μη σας φαίνεται παράξενο. Δεν βλέπετε κάθε μέρα στην τηλεόραση τι γίνεται.
Δεν βλέπετε αστέρες που αμείβονται με εκατομμύρια το μήνα, να σφάζονται μπροστά στο γυαλί με τους υπουργούς για το μαϊντανό και το αγγούρι; Πλάκα μας κάνουν κύριε. Για να γεμίζουν την τσέπη τους. Μετά απ’ το κλάμα μετράνε τα κέρδη τους και πάνε για μαύρο χαβιάρι. Αλλά τι να κάνουμε; Αυτό περνάει. Πάρτε για παράδειγμα κάτι ‘’συνταρακτικές’’ αποκαλύψεις για τη διαφθορά. Τι είναι; Τι έχουν προσφέρει; Σε τι ωφέλησαν; Ακροαματικότητα μόνο στην εκπομπή, κέρδος μεγάλο στο κανάλι και τους παρουσιαστές και σε τρεις μέρες, γιατί τόσο κρατάει και το μεγαλύτερο θαύμα, όλα ξεχασμένα. Περασμένα. Ποιος θυμάται τώρα έναν υπαλληλάκο που τσέπωσε μερικά ευρώ, αν και πότε τιμωρήθηκε; Κι αν τιμωρήθηκε, χαράς το πράγμα. Δεν θα τιμωρήθηκε γιατί το έκανε αλλά γιατί δεν πρόσεχε και πιάστηκε.
Όλο για κάτι δευτεροκλασάτα, ή και τριτοκλασάτα υπαλληλάκια μιλάνε. Για μερικές εκατοντάδες ευρώ. Μα άνθρωπέ μου, αυτή είναι η διαφθορά και η διαπλοκή; Από εκεί βουλιάζει το κράτος; Αν είναι έτσι, τότε, μα Τω Θεώ, δεν υπάρχει διαφθορά.
Εν πάση περιπτώσει ας μη πάω παρακάτω. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Μου ξέφυγε. Λίγο το ’χεις στα χάλια που είμαι. Και από πάνω να ’σαι και του ιδιωτικού τομέα;
Εγώ λοιπόν, δεν βλέπω ούτε αριστερά ούτε και δεξιά. Ο φίλος μου ο Κοσμάς λέει πως είμαι ένας α-πολιτικός άνθρωπος. Δηλαδή, άτομο χωρίς πολιτική τοποθέτηση. Χωρίς ιδεολογία. Έπρεπε να έχω μου λέει. Να είμαι κι εγώ ον πολιτικό. Να συμμετέχω στα κοινά. Να συναποφασίζω δηλαδή για το μέλλον μου. Να μην είμαι κορόιδο. Να είμαι κι εγώ σαν κι αυτόν. Να έχω δηλαδή κι εγώ ιδεολογική τοποθέτηση. Να είμαι ένας ας πούμε σοσιαλιστής, ένας μαρξιστής, ένας κομμουνιστής, ή ένας τροτσκιστής. Αυτός είναι. Ήταν δηλαδή. Γιατί τώρα δεν ξέρει κι αυτός τι ακριβώς είναι. Γιατί μόνο κομμουνιστής δεν είναι κι ας τρέχει στα φεστιβάλ της ΚΝΕ. Κι ας παίρνει και κουπόνια υποστήριξης του Κόμματος. Το παίζει κομμουνιστής. Με ένα-δυο εκατομμύρια ευρώ στην τράπεζα, τόσα πρόλαβε και άρπαξε απ’ τις φούσκες του χρηματιστηρίου ο φίλος μου, δεν μπορεί να είσαι κομμουνιστής. Τώρα κυκλοφορεί με τζιπ 4Χ4. Πόρσε καγιέν παρακαλώ. Και κει πάνω στο Παρνασσό, που είναι η ιδιαιτέρα του πατρίδα του, έκτισε και σπίτι. Και μαθαίνει και σκι. Κι αυτός και η γυναίκα του.
Αυτά μου λέει λοιπόν ο φίλος μου ο Κοσμάς. Να με ενδιαφέρουν λέει τα κοινά. Να έχω συμμετοχή. Να είμαι ένας υπεύθυνος πολίτης. Προφανώς με δουλεύει ο φίλος μου. Ποια συμμετοχή; Σε ποια κοινά; Ποιος με ξέρει εμένα απ’ την άλλη μέρα των εκλογών; Πού συμμετέχω; Τη μόνη πρόσκληση που μου κάνουν είναι κάθε τέσσερα χρόνια στα εγκαίνια του εκλογικού τους κέντρου. Εκεί και χαμόγελα βλέπω και κάτι ρουφηχτά φιλιά παίρνω σαν να είμαι καμιά γκόμενα που είχαν καιρό να τη δούνε. Κατά τα άλλα, οι εκλεκτοί μας άρχοντες τρώνε και πίνουν παρέα με την κουστωδία τους.
Του έχω αποδείξει χίλιες φορές του φίλου του Κοσμά, με επιχειρήματα ακλόνητα, ακαταμάχητα, πως ούτε και ο ίδιος έχει συμμετοχή στα κοινά.
Τον χρησιμοποιούν. Πότε τον φώναξαν για να αποφασίσει μαζί με την εξουσία για κάτι που τον ενδιαφέρει; Ξύλο έτρωγε παλιά κάθε φορά που με κάμποσους ακόμη έκλειναν την Αθήνα για αιτήματά τους που δεν γίνονταν αποδεκτά απ’ την εξουσία.
Ας είναι καλά οι συγκυρίες. Υπάλληλος ήταν σε χρηματιστηριακή και την ψυλλιάστηκε τη μηχανή που είχαν στήσει για τους αφελείς.
Για μερικούς που τα είχαν καταχωνιασμένα και τα έτρωγε το σκοτάδι και η υγρασία.
Τουλάχιστον έτσι κυκλοφόρησε και χρήμα. Πήρε ανάσα η αγορά. Άλλαξε χέρια το χρήμα και γέμισε η Ελλάδα με εισαγόμενα 4Χ4.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, που λένε.
Εγώ λοιπόν περπατάω ίσια μπροστά. Μακριά από ιδεολογίες και κουραφέξαλα. Κορόιδο δεν πιάνομαι. Δεν τους πιστεύω. Ψεύτες είναι όλοι. Μόνον η εξουσία τους ενδιαφέρει. Η καρέκλα.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Μα απλούστατα, για να σας βγάλω από μια μελλοντική σκέψη, ότι εγώ, μπορεί όλα αυτά που έπαθα, να τα έπαθα συμμετέχοντας σε καμιά αναρχική εκδήλωση.
Να πέταξα ας πούμε μια μολότοφ σε περιπολικό της αστυνομίας, ή σε καμιά βιτρίνα και ύστερα να έκανα ντου σε αστυνομικό τμήμα και όποιον πάρει ο χάρος.
Βέβαια, με τα χάλια που έχω, πολλά μπορεί να βάλει ο νους σας. Αν όμως με γνωρίζατε, τέτοιες σκέψεις δεν θα περνούσαν απ’ το μυαλό σας και πολύ περισσότερο το τροχαίο που πολύ πιθανόν να το σκεφτήκατε. Γιατί όλοι το ξέρουν ότι ο Λάκης, εγώ δηλαδή, Λάκη με λένε απ’ το Βαγγέλης, Βαγγελάκης, δεν έχει αυτοκίνητο. Και δεν έχω αυτοκίνητο γιατί δεν είμαι κορόιδο. Εγώ ποτέ δεν θα δώσω τα ωραία μου λεφτουδάκια για να πάρω αυτοκίνητο. Σαν τα εκατομμύρια κορόιδα. Εγώ δεν θα την πατήσω. Ταξί. Θέλετε με μονή, με διπλή, ή και με τριπλή ταρίφα, με σκόρδα, με παστουρμά, με κρεμμύδια, με ρεψίματα δίπλα μου, εγώ, προτιμώ το ταξί.
Είμαι τώρα κοντά στα σαράντα. Κι αν σύμφωνα με την επιστήμη, δηλαδή σύμφωνα με το προσδόκιμο της ζωής, ζήσω ακόμη τριάντα χρόνια, τα λεφτά που θέλω για ένα καλό αυτοκίνητο δεν θα τα ’χω ξοδέψει στο ταξί και επιπλέον θα έχω γλιτώσει και κανένα έμφραγμα ή και κανένα εγκεφαλικό ή και το ρεζιλίκι. Όπως τις προάλλες ο προϊστάμενός μου. Που θέλεις λίγο ο προστάτης, θέλεις η ακράτεια λόγω κάποιας ηλικίας, ο άνθρωπος κατουρήθηκε επάνω του καθώς βρέθηκε μπλοκαρισμένος για πάνω από τρεις ώρες στο κέντρο της Αθήνας γιατί λέει έκανε διαδήλωση μια οργάνωση για την απελευθέρωση της Μελιδονίας.
Εμένα κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να μου συμβεί. Εγώ θα ανοίξω την πόρτα του ταξί και θα πω χαίρετε και άσε τον κόσμο να καίγετε.
Μα τότε χριστιανέ μου, θα μου πείτε δικαιολογημένα, τρένο δεν σε χτύπησε, σε μάντρα δεν έπεσες, σε γήπεδο κατά λάθος δεν βρέθηκες, μολότοφ σε μπάτσο δεν πέταξες, τροχαίο δεν είχες, πώς στην ευχή κατάντησες έτσι άνθρωπέ μου;
Α ναι! Ξέχασα να σας πω και κάτι άλλο. Για να μη βάλετε τίποτα κακό με το στο νου σας. Εγώ είμαι άνθρωπος που δεν έχει εχθρούς. Μόνο φίλους έχω. Αυτό για να μη σας περάσει καμιά τρελή ιδέα πως κάποιος μου την έστησε και μ’ έκανε του αλατιού. Για μια ας πούμε γυναικοδουλειά. Εγώ πάνω απ’ όλα τη γυναικούλα μου και το στεφάνι μου.
Τώρα βέβαια, μ’ αυτήν την επιπλέον δήλωση, εξάπτω την φαντασία σας. Σας προβληματίζω.
Δικαιολογημένα και πάλι θα σκεφτείτε, χωρίς ανοιχτούς λογαριασμούς πώς έφτασα στο χειρουργείο σ’ αυτό το μαύρο χάλι;
Και όμως. Το βλέπετε. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει. Το βλέπετε με τα ίδια σας τα μάτια.
Μη κουράζεστε όμως. Γιατί όσα σενάρια και να κάνετε με το νου σας, πάλι δεν θα το βρείτε. Πάλι στο μαύρο σκοτάδι θα είστε. Γιατί δεν είναι μόνο αυτό που βλέπετε. Δεν είμαι μόνον εγώ στο νοσοκομείο. Στον αμέσως παραδίπλα θάλαμο, είναι και η πεθερούλα μου.
Πώς είπατε; Τι έχει η πεθερούλα μου;
Και τι δεν έχει η καημένη. Ευτυχώς που είναι όλα επιφανειακά. Γιατί στην ηλικία που είναι Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Ένα κάταγμα έχει μόνο στο δεξί χέρι, λίγο κάτω απ’ τον αγκώνα, και ένα στραμπούληγμα στο πόδι. Τίποτα σοβαρό. Ψιλοπράγματα. Είπαμε όμως. Μεγάλη γυναίκα είναι, ποτέ δεν ξέρεις. Οπωσδήποτε θα ’χετε ακουστά πως ο γέρος άνθρωπος, ή από πέσιμο ή από χέσιμο θα πάει.
Όχι! Όχι! Μην πάει ο νου σας στο κακό. Η πεθερούλα μου δεν είναι απ’ αυτές που μαυρίζουν το μάτι του γαμπρού. Που τα κάνουν όλα λίμπα. Ούτε και είναι αυτή η αιτία των παθών μου. Με αγαπάει. Άλλωστε σας το ξεκαθάρισα. Εμένα όλοι με αγαπάνε. Εγώ είμαι ο Λάκης το καλό παιδί. Στο όνομά μου πίνει νερό η πεθερούλα μου. Άλλωστε απ’ την πολύ αγάπη που μου έχει, βρίσκεται κι αυτή τώρα στο διπλανό θάλαμο.
Και τώρα και το τελευταίο. Το κερασάκι στην τούρτα όπως λένε.
Μ’ αυτό που θα ακούσετε τώρα θα μείνετε με ανοιχτό το στόμα. Λίγο πιο κάτω, στο τρίτο κρεβάτι, είναι και ο κουνιάδος μου. Το κουνιαδάκι μου ο Στράτος. Ευτυχώς! Αυτός λίγο πιο ελαφρά.
Ενδεχομένως, τώρα που σας τα λέω όλα αυτά, να ετοιμάζει ο θεράπων ιατρός και το εξιτήριο. Είδατε πόσοι είμαστε; Ολόκληρη οικογένεια. Μόνο η γυναίκα μου λείπει για να συμπληρωθεί το καρέ. Τυχερή αυτή. Το τελευταίο κτηματάκι που πήγε να ξεπαστρέψει στο χωριό, είναι αυτό που την γλίτωσε απ’ τη συμφορά. Γιατί μη νομίζετε πως ο ανελέητος εχθρός μου θα της χαριζότανε. Σίγουρα σε κάποιο κρεβάτι του νοσοκομείου θα την έστελνε κι αυτήν.
Ξέρετε, πολλά μπορεί να συμβούν. Στον καθένα μας. Εκεί που δεν το περιμένεις. Όπως έρχεται ο σεισμός. Που ξαφνικά, αγουροξυπνημένος ο Εγκέλαδος, αποφασίζει να τεντώσει λίγο τα χέρια του και με μιας, κάνει σκόνη ό,τι βρίσκεται από πάνω του.
Να μας συμβούν πράγματα που δεν έχουν περάσει ούτε για μια στιγμή απ’ το μυαλό μας. Να μας συμβούν σημεία και τέρατα. Να γυρίσουν τα πάνω κάτω. Να χώσει ο διάολος την ουρά του, που λένε, και απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, να βρεθεί ολόκληρη οικογένεια στο νοσοκομείο.
Τι νομίζεται, ότι θέλει πολύ για να γίνει το κακό.
Δεν λένε, και πολύ σωστά, πως, ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος;
Πείσμα εγώ, α, να κάτι που ξέχασα να σας πω. Είμαι λίγο πεισματάρης. Τι λίγο! Μουλάρι σκέτο. Εγώ φυσικά δε το αναγνωρίζω στον εαυτό μου αυτό το ελάττωμα. Κι ας μου το έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου.
Πρόσεξε παιδί μου Λάκη, μου έλεγε. Το γινάτι βγάζει μάτι παιδάκι μου. Πάλι καλά που δεν έβγαλα και τα μάτια μου! Πείσμα λοιπόν εγώ, πείσμα ο εχθρός μου, νάτο και έγινε το ‘’θαύμα’’.
Θα μου πείτε τώρα, και με το δίκιο σας, από πείσμα και μόνο βρεθήκατε ολόκληρη οικογένεια στο νοσοκομείο;
Ε ναι! Από πείσμα και μόνο. Αν θυμόμουν εκείνη την στιγμή την συχωρεμένη τη μάνα μου δεν θα το είχα πάθει.
Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή πεισμάτωσα μόνον εγώ. Τι πεισμάτωσα! Την αλήθεια να λέω. Λύσσαξα! Ξέρετε τι θα πει ‘’λύσσαξα’’. Έχασα τα λογικά μου! Παραφρόνησα! Τρελάθηκα! Δυνάμεις σκοτεινές, πανίσχυρες, έλεγχαν και υποκινούσαν τις πράξεις μου. Κάτι σαν κι αυτές, που λένε μερικοί, πως απεργάζονται την εξόντωση της ελληνικής οικονομίας. Αυτά που λέμε ξένα κέντρα, χωρίς να βλέπουμε τα δικά μας ‘’κέντρα’’. Τη δική μας καμπούρα. Αυτά που λέγαμε πριν… το πριμ…
Και το χειρότερο απ’ όλα που σ’ αυτή τη ‘’λύσσα’’, που σας έλεγα παράσυρα και την άμοιρη πεθερούλα μου και το κουνιαδάκι μου τον Στράτο. Δεν μου χρωστούσαν τίποτα οι άνθρωποι να βρίσκονται τώρα μαζί μου στην πτέρυγα της Πριγκίπισσας Αικατερίνης. Γιατί κακά τα ψέματα, τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Τέτοια δηλαδή πτέρυγα και τέτοια Πριγκίπισσα. Δεν μπορώ τώρα, θα σκάσω αν δεν σας το πω. Λέω για κείνο το όνειρο που είχα δει λίγο πριν απ’ τις εκλογές. Τι όνειρο Θεέ μου! Τι βλέπει ο άνθρωπος!
Ήταν λέει μια μέρα ηλιόλουστη. Χαρά Θεού. Χωρίς νέφος το λεκανοπέδιο και ρίπους. Καταγάλανος ο Αττικός ουρανός. Και ήμουν λέει καβάλα πάνω σ’ ένα τεράστιο πουλί. Τι πουλί Θεέ μου! Δυο μέτρα τα φτερά του. Και καθόμουν λέει αναπαυτικά στις φτερούγες του. Όπως καθόταν εκείνος ο Ινδός, επάνω στο μαγικό χαλί του και τον πήγαινε όπου ήθελε. Κι αυτό λέει το τεράστιο πουλί είχε δυο κεφάλια. Όπως και ο Δικέφαλος αετός. Και μιλούσαν και τα δυο κεφάλια. Κι εγώ τα κοίταζα κατάπληκτος. Και μετά από λίγο ήμουν σίγουρος, πως το ένα κεφάλι έμοιαζε με τον Παπανδρέου και το άλλο με τον Καραμανλή. Μου έδειχναν από κάτω το μαύρο τσιμεντένιο λεκανοπέδιο και μου έλεγαν πως αυτοί θα το γκρέμιζαν και πως στη θέση του θα έφτιαχναν έναν Παράδεισο.
Εκεί, μου έλεγαν και μου έδειχναν μια μαύρη τρύπα που έβγαιναν κάτι δηλητηριώδη αέρια, θα έφτιαχναν ένα πάρκο, αλλού μια καινούρια λεωφόρο, αλλού σχολεία, δενδροστοιχίες, νοσοκομεία. Και μου έλεγαν πως ό,τι κι αν πάθαινα στο μέλλον, μόλις θα έφτανα στο νοσοκομείο θα ήταν όλοι εκεί να με υποδεχτούνε. Ολάνοιχτη η εντατική. Πουπουλένια τα κρεβάτια. Πεντακάθαρο φαγητό. Μέσα σε πορσελάνινα πιάτα θα έτρωγα το φαγητό μου. Οι γιατροί, οι νοσοκόμες και ο πρόεδρος του νοσοκομείου θα με περίμεναν στην είσοδο με αγκαλιές λουλούδια. Θα ήμασταν λέει όλοι ξεχωριστές προσωπικότητες.
Και ξαφνικά, λέει, εκεί που τα άκουγα όλα αυτά και ήμουν μαγεμένος, και έτρεχαν τα σάλια απ’ το στόμα μου, και έλεγα ποιο απ’ τα δυο κεφάλια να διαλέξω, κάνει μια έτσι το πουλί και τινάζει τα φτερά του κι εγώ λέει χάνω την ισορροπία μου, και αρχίζω να πέφτω, να πέφτω, μέσα σ’ ένα κατάμαυρο βάραθρο που δεν είχε τέλος. Άπλωσα λέει τα χέρια μου και κοίταξα επάνω για βοήθεια και τρόμαξα λέει περισσότερο. Τα δυο κεφάλια με κοιτούσαν με κάτι τρομερά μάτια και έφευγαν κρώζοντας απαίσια.
Η μάνα μου η συχωρεμένη μου το εξήγησε το όνειρο την άλλη μέρα το πρωί. Λόγια παιδάκι μου και υποσχέσεις προεκλογικές. Μέχρι να σου αρπάξουν την ψήφο σου. Τι άλλο να ’ναι. Δεν το κατάλαβες;
Αυτό δηλαδή που λέγαμε. Έπεα πτερέοντα.
Στο θάλαμο τώρα.
Όποιος και να μου το ’λεγε, ότι θα γύριζε ο εικοστός πρώτος αιώνας και θα μας έβρισκε σε τέτοιο χάλι, δεν θα τον πίστευα. Η ελπίδα, λένε, πεθαίνει τελευταία. Γιατί το λέω αυτό; Τώρα περιμένετε να κουνήσω λίγο το χέρι μου να διώξω αυτή τη μικρή κατσαριδούλα που ανεβαίνει στο κεφάλι μου και θα σας εξηγήσω. Την έδιωξα. Μη ξαφνιάζεστε. Υπάρχουν κι άλλες


συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: