ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
3
Ένα τσιγάρο άναβα κάθε πρωί με τον καφέ μου κι αυτό, με την άδεια του Μηνά. Για να μη ‘’σκάσω’’, όπως μου είχε πει. Και ύστερα, βάρδια, στο θολό τζάμι, πίσω απ’ τα κιτρινισμένα κουρτινάκια.
Παραδίπλα, η μάνα μου. Η καπετάνισσα. Πρόωρα γερασμένη. Λυγισμένη απ’ τα βάσανα και την πίκρα που ’χε στην καρδιά της. Απ’ τη μέρα που δεν παραμπορούσε, και τα πόδια της δεν τη βαστούσαν να ανεβοκατεβαίνει την ξύλινη σκάλα, είχε αφήσει την επάνω κρύα κάμαρα με το μεγάλο διπλό σιδερένιο κρεβάτι, και ξεκούραζε το σαραβαλιασμένο κορμί της στο μικρό παλιό σομιέ, κοντά στη σόμπα. Κουκουλωμένη με δυο και με τρεις κουβέρτες.
Μόλις αντιλαμβανόταν την παρουσία μου, έβγαζε λίγο το κεφάλι της μέσα απ’ τα σκεπάσματα, μου έριχνε μια ματιά, πολύ λίγο μ’ έβλεπε με το λέπι που κατέβαινε αργά-αργά και της έκλεινε και τα δυο της μάτια, και αμέσως έπιανε τη μουρμούρα.
Η φωνή της σιγανή, αρρωστημένη, ακουγόταν ανακατεμένη μαζί μ’ ένα παράξενο υγρό γουργουρητό, που όλη την ώρα νόμιζα πως ήταν στα τελευταία της.
Ήξερα τι έλεγε. Δεν χρειαζόταν να ξεχωρίσω τα λόγια της. Τα είχα ακούσει χιλιάδες φορές απ’ τη μέρα που είχα παροπλιστεί με τη διαταγή του Μηνά. Όλο γκρίνια ήταν και κατάρες για τη θάλασσα. Όλη της τη ζωή τα είχε με τη θάλασσα. Ο μεγάλος εχθρός της ευτυχίας της. Ο μεγάλος εχθρός των ονείρων της. Την χρέωνε με όλα τα βάρη και τη δυστυχία που την είχαν βρει. Τη μισούσε τη θάλασσα. Με το ίδιο μίσος που έχει κάθε γυναίκα γι αυτήν που της κλέβει τον αγαπημένο της. Έναν αγαπημένο, που δεν τον είχε ούτε στα νιάτα της, αλλά ούτε και στα γεράματα. Ένα αγαπημένο, που όσα παιδιά ήμασταν, τόσες ήταν και οι φορές που είχε ξαπλώσει μαζί του. Η μεριά του, παραπονιόταν, στο μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, ήταν απατίκωτη.
Λίγο, πολύ λίγο έμενε ο πατέρας μου στη στεριά και πάλι μπάρκο. Ο σάκος του στην πόρτα τον περίμενε. Η μάνα μου ποτέ της δεν του παραπονέθηκε. Ποτέ της δεν του είχε δείξει την πίκρα της και τον καημό της. Δεν ήθελε εκεί, στους ωκεανούς που ταξίδευε, να αισθάνεται ενοχές και τύψεις. Είχε υποταχτεί στη μοίρα της και το μόνο που έκανε, όταν τον έβλεπε να ετοιμάζει το σάκο του, ήταν να τρέχει αμέσως και να του βάζει μες τα φρεσκοπλυμένα και φρεσκοσιδερωμένα ρούχα του και το φυλαχτό απ’ τον Πανάγιο Τάφο.
Μια ζωή μερικοί αποχαιρετισμοί όλο κι όλο. Που πονούσαν πολύ.
Μαζί με τον πατέρα μου, έκλαιγε και για τις αδελφές μου. Τις τιμημένες κόρες του καπετάν Κώστα. Που ’χαν κρατήσει ανέγγιχτη την παρθενιά τους και που μεγαλοκοπέλες πια που στεφανώθηκαν, έμειναν και οι δυο στέρφες και δεν της χάρισαν ένα εγγόνι που θα ’παιρνε το όνομά του.
Η Κωνσταντίνα ήταν που παντρεύτηκε πρώτη και πήρε για άντρα της τον κύριο Λευτεράκη. Τον συνταξιούχο διευθυντή των Ελληνικών Σιδηροδρόμων. Δεν πρόλαβε να πέσει στο κρεβάτι και της κόπηκαν. Η Ρόη, μετά από ένα χρόνο που κράτησε το προξενιό, εδέησε να παντρευτεί με τον κύριο Λουκά. Δημόσιος υπάλληλος κι αυτός. Κλητήρας στην εφορία. Μόνο που η πονηρή προξενήτρα, απέκρυψε απ’ όλους την αλήθεια. Πως ο καλοστεκούμενος και αξιοσέβαστος κύριος Λουκάς, πριν από δυο χρόνια είχε κάνει μια επέμβαση στον προστάτη που του είχε αφήσει ένα σωρό κουσούρια. Ο κερατάς, έλεγε η μάνα μου όταν το έμαθε, νοσοκόμα γύρευε ο άχρηστος και όχι γυναίκα για να κάνει οικογένεια. Και σίγουρα θα τον πέταγε έξω απ’ το σπίτι, αν υπήρχαν ακόμη περιθώρια για την Ρόη να ξαναφτιάξει τη ζωή της.
Όταν τέλειωνε με τη θάλασσα και τις αδελφές μου, έπιανε εμένα. Με άφηνε τελευταίο. Εγώ ήμουν το μεγάλο και ασήκωτο βάρος στη συνείδησή της. Μου ζητούσε συνέχεια να την συγχωρέσω. Για να ξαλαφρώσει η καρδιά της. Για να βγει η ψυχή της γαληνεμένη και αναπαυμένη. Τι ψυχή θα παραδώσω η σκύλα, η αμαρτωλή, η καταραμένη, έλεγε κλαίγοντας και αναθεμάτιζε τον εαυτό της που είχε δείξει τόσο μεγάλη αδυναμία, και είχε αφήσει να παρασυρθεί απ’ την κακιά και στριμμένη Κωνσταντίνα, που στο στήθος της αντί για καρδιά, είχε ένα κομμάτι μάρμαρο.
Αυτά έλεγε η μάνα μου. Κι εγώ δίπλα της, όσο να σώσω τον καφέ και να καπνίσω το ένα μου τσιγάρο, γύριζα τα χρόνια πίσω για να την θυμηθώ τότε που ήταν νέα και ωραία. Να θυμηθώ πως ήμουν το σμίξιμο μιας βραδιάς. Το πατίκωμα στο κρεβάτι για λίγες ώρες.
Απ’ την Αλεξάνδρεια είχε φύγει το ‘’Παναγιά’’ με προορισμό την Αμβέρσα. Ο αναπάντεχος όμως τραυματισμός ενός ναύτη στα σχοινιά, ανάγκασε τον πατέρα μου να το φέρει στον Πειραιά.
Εκείνα τα χρόνια στο σπίτι μας μπαινόβγαινε κόσμος πολύς. Το πήγαινε-έλα δεν σταματούσε. Η μεγάλη σάλα δεν προλάβαινε να κλείσει. Τα φιλέματα, τα τραταρίσματα και τα τραπεζώματα, ήταν στην ημερησία διάταξη. .
Ακόμη στον τοίχο της σάλας δεν είχαν κρεμαστεί στη σειρά τα κάδρα με τους θαλασσοχαμένους.
Τι μια, ένας ναύτης απ’ τη ‘’Παναγιά’’ για να φέρει γράμμα απ’ τον καπετάν Κώστα και μαζί τα δώρα του. Την άλλη, ένας απ’ το πλήρωμα του ‘’Σάντα Μαρία’’ που καπετάνιος ήταν ο θείος Νίκος που δεν είχε ακόμη δική του οικογένεια και τα δώρα τα έστελνε όλα στο σπίτι μας. Και την άλλη, απ’ το ‘’Κάβο Ντόρο’’ που πάνω ήταν ο μικρότερος, ο θείος Πάνος. Όλοι για να φέρουν το κάτι της στην καπετάνισσα και στα κορίτσια. Και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, δεν ξέραμε πια που να ακουμπήσουμε τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες, τα σύκα, τα καρύδια και τα κάστανα που μας φίλευαν οι συγγενείς απ’ τα πληρώματα. Η καπετάνισσα μιλάει, έλεγαν όλοι, και σκοτώνονταν ποιος να πρωτοπρολάβει τη θέλησή της. Κουμανταδόρος σε όλα. Αληθινός καπετάνιος. Με το μαντήλι σφιχτά δεμένο στο κεφάλι. Ούτε ένα παραπάτημα. Και τα λεφτά με το μέτρο. Στο ταμιευτήριο. Για την προίκα των κοριτσιών. Ούτε μια δεκάρα χαμένη. Αν δεν ήταν τέτοια, αν δεν είχε σιδερένιο χέρι πώς θα ’χε χτιστεί αυτό το μεγάλο δίπατο σπίτι μ’ όλο πέτρα και μάρμαρο. Έστελνε ο καπετάν Κώστας αλλά και η μάνα μου, ήξερε να κάνει κουμάντο. Όλους κάτω απ’ το πόδι της. Μόνο που δεν επρόλαβε πολλά. Δεν επρόλαβε να πάρει σπίτια των κοριτσιών. Αυτό έμεινε για μένα.
Το μαύρο μαντάτο μας ήρθε μια κρύα μέρα του Δεκέμβρη, λίγε μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα. Καθισμένοι όλοι μαζί στο μεγάλο τραπέζι της κουζίνας, φτιάχναμε μελομακάρονα και κουραμπιέδες.
Η μάνα μου δεν έκλαψε. Ίσως να ήταν κάτι που το περίμενε να συμβεί από χρόνια και να ’χε εξοικειωθεί μ’ αυτή την ιδέα. Να περίμενε την ώρα που στη μεγάλη σάλα, δίπλα στις φωτογραφίες των κουνιάδων της και του προπάππου μου θα κρεμούσε και τη φωτογραφία του πατέρα μου.
Κατάρα! φώναξε μόνο, και βγάζοντας ένα απόκοσμο βογκητό, όπως τα πληγωμένα ζώα, άρπαξε την πιατέλα με τα μελωμένα ζεστά μελομακάρονα και την εκσφενδόνισε στην άλλη άκρη της κουζίνας.
Ύστερα, βουβή, με το πρόσωπο πέτρινο, κάθισε κοντά στις αδελφές μου που είχαν ρίξει το κεφάλι στο τραπέζι και έκλαιγαν βουβά.
Απ’ την άλλη μέρα, η μάνα μου και οι αδελφές μου ντύθηκαν στα μαύρα. Εγώ φόρεσα στο μπράτσο μου το πένθος.
Φοβερή είναι η μοίρα εκείνων που η οργή των θεών τους βρίσκει στη θάλασσα, είχα διαβάσει σε κάποιο βιβλίο.
*
Απ’ το φόβο να παρασυρθώ και να κάνω καμιά τρέλα, που θα μάκραινε τον παροπλισμό μου και το κλείσιμο στη ‘’φυλακή’’ μου, όλο το πρωί δεν ξεμυτούσα απ’ το σπίτι. Ό,τι είχε προστάξει ο Μηνάς, ο γιατρός. Μέσα. Στα ζεστά. Αγκαλιά με την σόμπα. Όχι κρύο. Όχι υγρασία. Μακριά από κανένα ανεπιθύμητο κρύωμα που θα με πισωγύριζε. Όχι σε χώρους κλειστούς, πολυσύχναστους. Όχι σε χώρους ντουμάνι απ’ τον καπνό. Στο καβούκι μου.
Από νωρίς το βράδυ στο κρεβάτι και το πρωί, απ’ τα χαράματα, πριν καλά-καλά να ξημερώσει, στο πόδι με την ψυχή παγωμένη.
Το σεργιάνι μου όλο κι όλο, κι αυτό κάθε τρίτη μέρα, μέχρι το παντοπωλείο του Ευγένη. Για τα απολύτως απαραίτητα.
Στο γυρισμό, λίγο γύριζα τα μάτια μου κατά τη δύση. Φοβόμουν. Αυτή την ώρα, κάτω στην ακτή, τα καφενεία είναι γεμάτα. Και ο καπνός πάνω απ’ τα κεφάλια, λογιών-λογιών. Όλα τα αμερικάνικα blended. Players, Tsesterfild, Kent και ναργιλέδες. Τέτοια ώρα, στου Αρτέμη μαζεμένοι όλοι οι ξόμπαρκοι. Κατραμόκωλοι και γύφτοι. Όλα τα ‘‘ζώα της θάλασσας’’. Έτσι μας έλεγε ένας μπομπότης απ’ την Νάξο που είχε ρίξει άγκυρα στο Ροζάριο, βαθιά μέσα στο Ριο δε λα Πλάτα, στην αγκαλιά μιας μελαχρινής Αργεντινής που την γνώρισε σ’ ένα μπαρ να σερβίρει ποτά και άφθονη μπίρα. Ζώα της θάλασσας. Και εκείνη την ώρα, μπορείς να ακούσεις ένα σωρό ιστορίες. Όλες για τη θάλασσα. Όλες για τις γυναίκες. Που κάθε μια της, κρύβει μέσα της τον αγιάτρευτο πόνο.
*
Εκείνο το πρωινό ξύπνησα αλαφιασμένος. Πεθαμένος απ’ την κούραση.
Ο μάγειρας, ο ‘’δραπέτης του Μπουένος Άιρες’’ όπως τον είχα βαπτίσει, σε μια ακόμη συζήτηση που κάναμε για τα όνειρα, ύστερα από κείνο τον εφιάλτη, μου είχε πει πως το ίδιο όνειρο δεν το βλέπουμε ποτέ ξανά. Τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια πράγματα τα βλέπουμε καπετάν Νικήτα, μου είχε πει, αλλά το ίδιο όνειρο ποτέ.
Εγώ όμως εκείνο το βράδυ τα ξανάδα. Το ίδιο όνειρο. Και ήταν τόσο ζωντανό, που για κάμποση ώρα έμεινα ξαπλωμένος ακίνητος, με το στήθος μούσκεμα στον ιδρώτα και με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι προσπαθώντας να συνέλθω. Είχα παλέψει ξανά με την αιματοβαμμένη θάλασσα και ξύπνιος όντας, νόμιζα πως είχα ακόμη την κόκκινη αρμύρα στο στόμα μου και στ’ αυτιά μου το μανιασμένο αγκομαχητό της.
Σηκώθηκα εξαντλημένος. Πήρα ένα-ένα όλα τα πρωινά χάπια, ήπια όλα τα γλυκόπικρα σιρόπια και αφού έψησα τον καφέ, άναψα το ένα και μοναδικό τσιγάρο που μου επέτρεπε ο φίλος ο Μηνάς και κάθισα κοντά στη μικρή σόμπα. Κοντά στη μάνα μου που ’χε βγάλει το κεφάλι της απ’ τα σκεπάσματα και με έψαχνε με το σβησμένο βλέμμα της.
Όλη τη νύχτα ήταν ήσυχη. Ούτε αναστεναγμοί, ούτε και βογκητά. Ο τριζάτος σομιές δεν είχε ακουστεί ούτε μια φορά. Κι αυτό ήταν έξω απ’ τα συνηθισμένα. Με είχε τρομάξει πολύ. Κάνα δυο φορές είχα σηκωθεί ανήσυχος μες την παγωνιά για να δω αν οι προσευχές της είχαν εισακουσθεί και ο καλός Θεός την είχε σπλαχνιστεί και την είχε πάρει κοντά του, όπως του το ζητούσε μέρα και νύχτα.
Ένα κόκαλο είχε μείνει πάνω στον παλιό σομιέ. Άφαντη ήταν κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Λιγοστό το φαγάκι της κι αυτό με τα χίλια ζόρια. Πολλές φορές σκεφτόμουν πως το ’κανε επίτηδες γιατί το ’χε σκοπό να πεθάνει. Και γι’ αυτό το γουργουρητό που είχε στο λαιμό και που ανέβαινε μέσα απ’ το στήθος της, είχα φέρει τον Μηνά να την δει.
- Γεράματα Νικήτα! Τι περιμένεις; Καρδιακή ανεπάρκεια που λέμε. Τον βγάζει δεν τον βγάζει η καπετάνισσα τον χειμώνα! απεφάνθη ο Μηνάς με θλιμμένη φωνή, ακουμπώντας μια εδώ και μια εκεί, πάνω στο κοκαλιάρικο στήθος της, το παγωμένο στηθοσκόπιο.
- Και ποια είναι η γιατρειά ρε Μηνά; Τον ρώτησα.
Κούνησε το κεφάλι του. Την αγαπούσε τη μάνα μου. Σ’ όλη του τη ζωή δεν θα ξεχνούσε τα γλυκά που είχε φάει απ’ τα χέρια της. Και το παστοκύδωνο το είχε λυσσάξει. Ολόκληρα κομμάτια του έδινε η μάνα μου.
- Στα γεράματα καμία Νικήτα. Και όταν έχεις να κάνεις με άνθρωπο σαν την καπετάνισσα ακόμη χειρότερα. Το μόνο που σε συμβουλεύω, στην κατάσταση που είναι, θα ήταν καλύτερα να μείνει με καμιά απ’ τις αδελφές σου. Χρειάζεται φροντίδα και περιποίηση από γυναικεία χέρια.
Τον είχα χαιρετήσει στην εξώπορτα απογοητευμένος. Αυτό ήταν κάτι που δεν θα γινόταν ποτέ. Οι αδελφές μου, αν και γυναίκες της εκκλησίας που έπεφταν στα γόνατα και έκαναν μεγάλους σταυρούς, μου το είχαν ξεκόψει. Το καλύτερο για όλους μας, θα ήταν να την βάλουμε σ’ ένα σπίτι για τη ‘’φροντίδα των ηλικιωμένων’’ και να πουλούσαμε το σπίτι. Έτσι, θα δίναμε τέλος στην κληρονομική εκκρεμότητα
Είχα σταθεί ανένδοτος. Τέτοια μεταχείριση σε μια γυναίκα περήφανη σαν την μάνα μου δεν ταίριαζε. Χώρια που αν πουλούσαμε το σπίτι θα ξεσπιτωνόμουν κι εγώ.
Έκανα την καρδιά μου πέτρα, μαθημένα τα βουνά απ’ τα χιόνια καπετάν Νικήτα, είπα, και σε λίγο καιρό είχα μάθει να ντύνω και να ξεντύνω το ζαρωμένο κορμί της που δεν σταματούσε να βαρυγκωμάει και να κακιώνει με Τον Θεό που την είχε ξεχασμένη την αμαρτωλή, και που αντί να πάρει αυτήν, έπαιρνε τόσους άλλους και πιο νέους απ’ αυτήν. Για τη μάνα μου ο θάνατος θα ήταν χαρά και λυτρωμός.
Αφηρημένος εκείνο το πρωινό, με τη σκέψη μου δοσμένη στους έξι καταθλιπτικούς μήνες που είχαν περάσει και στον Μηνά, που αν και ευχαριστημένος απ’ τις τελευταίες εξετάσεις, επέμενε για άλλους τέσσερις-πέντε μήνες μακριά απ’ τη θάλασσα για σιγουριά πως δεν θα είχα κανένα πισωγύρισμα, ξαφνιάστηκα όταν άκουσα την αδύνατη φωνούλα της και κάτι λόγια μπερδεμένα ανάμεσα στα γουργουρητά που δεν τα κατάλαβα.
Ρούφηξα τα τελευταία κατακάθια του καφέ, έσβησα το τσιγάρο που μου έκαιγε τα ακροδάκτυλα, τίποτα δεν άφηνα να πάει χαμένο, και έδωσα προσοχή να ξεκαθαρίσω τα λόγια της Δεν ήταν γκρίνια για την Κωνσταντίνα και την Ρόη. Ούτε για την θάλασσα και μένα. Δεν ήταν παράπονα και αναθέματα.
Σηκώθηκα και κόλλησα το αυτί μου στο στόμα να ξεχωρίσω τα λόγια. Καημένη μανούλα! Καημένη μανούλα! είπα και δάκρυσα. Δυο φανέλες και μάλλινα σώβρακα ήθελε για το ξυλιασμένο κορμί της. Το χωρίς αίμα. Που δεν ζεσταινόταν με τίποτα. Σαν κι αυτά που της έστελνε ο πατέρας μου παλιά και που της είχα στείλει κι εγώ από την Αγγλία πριν από πολλά χρόνια. Καημένη Μανούλα! ξανάπα τραβώντας την κουβέρτα μέχρις επάνω.
Αυτό στάθηκε η αφορμή ν’ αφήσω τη φυλακή μου και να βγω λιγάκι παραέξω.
Άντε Νικήτα, είπα το άλλο πρωί, μόλις ρούφηξα και το τελευταίο κατακάθι. Ευκαιρία είναι. Άντε να βγεις λιγάκι παραέξω να πάρεις και λίγο τον αέρα σου. Καλά την έβγαλες έξι μήνες. Άντε να δεις και κανέναν άνθρωπο. Άντε μη σε φάει η κλεισούρα και η σόμπα.
Δεν πήρα την απόφαση έτσι αμέσως. Το ζύγιασα πολλές φορές. Δεν είναι και μικρό πράγμα να σου λέει ο γιατρός μακριά απ’ τη θάλασσα κι εσύ να πηγαίνεις γυρεύοντας. Να κατεβαίνεις στο λιμάνι να κόβεις βόλτες και να σου φουντώνουν το μυαλό και την καρδιά οι αναμνήσεις. Και ύστερα, ήταν κι αυτές οι ιστορίες. Εγώ δεν ήθελα ν’ ακούσω ιστορίες που μοιάζουν με παραμύθια. Δεν ήθελα ν’ ακούσω για πέλαγα και φουρτούνες. Ούτε για ναυάγια και δυστυχίες. Εγώ είχα τη δική μου ιστορία. Το δικό μου πόνο. Το αποφάσισα όμως. Έκανα την αποκοτιά και το αποφάσισα.
Στο λιμάνι, από γνωστό μαγαζί, πήρα τα μάλλινα. Γνήσια εγγλέζικα. Με το παιδί του πάγκου πιάσαμε τη ψιλοκουβέντα μα δεν την σώσαμε. Ο βήχας μ’ έπνιξε.
Πήρα το πακέτο και βρέθηκα στο δρόμο.
Στάθηκα στο πεζοδρόμιο αναποφάσιστος. Ίσια μπροστά, έβγαζε στο λιμάνι. Στα μικρά καφενεδάκια. Πίσω, ίσια για το σπίτι.
Ένα ουζάκι, είπα μέσα μου αναστατωμένος σαν να έκανε βαριά αμαρτία. Ένα μόνο. Δεν κάνει κακό. Το στριφογύρισα στο μυαλό μου. Ένα ουζάκι τι κακό μπορεί να κάνει, αναρωτήθηκα; Τίποτα! Έδωσα την απάντηση μόνος μου. Ένα μόνο είπα, στου Αρτέμη και μετά πίσω γρήγορα στη φυλακή μου. Καβαλιτά στη σόμπα, που παναθεμάτη κι αυτή, με γέμιζε μέρα νύχτα με δηλητήριο.
Μου το ’χε πει κι αυτό ο Μηνάς στην τελευταία επίσκεψη όταν μόλις του άνοιξα την πόρτα έκανε πίσω βάζοντας το χέρι στη μύτη του.
- Νικήτα να τη βγάλεις αυτή τη σόμπα από δω! Θα σου κάνει ζημιά! είπε με το θάρρος του παλιού φίλου.
- Και με τι θα ζεσταθώ ρε Μηνά; τον ρώτησα ξινισμένα.
- Δεν ξέρω με τι θα ζεσταθείς; Ζεστάσου μ’ ότι θέλεις. Πιάσε σπίτι με κεντρική θέρμανση. Με καλοριφέρ. Η σόμπα να ξέρεις, σου κάνει ζημιά!
Καλά τα έλεγε ο Μηνάς. Έξω απ’ το χορό πολλά τραγούδια ξέρουν όλοι. Αυτός όμως δεν είχε παντρέψει δυο αδελφές. Πολυκαιρισμένες κιόλας. Δεν είχε χτίσει δυο σπίτια με όλα τα κομφόρ. Και με καλοριφέρ. Δεν ήξερε πως είχα δάνειο για δυο χιλιάδες λίρες στον καπετάν Αντρέα. Ο Μηνάς δεν ήξερε τι είχα τραβήξει με τον μαγκούφη τον κύριο Λευτεράκη, που κάθε φορά μου έστελνε και νέο τελεσίγραφο απειλώντας με, πως αν δεν τακτοποιούσα όλα όσα του είχε υποσχεθεί η μάνα μου θα μας έστελνε πίσω την Κωνσταντίνα πεσκέσι. Αλήθεια, ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί η Κωνσταντίνα, που ήταν τόσο σκληρή και αυταρχική γυναίκα, είχε υποταχτεί έτσι ολοκληρωτικά σ’ αυτό το ανθρωπάκι. Φαίνεται πως ο χωρισμός, για μερικές γυναίκες είναι πολύ χειρότερος απ’ τον καθημερινό εξευτελισμό.
Πώς βρέθηκα έξω απ’ του Αρτέμη; Ούτε που το κατάλαβα. Μ’ έσπρωξαν τα βήματα. Αλλού πήγαινα και αλλού βρέθηκα. Ακυβέρνητο καράβι. Χωρίς μπούσουλα. Χωρίς τιμόνι. Χωρίς χάρτη. Με μια λαχτάρα μόνο στην καρδιά που μου φτερούγιζε το στήθος μου όπως του μικρού παιδιού που του χαρίζουν ένα παιχνίδι. Κόλλησα τα μούτρα μου στο θολό τζάμι. Γεμάτο το μαγαζί. Το καλύτερο στο ούζο και το μεζέ. Σάρωσα όλα τα τραπεζάκια. Ένα, ένα.
Θαλασσομάχοι όλοι μέσα. Ξέμπαρκοι και άλλοι που έψαχναν για μπάρκο. Αλμυρισμένοι. Κάπνιζαν, έπιναν το ουζάκι τους και πειράζονταν. Φωτεινά τα πρόσωπα. Κοντά σους δικούς τους. Στις αγαπημένες τους. Στη στεριά. Χωρίς μπότζι.
Διηγούνταν ιστορίες της πλώρης. Για γυναίκες στα πόρτα. Για έρωτες. Για μεθύσια στις μπάρες. Για νύχτες υγρές. Ζεστές. Για τη γυναικεία μυρωδιά. Για ξενύχτι στα ντόκια. Για την όμορφη Μερσέντες, που κόλλησε όλο το πλήρωμα σκουλαμέντο. Για το λάγνο χορό της Αντιλία δε Τόρες στο μπαρ Pireus. Για την μαύρη στη Μασσάουα, που ήξερε σπασμένα ελληνικά και έκανε απ’ όλα. Για το μεγάλο κώλο της Ροζίτας στο Rossario. Για πορνεία. Για… Για… Γυναίκες… Γυναίκες. Μοσχοβολούσε του Αρτέμη φτηνό άρωμα.
Και οι γυναίκες τους; Οι αγαπημένες τους; Όπως η μάνα μου. Με το κέντημα στο χέρι, να μετράνε μέρες, μήνες, χρόνια. Ναυτικά μίλια. Να ανάβουν κερί στην Παναγιά. Στον Αι-Νικόλα. Να ονειρεύονται ένα σερβίτσιο πορσελάνινο απ’ τη μακρινή Ιαπωνία. Κουρτίνες απ’ την Ισπανία. Ένα στολίδι για τον καρυδένιο μπουφέ. Μια κούκλα κι ένα φτηνό άρωμα. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω τον πόνο τους. Τη θυσία τους. Τα μαραμένα νιάτα τους. Τους ναρκωμένους χειμώνες. Τις χαμένες άνοιξες.
Σε μια άκρη, ο Λεμπέσης ο λοστρόμος, με τον Ζανιά το θερμαστή, παίζουν τάβλι. Δε με βλέπουν. Μαζί ήμασταν σ’ έναν σκυλοπνίχτη στις Ινδίες, Κοντά τους, ο καπετάν Βασίλης με τον μάστρο-Σπύρο τον τρίτο, παίζουν πρέφα. Δίπλα τους ο Στέλιος απ΄ την Κύμη. Καλό παιδί και μαγκιώρος ναύτης. Κουνάει τις χερούκλες του κι όλο κάτι λέει στον μάστρο-Σπύρο που δείχνει να μην τον ακούει. Να τώρα που ο καπετάν Βασίλης, με μια θυμωμένη χειρονομία, πετάει την τράπουλα στον αέρα. Η πρέφα έχει τελειώσει. Ο μάστρο-Σπύρος έχει κερδίσει ξανά το κέρασμα.
Έξαφνα, ένιωσα τα πόδια μου να λυγάνε. Μέσα απ’ το θολό τζάμι, ένα χέρι σηκώθηκε και μου ’κανε σινιάλο. Τι ήταν αυτό; Πως τρόμαξα έτσι; Πως με εγκατέλειψαν το θάρρος και η επιθυμία να πιω ένα ουζάκι στου Αρτέμη; Καμώθηκα πως δεν είδα. Πισοπάτησα και άλλαξα ρότα. Υπνωτισμένος, άβουλος, ακολούθησα τους χτύπους της καρδιάς μου. Το δρόμο που μου έδειχνε. Τα πόδια μου με πήγαιναν ίσια κατά τη μεριά της ξυλείας. Εκεί που τα μάτια μου πρωταντίκρισαν τον ‘’Αι-Γεράσιμο’’. Εκεί που τα πόδια μου μουδιασμένα, πάτησαν για πρώτη φορά πάνω στο σκουριασμένο του κατάστρωμα.
Έξω απ’ τον Αι-Νικόλα σταυροκοπήθηκα. Του χρωστούσα ακόμη το κερί για το χεράκι που ’χε βάλει τότε στον Αρχάγγελο. Μην τάξεις στον άγιο κερί και στο παιδί κουλούρι, είπα μέσα μου και σκέφτηκα να του το φέρω το συντομότερο για να μην έχει κακή ιδέα για μένα.
Στην Ξυλεία, στάθηκα για λίγο και έριξα μια ματιά γύρω μου. Μετά τα χρόνια όλα είχαν αλλάξει. Πουθενά σπίτια χαμηλά. Πουθενά αλάνες. Πουθενά παιδιά στο δρόμο. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα λίγο παραπέρα. Αυτό που έκανα ήταν μια τρέλα. Ο πουνέντες πάγωνε. Το μέρος δεν ήταν για μένα. Όλο βράχια και ξέρες. Επικίνδυνο πέρασμα. Κι εγώ, χωρίς μπούσουλα. Έρμαιο των κυμάτων. Και προχωρούσα.
Δεν το ’χα σκοπό να κάτσω εκεί και να ξύσω τις πληγές μου. Μια ματιά μόνο ήθελα να ρίξω. Όπως έκανα τότε που ήμουν παιδί. Τότε που ήταν όλα άκτιστα ακόμη και άφηνα τα μάτια μου να περιπλανηθούν πάνω απ’ τα ψηλά κατάρτια. Να ακουμπήσουν με λαχτάρα πάνω στα κάθε λογής πλεούμενα. Άρμπουρα. Παλάγκα. Ξάρτια. Τσιμινιέρες. Πανιά. Παντιέρες. Βαρούλκα. Καράβια μ’ ένα κατάστρωμα. Με δυο καταστρώματα. Με χαβούζες. Με μια, με δυο, με τρεις χαβούζες. Δεν χόρταιναν τα μάτια μου. Δεν κουμαντάριζα τη φαντασία μου. Και δίπλα τους, ένα σκουριασμένο παροπλισμένο σπατσακουβέρτα. Μ’ ένα τέτοιο είχε χαθεί και ο πατέρας μου στον Bay.
Μια ματιά μόνο ξανάπα, για να μου περάσει αυτή η τρεμούλα που ’χω στην καρδιά μου. Να σταματήσει το ντουπ-ντουπ να μου τραντάζει το στήθος. Όπως ο υπόκωφος κρότος στα σπλάχνα του ‘’Αι- Γεράσιμου’’ στο κάθε δυνατό χτύπημα της προπέλας.
Λίγο να κάτσω, για ένα μόνο τσιγαράκι και αμέσως δρόμο, μουρμούρισα μέσα μου δικαιολογώντας τον εαυτό μου γι’ αυτό το ρίσκο που έπαιρνα.
Κάθισα στο μικρό καφενεδάκι. Το κρύο τσουχτερό. Λίγος ήλιος. Μόνο για φως. Καθόλου για ζεστασιά. Χιονιάς. Gloomy weather, όπως θα ’λεγε και η πρόβλεψη καιρού. Ο κρύος πουνέντες έσπρωχνε τα αφρισμένα κύματα κι αυτά έτρεχαν να χωθούν στο λιμάνι.
Έχωσα τα μάλλινα της μάνας μου μέσα απ’ τον επενδύτη, διπλώθηκα καλά και άναψα τσιγάρο. Το έκανα κι αυτό. Άναψα ένα τσιγάρο με χέρια που έτρεμαν. Αν μ’ έβλεπε ο Μηνάς...!
Άπλωσα τη ματιά μου στο πέλαγος. Στα κύματα που τα έσπρωχνε ο κρύος πουνέντες. Ξαφνικά, πάνω εκεί, στην αφρισμένη ράχη τους, είδα να κουβαλούν χιλιάδες αναμνήσεις. Τις δικές μου αναμνήσεις. Αυτές που ποτέ δεν σκάλιζα. Αυτές που ποτέ δεν ξέθαβα. Έρχονταν γρήγορα, κι εγώ τις μάζευα μία-μία και τις έβαζα στη σειρά.Με γύρισαν πίσω. Τότε που το στήθος μου ήταν πλατύ και δυνατό. Και ο κόσμος όλος δικός μου. Που όλα τα σημάδευε η ορμή της νιότης.
Συνεχίζεται....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου