Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

κατσαρίδες. Κάνουν τη βραδινή τους βόλτα. Διάφορα μεγέθη. Αλλά μόνον εγώ είμαι ξύπνιος αυτή την ώρα και τις βλέπω.
Να, στο διπλανό κρεβάτι, που στο βουλιαγμένο στρώμα είναι ξαπλωμένο ένα συμπαθητικό γεροντάκι με κάταγμα στη λεκάνη, οι κατσαρίδες έχουν ανέβει μέχρι το μαξιλάρι του και βολτάρουν ανενόχλητες. Βέβαια δεν είναι μόνο οι κατσαρίδες που αμαυρώνουν το όνομα της Πριγκίπισσας. Αυτό που θα σας πω μπορεί να μη το πιστέψετε κιόλας. Γιατί σίγουρα η εικόνα που σας έχω δώσει μέχρις τώρα, ίσως να σας έχει βάλει σε κάποιες υποψίες. Πως θα ήταν καλύτερα να ήμουν σε κάποια νευρολογική κλινική μ’ όλα αυτά που γράφω. Δεν πειράζει όμως. Θα σας το πω. Και σας ορκίζομαι πως είναι αλήθεια. Το είδα με τα μάτια μου. Και αλληθώρισα. Κάτι σκυλιά, θεόρατα, μπουκάρισαν ξαφνικά μες το θάλαμο απ’ την ανοιχτή πόρτα, έκαναν ένα περίπατο, μας μύρισαν έναν-έναν, και σαν καλοί παλιοί γνώριμοι, έφυγαν ακολουθώντας τη μοναδική σκύλα που ήταν ανάμεσά τους και τους πήγαινε πέρα-δώθε. Μάλιστα ένα πολύ ζωηρό, προφανώς δεν είχε ακόμη αρπάξει τόσες κλωτσιές όσες τα άλλα και δεν είχε νιώσει ακόμη τι θα πει ‘’σκυλίσια ζωή’’ μου έκανε και χαρούλες. Στάθηκε με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, άλλωστε αυτό μόνο μπορούσε να δει, μου έγλειψε το χέρι και ύστερα ακολούθησε το κοπάδι που είχε φτάσει κιόλας στο θάλαμο της πεθερούλας μου.
Τώρα εσείς βέβαια, θα κουνήσετε περίλυπα το κεφάλι σας και δικαίως θα πείτε πως τα χτυπήματα στο κεφάλι είναι αυτά που με κάνουν και βλέπω τέτοια περίεργα πράγματα. Γιατί που ακούστηκε ξανά, σκυλιά να κάνουν βόλτες σε θάλαμο νοσοκομείου. Και θα το έπαιρνα πίσω, αλλά πώς να το πάρεις πίσω ένα πράγμα που το έζησες και το είδες με τα ίδια σου τα μάτια;
Είναι η τρίτη μέρα που βρίσκομαι ανάσκελα στο στάβλο της Πριγκίπισσας Αικατερίνης. Πέρασαν όλοι οι φίλοι μου. Τα κακά νέα ταξιδεύουν σαν τον άνεμο.
Αν και, όπως λέει και ο λαός, σε ξένο πισινό ακόμη και εκατό ξυλιές είναι λίγες, εντούτοις, εμένα οι φίλοι μου με λυπήθηκαν. Εκείνος ο Κοσμάς μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Μόνο που φεύγοντας, είχε στο βλέμμα του ένα περίεργο μειδίαμα. Φαίνεται πως δεν συμφωνούσε για το λόγο που βρισκόμουν ανάσκελα στο νοσοκομείο. Μάλιστα, με τρόπο, ακροθιγώς που λέμε, με γαλατική ευγένεια, μου υπέδειξε να συμβουλευτώ και κάποιον ειδικό. Προφανώς να εννοούσε κάποιον ψυχαναλυτή.
Δεν είχε και άδικο. Το σκεφτόμουν κι εγώ σοβαρά. Ύστερα απ’ ό,τι έκανα και απ’ ό,τι έπαθα, έπρεπε, ήταν το μόνο που μου χρειαζόταν. Ψυχολογική υποστήριξη. Για να ξαναμπώ στο σπίτι μου, έπρεπε να προετοιμαστώ ψυχικά και πνευματικά. Και περισσότερο για να ξαναμπώ στο υπνοδωμάτιο.
Είμαι γριφώδης είπατε; Τι σχέση έχει η κρεβατοκάμαρα με τα χάλια μου;
Έχει. Εκεί μέσα, σ’ ένα χώρο τέσσερα επί τρία δόθηκε η φονική μάχη. Στην κρεβατοκάμαρα με βρήκε ο εχθρός μου. Καιροφυλακτούσε. Τρέμω, αλήθεια σας το λέω, τρέμω και μόνο στη σκέψη, ότι θα βρεθώ πάλι μόνος και ανυπεράσπιστος μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Και κάπου εκεί, στα σκοτεινά, να μου έχει στήσει καρτέρι ο πανούργος, σαν τον Βασιλιά της Ιθάκης, ανελέητος εχθρός μου.
Σας μπέρδεψα; Νομίζεται ότι βρίσκομαι σε μετατραυματικό σοκ;
Όχι. Είμαι καλά. Ευτυχώς. γιατί θα μπορούσα να είμαι και χειρότερα.
Είμαι τυχερός που δεν με μισεί κιόλας. Γιατί αν με μισούσε, θα μπορούσε να ήταν τώρα εδώ μέσα. Και να με κοιτάζει ειρωνικά. Σαρκαστικά. Θριαμβολογώντας για τη νίκη του. Ναι, τώρα που σας τα λέω όλα αυτά, θυμάμαι καλά πως εκείνο το μοιραίο βράδυ μου φάνηκε πως είδα και τα μάτια του. Δεν ξέρω αν ήταν της φαντασίας μου. Ή κάποια εικόνα που έφτιαξε το σαλεμένο μου μυαλό. Ήταν δυο μικρά κίτρινα ματάκια που με κοίταζαν γεμάτα χλεύη και περιφρόνηση. Ήταν τη στιγμή που έξαλλος, εκτός εαυτού, πέταξα εναντίον του το μικρό ραδιόφωνο που είχα επάνω στο κομοδίνο μου και το έκανα θρύψαλα.
Το βλέπω στα μάτια σας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε έναν τέτοιο εχθρό. Φοβάστε πως όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας μου.
Όχι. Δεν είναι. Όλα μπορεί να τα κάνει αυτός ο εχθρός. Τέτοιος είναι. Ύπουλος, μεθοδικός και ανελέητος. Αν δεν σου ρουφήξει το αίμα δεν το βάζει κάτω. Ακολουθεί τη δική του στρατηγική. Ιδιοφυΐα. Πλησιάζει το θύμα του μόλις σιγουρευτεί ότι βυθίζεται αργά-αργά και απολαυστικά, στην αγκαλιά του Μορφέα. Μόλις τα βλέφαρά του πέσουν βαριά και σφαλίσουν τα μάτια του.
Τώρα, σας βοήθησα καθόλου; Τον μαντέψατε τον αδυσώπητο και ανελέητο εχθρό μου;
Κανονικά πρέπει. Τον έχετε κι εσείς συναντήσει. Τον έχετε κι εσείς πολεμήσει. Τον έχετε κι εσείς φοβηθεί την ώρα που στα σκοτεινά, με ανοιχτό ή με κλειστό το στόμα, παραδίνεστε αργά και απολαυστικά στην αγκαλιά του Μορφέα. Έχετε κι εσείς ακούσει εκείνο τον εφιαλτικό ήχο κοντά στο αυτί σας. Εκείνο το τρομερό ζβιννννν!!!
Που μοιάζει σαν εκατό γερμανικά Γιούγκερς σε κάθετη εφόρμηση.
Πόσες φορές δεν έχετε ανάψει κι εσείς το φως αλαφιασμένοι! Τρομοκρατημένοι. Πόσες φορές δεν έχετε κι εσείς ξενυχτίσει με κάποιο όπλο στο χέρι! Με μια παντόφλα. Με μια σαγιονάρα. Ένα περιοδικό. Μια μυγοσκοτώστρα, περιμένοντας με την ανάσα κομμένη να ακούσετε ξανά το τρομερό, ζβιννννν. Στοιχηματίζω πως έχετε ζήσει τέτοιες εφιαλτικές στιγμές! Μη μου πείτε όχι! Δεν θα σας πιστέψω.
Μόνο που εγώ, εκείνο το βράδυ, πεισμάτωσα. Έχασα τη ψυχραιμία μου. Έχασα τα λογικά μου. Αυτό που αποκαλούν οι ψυχίατροι, ΠΑΨ. Παροδική Αποδόμηση Του Ψυχισμού.
Γιατί είπατε; Είναι σοβαρό αυτό που λέω; Τι έφταιξε;
Μακάρι να ’ξερα. Ακόμη το ψάχνω. Τίποτα δεν είχε συμβεί που να δικαιολογεί αυτό το σμπαράλιασμα του νευρικού μου συστήματος και στη συνέχεια, αυτή την τρομερή μαχητικότητά μου.
Ίσα-ίσα που εκείνο το βράδυ, αισθανόμουν περίφημα.
Γύρισα σπίτι μου τρισευτυχισμένος.
Είχα καταβροχθίσει τέσσερα ολόκληρα σουβλάκια με ‘’απ’ όλα’’. Στου Θανάση. Ξέρετε τι θα πει με ‘’απ’ όλα’’ και στο Θανάση! Πίτα, γύρος, αλάτι, πιπέρι, ντομάτα, κρεμμύδι, μαϊντανός και τζατζίκι. Μπόλικο τζατζίκι. Καρπός απαγορευμένος για μένα. Casus Belli απ’ τη μέρα που πέρασα στο κεφάλι μου την κουλούρα. Μακριά απ’ την Μαρίκα μου το τζατζίκι. Αιτία διαζυγίου.
Άρπαξα την ευκαιρία που έλειπε για το κτηματάκι που σας έλεγα, άρπαξα και το κουνιαδάκι μου τον Στράτο και το ’ριξα στην κραιπάλη. Μπίρες και σουβλάκια με ‘’απ’ όλα’’.
Αργά το βράδυ, χτυπώντας ελαφρά την κοιλιά μου, για να απολαύσω τον ήχο που έκανε, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου απόλυτα ικανοποιημένος. Ρεύτηκα κάμποσες φορές, γεμίζοντας την κρεβατοκάμαρα σκορδίλα, γύρισα πλευρό και κουκουλώθηκα μέχρις επάνω. Γιατί κουκουλώθηκα; Χμ! Από ένα είδος ανασφάλειας που νιώθω από μικρός, με κάνει να κοιμάμαι κουκουλωμένος μέχρι το κεφάλι. Μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Πίσσα. Ποιος ξέρει από τι να θέλω να κρυφτώ. Τοχω συζητήσει και με φίλο ψυχαναλυτή. Από τότε τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Μετά από τέσσερις συνεδρίες, αν άφηνα και κάποιο μικρό άνοιγμα για να μην σκάσω, το έκλεισα κι αυτό. Είναι, μου είχε εξηγήσει, ένα παιδικό τραύμα. Είχαμε γυρίσει καμιά τριανταπενταριά χρόνια πίσω ξεθάβοντας το σκοτεινό παρελθόν μου. Αλλά τζίφος η δουλειά. Ο φόβος, φόβος.
Όλο ένα χέρι μακρύ και μαλλιαρό βλέπω να σηκώνεται και να μου κλείνει το στόμα μέχρι να σκάσω από έλλειψη οξυγόνου.
Ο φίλος μου με ρώτησε αν μικρός που ήμουν, είχα κανένα μαλλιαρό παιχνίδι που κοιμόμουνα αγκαλιά μαζί του και που κάποιο βράδυ να είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου μέχρι ασφυξίας. Δεν θυμόμουν τέτοιο πράγμα.
Καμιά φορά αυτά τα τραύματα είναι καλά κρυμμένα στο υποσυνείδητο μας, είπατε;
Δεν αμφιβάλλω. Αυτό λέει και ο φίλος μου. Πρέπει να σκάψουμε βαθιά, λέει. Να φτάσουμε στον πυρήνα. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα. Εσείς θέλετε να μάθετε για τον εχθρό μου, έτσι δεν είναι;
Ωραία. Ήταν μια βραδιά που έκανε πολλή ζέστη. Που έβγαζες την μπέμπελη που λένε. Κι εγώ, ύστερα από τόσα σουβλάκια με ‘’απ’ όλα’’ και τόσες μπίρες, την αισθανόμουν και λίγο παραπάνω.
Δεν πέρασε λίγη ώρα, κι έτσι κουκουλωμένος, άρχισα να κολυμπάω στον ιδρώτα.
Κολλούσα επάνω στα σεντόνια. Δεν άντεξα για πολύ. Αποφάσισα να βγάλω λίγο απ’ έξω το κεφάλι μου. Λιγάκι. Όσο το βγάζει η χελώνα απ’ το καβούκι της για να εποπτεύσει το χώρο. Όσο για να αισθάνομαι ασφαλής. Έλειπε βλέπετε και η Μαρίκα μου. Ηρωική απόφαση. Για μένα ήταν σαν την ‘’Έξοδο του Μεσολογγίου’’. Τι είπατε; Αν έχω στο σπίτι αιρκοντίσιον;
Όχι δεν έχω. Δεν το θέλει η Μαρίκα μου. Φοβάται τη νόσο των Λεγεωνάριων. Από τότε που το διάβασε σε κάποια εφημερίδα, ότι υπάρχει και τέτοια νόσος, τέρμα το αιρκοντίσιον απ’ το σπίτι. Καλύτερα λίγο ζέστη παραπάνω μου ξεκαθάρισε, παρά να βρεθούμε σε κανένα νοσοκομείο. Πάρε μια βεντάλια, με συμβούλεψε, και κάνε αέρα.


συνεχίζεται

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΚΑΙ... ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ


ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ


Το βλέπω στο βλέμμα σας. Με λυπάστε. Μόνον οίκτο βλέπω.
Τι είπατε; Δεν θα θέλατε επουδενεί να βρίσκεστε στη θέση μου;
Σας κατανοώ. Και ποιος θα ’θελε καλέ μου άνθρωπε;
Ποιος λογικός άνθρωπος θα ’θελε να βρίσκεται ανάσκελα σ’ ένα κρεβάτι νοσοκομείου με μουχλιασμένο στρώμα, με άλλους επτά τριγύρω του να βογκάνε και έξω να έχει τριάντα εννέα βαθμούς θερμοκρασία υπό σκιάν.
Ξέρετε εσείς κανένα;
Τι με ρωτήσατε; Γιατί είμαι έτσι μπαταρισμένος; Πώς το έπαθα;
Σας θυμίζω αιγυπτιακή μούμια;
Μα πώς να μην είμαι καλέ μου άνθρωπε σαν ταριχευμένος Φαραώ;
Μιάμιση ώρα ανάσκελα στο χειρουργικό τραπέζι, σε πλήρη νάρκωση, για λίγο το ’χετε;
Αλήθεια σας λέω. Μιάμιση ώρα.
Αυτό το έμαθα μόλις άνοιξα τα μάτια μου. Μου το ’πε μ’ ένα αγγελικό χαμόγελο η όμορφη κοκκινομάλλα νοσοκόμα.
Ξέρετε ποια λέω. Αυτή με τα ολοστρόγγυλα κωλομέρια.
Πώς είπατε; Έχετε προτιμήσεις; Η άλλη σας αρέσει; Ποια, αυτή με τη μπλε στολή; Με τα μεγάλα βυζιά;
Γούστα είναι αυτά. Οι άνδρες έτσι είναι. Χωρισμένοι σε δυο μεγάλα στρατόπεδα. Σ’ άλλους αρέσουν οι κωλαρούδες και σε άλλους οι βυζαρούδες. Είναι καλή είπατε; Τρυφερή! Γιατί; Επειδή μου είπε να φάω όλο το φαγητό μου; Αυτό το υποκίτρινο υδαρές πράγμα, όμοιο με τσίρλα μικρού παιδιού. Κοτόσουπα ήταν άνθρωπέ μου. Κι εγώ, κοτόσουπα δεν τρώω έστω κι αν με σουβλίσουν σαν τον Αθανάσιο Διάκο.
Πώς είπατε; Τι ζημιές έχω;
Δέκα τρία, ναι καλά ακούσατε, γρουσούζικος αριθμός, δεκατρία ράμματα στο πρόσωπο. Επτά ράμματα δεξιά επάνω απ’ το φρύδι, τέσσερα απ’ την άλλη μεριά και δυο κάτω απ’ το χείλι μου. Αυτά είναι που μ’ έχουν κάνει αγνώριστο. Που σας φαίνομαι σαν τη μούμια του Φαραώ.
Αν είναι μόνο αυτά, είπατε;
Όχι κύριε. Μακάρι να ήταν μόνον αυτά. Η τύχη θα ήταν με το μέρος μου. Όχι δεν μόνον αυτά. Ακολουθεί ένα καρπιαίο κάταγμα στο δεξί χέρι, ένα στο μετατάρσιο του αριστερού ποδιού και αμέτρητα χτυπήματα στα κωλομέρια μου. Ευτυχώς που δεν έσπασε και η λεκάνη μου. Αυτά περίπου λέει η ιατρική γνωμάτευση. Έτσι κάπως μου τα είπε και ο γιατρός στην πρώτη του επίσκεψη μετά που άνοιξα τα μάτια μου και δεν ήξερα που βρισκόμουν.
Έκανε και πλάκα ο άνθρωπος. Είσαι τυχερός, μου είπε μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο που μου θύμισε τον Κρίστοφερ Λη, θα μπορούσε να είσαι και χειρότερα. Κι εγώ, κοιτάζοντάς τον απορημένος μέσα απ’ τις δυο τρυπούλες που μου έχουν αφήσει ίσα-ίσα για να μη χάσω τον κόσμο, αναρωτιόμουν που την έβλεπε ο ευλογημένος την τύχη μου.
Τι είπατε; Πώς τα έπαθα όλα αυτά; Αν πήγα σε φιλικό ντέρμπι;
Όχι! Όχι! Μη σπεύδετε να βγάλετε λανθασμένα συμπεράσματα.
Δεν πήγα σε κανένα ντέρμπι. Θεός φυλάξει! Εγώ είμαι φιλήσυχος άνθρωπος. Δεν είμαι κανένας χουλιγκάνος ταραχοποιός. Ούτε και οργανωμένος οπαδός είμαι. Αυτό δεν θα μου συμβεί ποτέ.
Αυτό μου έλειπε τώρα να πάω εγώ σε ντέρμπι. Εγώ, αυτά τα ‘’φιλικά’’ ντέρμπι τα βλέπω απ’ την τηλεόραση. Καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα μου. Με το ουζάκι μου. Με μπόλικα παγάκια. Με το τυράκι μου και το αγγουράκι μου και με την γυναικούλα μου στο πλάι μου να ξεφυλλίζει τα αγαπημένα της περιοδικά μόδας.
Τι είπατε; Μήπως βρέθηκα σε καμιά πορεία ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις;
Ενάντια στις προσλήψεις εκτός ΑΣΕΠ;
Για το ξεπούλημα του ΟΤΕ; Για τα χάλια της παιδείας; Για τη Δ.Ε.Η;
Κύριε ελέησον! Τι δουλειά έχω εγώ με αυτά τα πράγματα! Τι δουλειά έχω εγώ σε αναρχικές πορείες. Εγώ βγάζω το ψωμάκι μου μοχθώντας. Με τον ιδρώτα του προσώπου μου. Στον ιδιωτικό τομέα.
Εμένα μ’ έχει πιάσει η κατάρα.
Όλη μου τη ζωή κουβαλάω στους ώμους μου τον Αδάμ και την Εύα. Το προπατορικό αμάρτημα.
Με το μόχθο και τον ιδρώτα του προσώπου μου βγάζω το ψωμάκι μου. Μακριά από μένα οι πορείες και τα πλακάτ. Οι πικετοφορίες. Οι καταλήψεις.
Εγώ δεν διεκδικώ κανένα πριμ παραγωγικότητας.
Αυτά είναι για τους προνομιούχους. Για τους εκλεκτούς του Θεού. Για τον περιούσιο λαό.
Εγώ, να, τώρα που το σκέφτομαι, αν τολμήσω να πω στο αφεντικό μου ότι θέλω πριμ παραγωγικότητας, το λιγότερο που θα συμβεί είναι να σκάσει στα γέλια. Και το χειρότερο, αν επιμένω, να με πετάξει στο δρόμο με τις κλωτσιές. Που ακούστηκε, θα μου πει, να σε πληρώνω και να θέλεις να σε ξαναπληρώνω για να δουλεύεις. Πού βρίσκεσαι στο Δημόσιο; Δημόσιος υπάλληλος είσαι;
Τι είπατε; Αν έπεσα σε καυγά; Όχι! Όχι! Ούτε και τώρα το βρήκατε. Δεν έπεσα σε καυγά. Κάτι τέτοια τα αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρώνε οι κότες.
Από μακριά αλλάζω δρόμο. Ξέρετε τι είναι να αρπάξεις καμιά αδέσποτη; Να σου γίνει το μάτι να, και οι άλλοι να πάνε στο σπιτάκι τους σώοι και αβλαβείς;
Όχι! Εγώ κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και τίποτα άλλο. Ο κόσμος να καίγεται που λένε, δίπλα μου να ’χει αρπάξει φωτιά, εγώ μόνο μπροστά κοιτάζω. Ούτε δεξιά, ούτε και αριστερά.
Πώς είπατε; Σας κάνει εντύπωση; Όλοι κάπου κοιτάζουν;
Δίκιο έχετε. Αλλά εμένα αυτές οι δυο λέξεις, δεξιά και αριστερά, δεν ξέρω γιατί, πάντα μου έφερναν αναγούλα. Όπως και η κοτόσουπα. Και το ωμό ψάρι. Εκατό μέτρα μακριά περνάω από κινέζικο εστιατόριο.
Α, ναι! Τώρα που είπα αριστερά, δεν θα το κρύψω. Πήγα μια φορά κι εγώ σ’ ένα φεστιβάλ νεολαίας. Ξέρετε για τι λέω; Απ’ αυτές τις νεολαίες που κοιτάζουν αριστερά όσο τους ταΐζουν οι πατεράδες τους. Με σταύρωσε ο φίλος μου ο Μηνάς. Στενός κορσές μου έγινε. Έλα και έλα. Πάμε και πάμε ήταν μια ολόκληρη εβδομάδα. Είχε και επιχειρήματα. Θα περάσουμε ωραία! Θα ακούσουμε τραγούδια επαναστατικά! Θα μιλήσει ο τάδε και ο δείνα για τα παγκόσμια προβλήματα. Για το δίκιο του αδικημένου. Για την ισότητα. Για την ισοτιμία. Για την ελευθερία των λαών. Για τη δικαιοσύνη. Για το περιβάλλον. Ωραίες λέξεις. Γλυκές. Δεν κοστίζουν τίποτα. Με ξελόγιασε. Ακόμη και ο πρωθυπουργός μπορεί να τις λέει και να μη κοστίζουν τίποτα.
Πώς να του χαλάσω το χατίρι του φίλου του Μηνά; Πώς να του εξηγήσω πως όλα αυτά ήταν ‘’Έπεα πτερέοντα’’.
Λόγια φτερωτά, όπως λέει και ο Όμηρος.
Πώς είπατε; Σας εξέπληξα. Τι να κάνω; Έτσι είναι. Μη σας φαίνεται παράξενο. Δεν βλέπετε κάθε μέρα στην τηλεόραση τι γίνεται.
Δεν βλέπετε αστέρες που αμείβονται με εκατομμύρια το μήνα, να σφάζονται μπροστά στο γυαλί με τους υπουργούς για το μαϊντανό και το αγγούρι; Πλάκα μας κάνουν κύριε. Για να γεμίζουν την τσέπη τους. Μετά απ’ το κλάμα μετράνε τα κέρδη τους και πάνε για μαύρο χαβιάρι. Αλλά τι να κάνουμε; Αυτό περνάει. Πάρτε για παράδειγμα κάτι ‘’συνταρακτικές’’ αποκαλύψεις για τη διαφθορά. Τι είναι; Τι έχουν προσφέρει; Σε τι ωφέλησαν; Ακροαματικότητα μόνο στην εκπομπή, κέρδος μεγάλο στο κανάλι και τους παρουσιαστές και σε τρεις μέρες, γιατί τόσο κρατάει και το μεγαλύτερο θαύμα, όλα ξεχασμένα. Περασμένα. Ποιος θυμάται τώρα έναν υπαλληλάκο που τσέπωσε μερικά ευρώ, αν και πότε τιμωρήθηκε; Κι αν τιμωρήθηκε, χαράς το πράγμα. Δεν θα τιμωρήθηκε γιατί το έκανε αλλά γιατί δεν πρόσεχε και πιάστηκε.
Όλο για κάτι δευτεροκλασάτα, ή και τριτοκλασάτα υπαλληλάκια μιλάνε. Για μερικές εκατοντάδες ευρώ. Μα άνθρωπέ μου, αυτή είναι η διαφθορά και η διαπλοκή; Από εκεί βουλιάζει το κράτος; Αν είναι έτσι, τότε, μα Τω Θεώ, δεν υπάρχει διαφθορά.
Εν πάση περιπτώσει ας μη πάω παρακάτω. Δεν είναι αυτό το θέμα μας. Μου ξέφυγε. Λίγο το ’χεις στα χάλια που είμαι. Και από πάνω να ’σαι και του ιδιωτικού τομέα;
Εγώ λοιπόν, δεν βλέπω ούτε αριστερά ούτε και δεξιά. Ο φίλος μου ο Κοσμάς λέει πως είμαι ένας α-πολιτικός άνθρωπος. Δηλαδή, άτομο χωρίς πολιτική τοποθέτηση. Χωρίς ιδεολογία. Έπρεπε να έχω μου λέει. Να είμαι κι εγώ ον πολιτικό. Να συμμετέχω στα κοινά. Να συναποφασίζω δηλαδή για το μέλλον μου. Να μην είμαι κορόιδο. Να είμαι κι εγώ σαν κι αυτόν. Να έχω δηλαδή κι εγώ ιδεολογική τοποθέτηση. Να είμαι ένας ας πούμε σοσιαλιστής, ένας μαρξιστής, ένας κομμουνιστής, ή ένας τροτσκιστής. Αυτός είναι. Ήταν δηλαδή. Γιατί τώρα δεν ξέρει κι αυτός τι ακριβώς είναι. Γιατί μόνο κομμουνιστής δεν είναι κι ας τρέχει στα φεστιβάλ της ΚΝΕ. Κι ας παίρνει και κουπόνια υποστήριξης του Κόμματος. Το παίζει κομμουνιστής. Με ένα-δυο εκατομμύρια ευρώ στην τράπεζα, τόσα πρόλαβε και άρπαξε απ’ τις φούσκες του χρηματιστηρίου ο φίλος μου, δεν μπορεί να είσαι κομμουνιστής. Τώρα κυκλοφορεί με τζιπ 4Χ4. Πόρσε καγιέν παρακαλώ. Και κει πάνω στο Παρνασσό, που είναι η ιδιαιτέρα του πατρίδα του, έκτισε και σπίτι. Και μαθαίνει και σκι. Κι αυτός και η γυναίκα του.
Αυτά μου λέει λοιπόν ο φίλος μου ο Κοσμάς. Να με ενδιαφέρουν λέει τα κοινά. Να έχω συμμετοχή. Να είμαι ένας υπεύθυνος πολίτης. Προφανώς με δουλεύει ο φίλος μου. Ποια συμμετοχή; Σε ποια κοινά; Ποιος με ξέρει εμένα απ’ την άλλη μέρα των εκλογών; Πού συμμετέχω; Τη μόνη πρόσκληση που μου κάνουν είναι κάθε τέσσερα χρόνια στα εγκαίνια του εκλογικού τους κέντρου. Εκεί και χαμόγελα βλέπω και κάτι ρουφηχτά φιλιά παίρνω σαν να είμαι καμιά γκόμενα που είχαν καιρό να τη δούνε. Κατά τα άλλα, οι εκλεκτοί μας άρχοντες τρώνε και πίνουν παρέα με την κουστωδία τους.
Του έχω αποδείξει χίλιες φορές του φίλου του Κοσμά, με επιχειρήματα ακλόνητα, ακαταμάχητα, πως ούτε και ο ίδιος έχει συμμετοχή στα κοινά.
Τον χρησιμοποιούν. Πότε τον φώναξαν για να αποφασίσει μαζί με την εξουσία για κάτι που τον ενδιαφέρει; Ξύλο έτρωγε παλιά κάθε φορά που με κάμποσους ακόμη έκλειναν την Αθήνα για αιτήματά τους που δεν γίνονταν αποδεκτά απ’ την εξουσία.
Ας είναι καλά οι συγκυρίες. Υπάλληλος ήταν σε χρηματιστηριακή και την ψυλλιάστηκε τη μηχανή που είχαν στήσει για τους αφελείς.
Για μερικούς που τα είχαν καταχωνιασμένα και τα έτρωγε το σκοτάδι και η υγρασία.
Τουλάχιστον έτσι κυκλοφόρησε και χρήμα. Πήρε ανάσα η αγορά. Άλλαξε χέρια το χρήμα και γέμισε η Ελλάδα με εισαγόμενα 4Χ4.
Ουδέν κακόν αμιγές καλού, που λένε.
Εγώ λοιπόν περπατάω ίσια μπροστά. Μακριά από ιδεολογίες και κουραφέξαλα. Κορόιδο δεν πιάνομαι. Δεν τους πιστεύω. Ψεύτες είναι όλοι. Μόνον η εξουσία τους ενδιαφέρει. Η καρέκλα.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Μα απλούστατα, για να σας βγάλω από μια μελλοντική σκέψη, ότι εγώ, μπορεί όλα αυτά που έπαθα, να τα έπαθα συμμετέχοντας σε καμιά αναρχική εκδήλωση.
Να πέταξα ας πούμε μια μολότοφ σε περιπολικό της αστυνομίας, ή σε καμιά βιτρίνα και ύστερα να έκανα ντου σε αστυνομικό τμήμα και όποιον πάρει ο χάρος.
Βέβαια, με τα χάλια που έχω, πολλά μπορεί να βάλει ο νους σας. Αν όμως με γνωρίζατε, τέτοιες σκέψεις δεν θα περνούσαν απ’ το μυαλό σας και πολύ περισσότερο το τροχαίο που πολύ πιθανόν να το σκεφτήκατε. Γιατί όλοι το ξέρουν ότι ο Λάκης, εγώ δηλαδή, Λάκη με λένε απ’ το Βαγγέλης, Βαγγελάκης, δεν έχει αυτοκίνητο. Και δεν έχω αυτοκίνητο γιατί δεν είμαι κορόιδο. Εγώ ποτέ δεν θα δώσω τα ωραία μου λεφτουδάκια για να πάρω αυτοκίνητο. Σαν τα εκατομμύρια κορόιδα. Εγώ δεν θα την πατήσω. Ταξί. Θέλετε με μονή, με διπλή, ή και με τριπλή ταρίφα, με σκόρδα, με παστουρμά, με κρεμμύδια, με ρεψίματα δίπλα μου, εγώ, προτιμώ το ταξί.
Είμαι τώρα κοντά στα σαράντα. Κι αν σύμφωνα με την επιστήμη, δηλαδή σύμφωνα με το προσδόκιμο της ζωής, ζήσω ακόμη τριάντα χρόνια, τα λεφτά που θέλω για ένα καλό αυτοκίνητο δεν θα τα ’χω ξοδέψει στο ταξί και επιπλέον θα έχω γλιτώσει και κανένα έμφραγμα ή και κανένα εγκεφαλικό ή και το ρεζιλίκι. Όπως τις προάλλες ο προϊστάμενός μου. Που θέλεις λίγο ο προστάτης, θέλεις η ακράτεια λόγω κάποιας ηλικίας, ο άνθρωπος κατουρήθηκε επάνω του καθώς βρέθηκε μπλοκαρισμένος για πάνω από τρεις ώρες στο κέντρο της Αθήνας γιατί λέει έκανε διαδήλωση μια οργάνωση για την απελευθέρωση της Μελιδονίας.
Εμένα κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να μου συμβεί. Εγώ θα ανοίξω την πόρτα του ταξί και θα πω χαίρετε και άσε τον κόσμο να καίγετε.
Μα τότε χριστιανέ μου, θα μου πείτε δικαιολογημένα, τρένο δεν σε χτύπησε, σε μάντρα δεν έπεσες, σε γήπεδο κατά λάθος δεν βρέθηκες, μολότοφ σε μπάτσο δεν πέταξες, τροχαίο δεν είχες, πώς στην ευχή κατάντησες έτσι άνθρωπέ μου;
Α ναι! Ξέχασα να σας πω και κάτι άλλο. Για να μη βάλετε τίποτα κακό με το στο νου σας. Εγώ είμαι άνθρωπος που δεν έχει εχθρούς. Μόνο φίλους έχω. Αυτό για να μη σας περάσει καμιά τρελή ιδέα πως κάποιος μου την έστησε και μ’ έκανε του αλατιού. Για μια ας πούμε γυναικοδουλειά. Εγώ πάνω απ’ όλα τη γυναικούλα μου και το στεφάνι μου.
Τώρα βέβαια, μ’ αυτήν την επιπλέον δήλωση, εξάπτω την φαντασία σας. Σας προβληματίζω.
Δικαιολογημένα και πάλι θα σκεφτείτε, χωρίς ανοιχτούς λογαριασμούς πώς έφτασα στο χειρουργείο σ’ αυτό το μαύρο χάλι;
Και όμως. Το βλέπετε. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει. Το βλέπετε με τα ίδια σας τα μάτια.
Μη κουράζεστε όμως. Γιατί όσα σενάρια και να κάνετε με το νου σας, πάλι δεν θα το βρείτε. Πάλι στο μαύρο σκοτάδι θα είστε. Γιατί δεν είναι μόνο αυτό που βλέπετε. Δεν είμαι μόνον εγώ στο νοσοκομείο. Στον αμέσως παραδίπλα θάλαμο, είναι και η πεθερούλα μου.
Πώς είπατε; Τι έχει η πεθερούλα μου;
Και τι δεν έχει η καημένη. Ευτυχώς που είναι όλα επιφανειακά. Γιατί στην ηλικία που είναι Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Ένα κάταγμα έχει μόνο στο δεξί χέρι, λίγο κάτω απ’ τον αγκώνα, και ένα στραμπούληγμα στο πόδι. Τίποτα σοβαρό. Ψιλοπράγματα. Είπαμε όμως. Μεγάλη γυναίκα είναι, ποτέ δεν ξέρεις. Οπωσδήποτε θα ’χετε ακουστά πως ο γέρος άνθρωπος, ή από πέσιμο ή από χέσιμο θα πάει.
Όχι! Όχι! Μην πάει ο νου σας στο κακό. Η πεθερούλα μου δεν είναι απ’ αυτές που μαυρίζουν το μάτι του γαμπρού. Που τα κάνουν όλα λίμπα. Ούτε και είναι αυτή η αιτία των παθών μου. Με αγαπάει. Άλλωστε σας το ξεκαθάρισα. Εμένα όλοι με αγαπάνε. Εγώ είμαι ο Λάκης το καλό παιδί. Στο όνομά μου πίνει νερό η πεθερούλα μου. Άλλωστε απ’ την πολύ αγάπη που μου έχει, βρίσκεται κι αυτή τώρα στο διπλανό θάλαμο.
Και τώρα και το τελευταίο. Το κερασάκι στην τούρτα όπως λένε.
Μ’ αυτό που θα ακούσετε τώρα θα μείνετε με ανοιχτό το στόμα. Λίγο πιο κάτω, στο τρίτο κρεβάτι, είναι και ο κουνιάδος μου. Το κουνιαδάκι μου ο Στράτος. Ευτυχώς! Αυτός λίγο πιο ελαφρά.
Ενδεχομένως, τώρα που σας τα λέω όλα αυτά, να ετοιμάζει ο θεράπων ιατρός και το εξιτήριο. Είδατε πόσοι είμαστε; Ολόκληρη οικογένεια. Μόνο η γυναίκα μου λείπει για να συμπληρωθεί το καρέ. Τυχερή αυτή. Το τελευταίο κτηματάκι που πήγε να ξεπαστρέψει στο χωριό, είναι αυτό που την γλίτωσε απ’ τη συμφορά. Γιατί μη νομίζετε πως ο ανελέητος εχθρός μου θα της χαριζότανε. Σίγουρα σε κάποιο κρεβάτι του νοσοκομείου θα την έστελνε κι αυτήν.
Ξέρετε, πολλά μπορεί να συμβούν. Στον καθένα μας. Εκεί που δεν το περιμένεις. Όπως έρχεται ο σεισμός. Που ξαφνικά, αγουροξυπνημένος ο Εγκέλαδος, αποφασίζει να τεντώσει λίγο τα χέρια του και με μιας, κάνει σκόνη ό,τι βρίσκεται από πάνω του.
Να μας συμβούν πράγματα που δεν έχουν περάσει ούτε για μια στιγμή απ’ το μυαλό μας. Να μας συμβούν σημεία και τέρατα. Να γυρίσουν τα πάνω κάτω. Να χώσει ο διάολος την ουρά του, που λένε, και απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, να βρεθεί ολόκληρη οικογένεια στο νοσοκομείο.
Τι νομίζεται, ότι θέλει πολύ για να γίνει το κακό.
Δεν λένε, και πολύ σωστά, πως, ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος;
Πείσμα εγώ, α, να κάτι που ξέχασα να σας πω. Είμαι λίγο πεισματάρης. Τι λίγο! Μουλάρι σκέτο. Εγώ φυσικά δε το αναγνωρίζω στον εαυτό μου αυτό το ελάττωμα. Κι ας μου το έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου.
Πρόσεξε παιδί μου Λάκη, μου έλεγε. Το γινάτι βγάζει μάτι παιδάκι μου. Πάλι καλά που δεν έβγαλα και τα μάτια μου! Πείσμα λοιπόν εγώ, πείσμα ο εχθρός μου, νάτο και έγινε το ‘’θαύμα’’.
Θα μου πείτε τώρα, και με το δίκιο σας, από πείσμα και μόνο βρεθήκατε ολόκληρη οικογένεια στο νοσοκομείο;
Ε ναι! Από πείσμα και μόνο. Αν θυμόμουν εκείνη την στιγμή την συχωρεμένη τη μάνα μου δεν θα το είχα πάθει.
Για να είμαι ειλικρινής, στην αρχή πεισμάτωσα μόνον εγώ. Τι πεισμάτωσα! Την αλήθεια να λέω. Λύσσαξα! Ξέρετε τι θα πει ‘’λύσσαξα’’. Έχασα τα λογικά μου! Παραφρόνησα! Τρελάθηκα! Δυνάμεις σκοτεινές, πανίσχυρες, έλεγχαν και υποκινούσαν τις πράξεις μου. Κάτι σαν κι αυτές, που λένε μερικοί, πως απεργάζονται την εξόντωση της ελληνικής οικονομίας. Αυτά που λέμε ξένα κέντρα, χωρίς να βλέπουμε τα δικά μας ‘’κέντρα’’. Τη δική μας καμπούρα. Αυτά που λέγαμε πριν… το πριμ…
Και το χειρότερο απ’ όλα που σ’ αυτή τη ‘’λύσσα’’, που σας έλεγα παράσυρα και την άμοιρη πεθερούλα μου και το κουνιαδάκι μου τον Στράτο. Δεν μου χρωστούσαν τίποτα οι άνθρωποι να βρίσκονται τώρα μαζί μου στην πτέρυγα της Πριγκίπισσας Αικατερίνης. Γιατί κακά τα ψέματα, τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Τέτοια δηλαδή πτέρυγα και τέτοια Πριγκίπισσα. Δεν μπορώ τώρα, θα σκάσω αν δεν σας το πω. Λέω για κείνο το όνειρο που είχα δει λίγο πριν απ’ τις εκλογές. Τι όνειρο Θεέ μου! Τι βλέπει ο άνθρωπος!
Ήταν λέει μια μέρα ηλιόλουστη. Χαρά Θεού. Χωρίς νέφος το λεκανοπέδιο και ρίπους. Καταγάλανος ο Αττικός ουρανός. Και ήμουν λέει καβάλα πάνω σ’ ένα τεράστιο πουλί. Τι πουλί Θεέ μου! Δυο μέτρα τα φτερά του. Και καθόμουν λέει αναπαυτικά στις φτερούγες του. Όπως καθόταν εκείνος ο Ινδός, επάνω στο μαγικό χαλί του και τον πήγαινε όπου ήθελε. Κι αυτό λέει το τεράστιο πουλί είχε δυο κεφάλια. Όπως και ο Δικέφαλος αετός. Και μιλούσαν και τα δυο κεφάλια. Κι εγώ τα κοίταζα κατάπληκτος. Και μετά από λίγο ήμουν σίγουρος, πως το ένα κεφάλι έμοιαζε με τον Παπανδρέου και το άλλο με τον Καραμανλή. Μου έδειχναν από κάτω το μαύρο τσιμεντένιο λεκανοπέδιο και μου έλεγαν πως αυτοί θα το γκρέμιζαν και πως στη θέση του θα έφτιαχναν έναν Παράδεισο.
Εκεί, μου έλεγαν και μου έδειχναν μια μαύρη τρύπα που έβγαιναν κάτι δηλητηριώδη αέρια, θα έφτιαχναν ένα πάρκο, αλλού μια καινούρια λεωφόρο, αλλού σχολεία, δενδροστοιχίες, νοσοκομεία. Και μου έλεγαν πως ό,τι κι αν πάθαινα στο μέλλον, μόλις θα έφτανα στο νοσοκομείο θα ήταν όλοι εκεί να με υποδεχτούνε. Ολάνοιχτη η εντατική. Πουπουλένια τα κρεβάτια. Πεντακάθαρο φαγητό. Μέσα σε πορσελάνινα πιάτα θα έτρωγα το φαγητό μου. Οι γιατροί, οι νοσοκόμες και ο πρόεδρος του νοσοκομείου θα με περίμεναν στην είσοδο με αγκαλιές λουλούδια. Θα ήμασταν λέει όλοι ξεχωριστές προσωπικότητες.
Και ξαφνικά, λέει, εκεί που τα άκουγα όλα αυτά και ήμουν μαγεμένος, και έτρεχαν τα σάλια απ’ το στόμα μου, και έλεγα ποιο απ’ τα δυο κεφάλια να διαλέξω, κάνει μια έτσι το πουλί και τινάζει τα φτερά του κι εγώ λέει χάνω την ισορροπία μου, και αρχίζω να πέφτω, να πέφτω, μέσα σ’ ένα κατάμαυρο βάραθρο που δεν είχε τέλος. Άπλωσα λέει τα χέρια μου και κοίταξα επάνω για βοήθεια και τρόμαξα λέει περισσότερο. Τα δυο κεφάλια με κοιτούσαν με κάτι τρομερά μάτια και έφευγαν κρώζοντας απαίσια.
Η μάνα μου η συχωρεμένη μου το εξήγησε το όνειρο την άλλη μέρα το πρωί. Λόγια παιδάκι μου και υποσχέσεις προεκλογικές. Μέχρι να σου αρπάξουν την ψήφο σου. Τι άλλο να ’ναι. Δεν το κατάλαβες;
Αυτό δηλαδή που λέγαμε. Έπεα πτερέοντα.
Στο θάλαμο τώρα.
Όποιος και να μου το ’λεγε, ότι θα γύριζε ο εικοστός πρώτος αιώνας και θα μας έβρισκε σε τέτοιο χάλι, δεν θα τον πίστευα. Η ελπίδα, λένε, πεθαίνει τελευταία. Γιατί το λέω αυτό; Τώρα περιμένετε να κουνήσω λίγο το χέρι μου να διώξω αυτή τη μικρή κατσαριδούλα που ανεβαίνει στο κεφάλι μου και θα σας εξηγήσω. Την έδιωξα. Μη ξαφνιάζεστε. Υπάρχουν κι άλλες


συνεχίζεται

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ

Με το ηλιοβασίλεμα, με τον Άγιο να αγκομαχάει, με όλες του τις δυνάμεις σε συναγερμό, μπήκαμε στο λιμάνι της Καλαμάτας.
Ο Άγιος είχε πολλές αβαρίες. Η φουρτούνα που μας είχε βρει στον κάβο Μαλιά, ένα πέρασμα που το φοβόντουσαν απ’ την αρχαιότητα όλοι οι ναυτικοί και που ο Παυσανίας το αποκαλεί ‘’ανεμόπληκτο’’ ακρωτήρι, ήταν άγρια.
Μια απ’ τις σωσίβιες λέμβους, απ’ τη μεριά που σκαρφάλωναν μανιασμένα τα κύματα, είχε αναποδογυρίσει σπάζοντας και ξεριζώνοντας μούρσους και καπόνια, και δυο ανεμοδόχοι της μηχανής είχαν παρασυρθεί απ’ τα κύματα. Το πουντέλι μιας μπίγας είχε ξεκολλήσει και καθώς η φουρτούνα είχε ξεσπάσει ξαφνικά τα κύματα είχαν αρπάξει απ’ το κατάστρωμα ένα σωρό πράγματα που δεν είχαν συμμαζευτεί.
Η βαριά ζημιά όμως ήταν που η θάλασσα είχε ξεπατώσει τη σταντζιέρα της πλώρης και τα ξάρτια κρέμονταν σαν σπασμένες κλωστές.
Απ’ την ίδια μέρα πέσανε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά. Εγώ έγινα η σκιά του λοστρόμου. Το κολαούζο του. Έτρεχα από πίσω του όλη τη μέρα προσπαθώντας να μαντέψω την επόμενη κίνησή του. Κουβάλησα μουσαμάδες, δίχτυα, μπογιές, πασαλείφτηκα με λάδια και γράσους και το βράδυ έπεσα ψόφιος απ’ την κούραση. Το πρωί ήμουν πιασμένος. Τρόμαξα να κατέβω απ’ την κουκέτα μου.
- Θα συνηθίσεις, είπε ο γέρο-φίλος μου που άκουσε το βογκητό μου. Έτσι είναι τις πρώτες μέρες. Είσαι αμάθητος ακόμη. Άντε τώρα πάμε για καφέ.
Έβαλε το σκούφο του και κοντοστάθηκε.
- Αντώνη με λένε, είπε. Αντώνη να μες λες.
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Με κάτι μεγάλα βήματα είχε βγει κιόλας στο κατάστρωμα. Τον ακολούθησα κρατώντας τη μέση μου. Πονούσα σε κάθε βήμα.
Στη βδομάδα πάνω, όλες οι ζημιές στο κατάστρωμα είχαν μαζευτεί και λίγα πράγματα έμεναν ακόμη να γίνουν. Κάτω στη μηχανή όμως, οι επισκευές πήραν λίγο παραπάνω. Τα οξυγόνα δούλευαν μέρα-νύχτα και οι μηχανικοί είδαν το φως της μέρας, μόνο όταν ο Πρώτος μηχανικός είπε να σηκώσουν ατμό.
Ο Άγιος ζωντάνεψε. Η μεγάλη και γενναία καρδιά του ξαναχτύπησε. Όμως δεν σαλπάραμε. Ο Άγιος για να βγει ξανά στο πέλαγος έπρεπε να πάρει κι ένα ‘’certificate of seaworthiness’’ όπως άκουγα να λένε, και γι αυτό θα περιμέναμε να ’ρθει ο επιθεωρητής απ’ τον Πειραιά.
Αν και βρισκόμασταν στην καρδιά του χειμώνα και λίγες μέρες πριν είχαμε δει τον χάρο με τα μάτια μας, εκείνο το απομεσήμερο ήταν γλυκό και ζεστό. Μπουνάτσα η θάλασσα και πάνω στον Άγιο όλα έτοιμα για επιθεώρηση. Από ώρα σε ώρα περιμέναμε να ’ρθει ο καπετάν Ανδρέας μαζί με τον επιθεωρητή.
Χάζευα ακουμπισμένος στη κουπαστή, με τη σκέψη μου στην Μελιώ και στο γράμμα που της είχα στείλει.
Δυο ολόκληρες σελίδες της είχα γράψει και ούτε λέξη για τη φουρτούνα. Ούτε νύξη για το χάρο που είδα με τα μάτια μου. Δεν ήθελα να την φοβίσω. Μόνο λόγια αγάπης της έγραφα και για τον καινούριο φίλο μου. Το γέρο φίλο μου. Το δάσκαλό μου. Να Νικήτα, αυτό το σχοινί το λένε σφιλάτσο. Αυτό το μεγάλο ξύλινο σφυρί, ματσόλα. Αυτόν τον κάβο, τον χοντρό, τον λένε γούμενα. Είναι ο πιο δυνατός. Κρατάει γερά το καράβι. Αυτό κουβούσι. Αυτό το σίδερο καβίλια. Μ’ αυτό πλέκουμε τα σχοινιά. Αυτό αρτάνη. Εκείνα είναι τα όκια. Αυτό το λένε μπαστέκα. Αυτό τροχαλία. Δεν σταματούσε να με μαθαίνει. Μια μέρα σκέφτηκα να τα γράφω και να κάνω ένα μικρό λεξικό τόσα πολλά που ήταν.- Θα φτιάξω ένα λεξικό Αντώνη, του είπα, πού να τα θυμάμαι όλα αυτά;- Άσ’ το, μου είπε, δεν σου χρειάζεται. Άχρηστο είναι. Μ’ αυτά θα ζεις μέρα-νύχτα. Λίγες μέρες ακόμη και θα τα ξέρεις όλα.
Γράμμα ερωτικό δεν είχα ξαναγράψει. Δυσκολευόμουν να βρω τις λέξεις. Να περιγράψω αυτό που αισθανόμουν. Το χέρι μου οδηγιόταν απ’ την καρδιά μου. Έγραφα λόγια αγάπης και υποσχέσεις. Ό,τι δεν είχα προλάβει να της πω, της το έγραψα. Της υποσχόμουν ότι μόνο ένα χρόνο θα έλειπα και πως αμέσως μόλις θα γύριζα θα αρραβωνιαζόμασταν. Της έγραφα, ότι μόλις θα γινόμουν καπετάνιος, θα την έπαιρνα στο καράβι για να ταξιδέψουμε μαζί σ’ όλο τον κόσμο. Της έγραφα πως θα της ήμουν πιστός και της ορκιζόμουνα πως άλλη γυναίκα δεν θα έμπαινε ανάμεσά μας. Και επειδή, εκείνο το φιδάκι που είχε φωλιάσει στην καρδιά μου έβγαινε κάπου-κάπου και με δάγκωνε πονετικά, της έγραφα πως δεν ήθελα να ’χει και πολλά-πολλά με τον φίλο μου τον Σταμάτη.
Το είχα διαβάσει τρεις και τέσσερις φορές και είχα τελειώσει κι εγώ με τις τρεις μαγικές λεξούλες.
Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ!
Το ταχυδρόμησα στο σπίτι της Μίνας. Εκεί είχαμε συμφωνήσει να τις στέλνω τα γράμματα. Ήταν η καλύτερη φίλη της. Κανένας δεν θα μάθαινε τίποτα.

*

Τίποτα δεν είναι χειρότερο απ’ το να βλέπεις τα όνειρα που έκανες παιδί, να θρυμματίζονται. Να γίνονται κομμάτια. Και τίποτα δεν σε κάνει περισσότερο δυστυχισμένο, απ’ το να βλέπεις αυτό που ήθελες να καταχτήσεις να είναι βρόμικο, κι εσύ να το αγαπάς και να μην μπορείς να το αποχωριστείς.
Ένα δίσκο μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι και ποτήρια μου έδωσε ο καμαρότος για να τα πάω στο καρέ των αξιωματικών. Εκεί ήταν όλοι μαζεμένοι μετά την επιθεώρηση. Ο καπετάν Ανδρέας, ο καπετάν Μάρκος, ο Πρώτος μηχανικός και ο κύριος επιθεωρητής. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και οι φωνές τους ακούγονταν έξω. Όλοι ήταν σκυμμένοι επάνω σε κάτι μεγάλα σχέδια που ήταν απλωμένα στο τραπέζι.
Έκανα να μπω όμως η φωνή του επιθεωρητή με μαρμάρωσε στην πόρτα.
- Με τέτοιες αβαρίες, δεν μπορεί να ταξιδέψει ο Άγιος καπετάν Ανδρέα. Θα πνιγούνε όλοι και....
Η βροντερή φωνή του καπετάν Ανδρέα δεν τον άφησε να συνεχίσει.
- Ώστε έτσι λοιπόν κύριε επιθεωρητή, αυτή είναι η γνώμη σου;
- Αυτή είναι καπετάν Ανδρέα. Ο Άγιος δεν μπορεί να κάνει αυτό το ταξίδι. Η μηχανή έχει μεγάλες αβαρίες. Το ραντάρ θα τους αφήσει και χώρια που ο ασύρματος έχει κι αυτός τα χάλια του. Χρειάζονται άλλες δέκα μέρες για να…
Έκανα πάλι να μπω αλλά η φωνή του καπετάν Ανδρέα με ξανασταμάτησε. Μου λύγισε τα γόνατα. Λίγο ακόμη και θα μου έπεφτε και ο δίσκος απ’ τα χέρια.
- Ώστε έτσι λοιπόν! φώναξε αγριεμένος χωρίς να τον αφήσει πάλι να τελειώσει, ο Άγιος δεν μπορεί να ταξιδέψει! Τα κουζινέτα, τα έμβολα πιέσεως, ο ασύρματος, το ραντάρ, οι σκουριές…
Σταμάτησε και άρχισε να βηματίζει νευρικά. Ύστερα από λίγο η φωνή του ακούστηκε οργισμένη.
- Ξέρεις τι λέω εγώ κύριε επιθεωρητή; Το δίπλωμα που ’χεις να το κάνεις κωλοσφούγγι και να σκουπίσεις μ’ αυτό τον κώλο σου!
- Μα... καπετάν Ανδρέα...
- Σκατά! φώναξε έξαλλος ο καπετάν Ανδρέας. Δεν έχει μα και ξεμά! Ξέρεις τι θα πει να μείνει ο Άγιος δέκα μέρες στο λιμάνι κύριε επιθεωρητή; Τι νομίζεις πως έχουμε στ’ αμπάρια; Μινεράλι ή παλιοσίδερα; Στάρι έχουμε γαμώτο! Στάρι έχουμε! Το ξέρεις ή δεν το ξέρεις; Ξέρεις ό,τι ο Άγιος έπρεπε τώρα να ξεφορτώνει στη Gdynia. Ξέρεις ότι το συμβόλαιο σε λίγες μέρες θα λήξει; Μπορεί να μου πει κάποιος, τι θα γίνουν οι επτά χιλιάδες τόνοι στάρι που έχει στ’ αμπάρια του; Αν δεν το ξέρετε να σας το πω εγώ να το μάθετε. Θα το πετάξουμε στη θάλασσα γαμώτο! Αυτό θα κάνουμε!
Η φωνή του επιθεωρητή ακούστηκε ταραγμένη.
- Είναι επικίνδυνο καπετάν Ανδρέα, είναι…
- Άσ’ τα αυτά γαμώτο μου. Άσ’ τα αυτά! Τα ξέρω! Έχω ταξιδέψει καράβι και σε χειρότερη κατάσταση, τον σταμάτησε ο καπετάν Ανδρέας. Εγώ άλλο θέλω να μου πεις. Θέλω να μου πεις ποιος κερατάς θα πληρώσει του Πολωνούς; Εσύ κύριε επιθεωρητή; Εσύ καπετάν Μάρκο, ή μήπως εσύ κύριε Πρώτε; Εγώ θα πληρώσω κύριοι! Εγώ θα πληρώσω γαμώτο μου! βρυχήθηκε χτυπώντας με δύναμη το χέρι του επάνω στο
τραπέζι και σκορπίζοντας ένα γύρω όλα όσα υπήρχαν επάνω. Ε, όχι λοιπόν, συνέχισε τονίζοντας μια-μια τις λέξεις, σας το λέω, ξεκάθαρα. Ό Άγιος θα σαλπάρει σήμερα. Θα σηκώσετε άγκυρα και θα φύγετε. Θα φύγετε και θα πάτε το στάρι στους Πολωνούς. Γι αυτό σας πληρώνω. Γι αυτό ακουμπάτε τα ωραία μου λεφτά στην τράπεζα.
Σταμάτησε και γύρισε στον καπετάν Μάρκο.
- Που θα βρεις καπετάν Μάρκο τις τριακόσιες που παίρνεις; Εσύ Πρώτε που σε πήρα από Τρίτο και σ’ έκανα Πρώτο, που θα πάρεις τις διακόσιες; Πουθενά κύριε Πρώτε! Πουθενά! Τ’ άκουσες; Όσο για σένα κύριε επιθεωρητή όπως και να βρήκες τον Άγιο, θα μου δώσεις πιστοποιητικό σήμερα. Εδώ! Τώρα, αμέσως! Αρκετά γέμισες την κάσα σου με δικά μου λεφτά. Γι αυτό σε πληρώνω. Γι αυτό σας πληρώνω όλους. Θα φύγει ο Άγιος σήμερα. Αν δεν σας αρέσει πάρτε δρόμο! Υπάρχουν πολλοί που περιμένουν να πάρουν τις τριακόσιες λίρες.
Άκουγα ασάλευτος.
Μαρμαρωμένος. Κρατούσα ακόμη και την ανάσα μου.
Κάτι πήγε να πει ο καπετάν Μάρκος αλλά ο καπετάν Ανδρέας δεν τον άφησε.
- Ξέρω! Ξέρω καπετάν Μάρκο! Τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις. Για το Bay και για τα αρσενικά καράβια που τον περνάνε. Και ο Άγιος αρσενικός είναι καπετάν Μάρκο. Κι εσύ αρσενικός είσαι. Δεν υπάρχουν γυναίκες στον Άγιο. Όσο για τ’ άλλα, για μηχανές και ραντάρ, τα ξέρω αυτά. Αλλά εσύ να τα ξεχάσεις καπετάν Μάρκο. Ή είσαι καπετάνιος με αρχίδια ή δεν είσαι. Πάρε τον Άγιο και πήγαινε το στάρι στους γαμημένους τους Πολωνούς και ύστερα βάλτο στη δεξαμενή και κάνε ό,τι θέλεις. Αλλιώς... μάζεψέ τα κι εσύ και δίνε του!
Με τη βουβαμάρα που έπεσε με τα τελευταία λόγια του καπετάν Ανδρέα, τα ποτήρια που χτύπησαν μέσα στο δίσκο που κρατούσα στα δυο μου χέρια ακούστηκαν μέχρι μέσα και μαρτύρησαν την παρουσία μου. Κανένας δεν κατάλαβε πως ήμουν εκεί και τους άκουγα.


συνεχίζεται

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ

*


Ξύπνησα αλαφιασμένος. Στην αρχή, νόμιζα πως ήταν στο όνειρό μου. Πως έβλεπα ένα άσχημο όνειρο. Έναν φρικτό εφιάλτη. Μου ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν και τι μου συνέβαινε. Μετά κατάλαβα πως ο γέρος από κάτω με τραβούσε δυνατά και μου φώναζε. Κρότοι δαιμονισμένοι έρχονταν απ’ το βάθος της πρύμης και παφλασμοί από νερά που τους ένιωθα δίπλα μου. Από κάτω μου. Ανασηκώθηκα στη στενή κουκέτα τρομαγμένος.
«Έλα μικρέ! Κατέβα! Έχουμε φουρτούνα, πρέπει να πάμε στη μέση!» μου φώναξε.
Πετάχτηκα επάνω τρομαγμένος. Χτύπησα το κεφάλι μου στον μπουλμέ και συνήλθα για τα καλά. Κοίταξα κάτω και τα έχασα. Η καμπίνα ήταν γεμάτη με νερά και με το μποτσάρισμα χτυπούσαν τι μια εδώ και την άλλη εκεί. Η βαλίτσα μου, που την είχα ακουμπήσει κοντά στην πόρτα, τώρα έπλεε μες τα νερά. Σαλτάρισα κάτω. Το παγωμένο νερό με καταξύπνησε. Τσαλαβούτησα για να βρω τα παπούτσια μου. Τα φόρεσα με τα νερά μέσα και έπιασα το απλωμένο χέρι του γέρου.
«Έλα μικρέ. Πάτα γερά και ακολούθα με. Κράτα γερά και αγάντα».
Τον κοίταζα με τα μάτια γουρλωμένα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τα είχα εντελώς χαμένα. Τι ήταν αυτό το νερό; Τι ήταν αυτοί οι κρότοι; Πώς πήγαινε έτσι ο καράβι και δεν μπορούσα να κρατηθώ στα πόδια μου;
Ο γέρος δεν μου άφησε χρόνο για περισσότερες σκέψεις. Με άρπαξε απ’ το χέρι και με παρέσυρε έξω απ’ την καμπίνα. Περάσαμε τη σιδερένια πόρτα που ήταν ολάνοιχτη και βρεθήκαμε έξω στην κουβέρτα. Ξημέρωνε. Μόλις αντίκρισα τη θάλασσα η καρδιά μου έκανε ένα τράνταγμα που παραλίγο να σπάσει. Μανιασμένα κύματα, βουνά ολόκληρα, ορμούσαν το ένα πίσω απ’ το άλλο, σκαρφάλωναν στην κουβέρτα χτυπώντας με μανία ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και έφευγαν απ’ την άλλη μεριά αφήνοντας πίσω τους αφρούς και συντρίμμια.
«Μη φοβάσαι!» μου φώναξε «λίγα μέτρα ακόμη. Κρατήσου γερά!».
Προσεχτικά, βήμα-βήμα, περάσαμε το άνοιγμα ανάμεσα στα δυο αμπάρια της πρύμης για να βρεθούμε στη σκάλα που έβγαζε στη μέση. Στο πάνω κατάστρωμα. Ξαφνικά ένα ολόκληρο βουνό σκαρφάλωσε απ’ την κουπαστή και με σκέπασε ολόκληρο. Έβγαλα μια κραυγή και κρατήθηκα μ’ όλη μου τη δύναμη απ’ το σχοινί για να μην κομματιαστώ πάνω στα σίδερα.
«Μη φοβάσαι! Εγώ είμαι δω!» μου φώναξε ο γέρος μέσα στο χαλασμό «ένα βήμα ακόμη και φτάσαμε! Κρατήσου γερά απ’ τη βαρδαμάνα!»
Χέρια δυνατά απλώθηκαν και μ’ άρπαξαν απ’ τις μασχάλες και την άλλη στιγμή βρέθηκα στο πάνω κατάστρωμα. Πίσω μου άκουγα τη φωνή του γέρου.
«Τη σκαπουλάραμε μικρέ! Άγιο είχαμε! Κάνε το σταυρό σου!»
Έκανα το σταυρό μου και είπα μέσα μου προσευχή. Μου την είχε μάθει η Κωνσταντίνα όταν ήμουν μικρός.
Βρεγμένος μέχρι το κόκαλο και με τα πόδια μου να κολυμπάνε μες τα νερά, έτρεμα ολόκληρος και μόλις είχα αρχίσει να φοβάμαι στ’ αληθινά. Όλο το θάρρος και η τόλμη που είχα δείξει λίγα λεπτά νωρίτερα, είχαν εξατμιστεί καθώς στο χάραμα, που μόλις ερχόταν για να μας βγάλει απ’ το πηχτό σκοτάδι, έβλεπα με δέος τα αφρισμένα κύματα που έφταναν ψηλά και γίνονταν ένα με τον ουρανό.
Ο γέρος που στεκόταν πλάι μου χαμογέλασε και γύρισε σ’ έναν που απ’ το στόμα του κρεμόταν ένα τσιμπούκι σβηστό.
«Βρε λοστρόμε», είπε «δεν δίνεις στο μικρό καμιά νιτσεράδα μην αρπάξει καμιά πούντα».
Ο λοστρόμος έβγαλε τη δική του.
«Φόρεσέ τη και κάτσε εκεί, στο στόκολο», είπε δείχνοντάς μου μια μικρή πορτούλα που από εκεί μέσα ακουγόταν το αγκομαχητό της μηχανής.
Κάθισα στο μέρος που μου έδειξε ο λοστρόμος. Ήταν μια μακριά σιδερένια σχάρα που από κάτω ανέβαινε ζεστός αέρας. Ένιωσα κάπως καλύτερα, αλλά ακόμη τουρτούριζα απ’ το κρύο. Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα ένιωθα ξυλιασμένα. Από κάτω, έφταναν στ’ αφτιά μου κρότοι δαιμονισμένοι. Ήταν απ’ τη μηχανή. Απ’ την καρδιά του Άγιου Γεράσιμου που χτυπούσε αργά, δυνατά, παλεύοντας παλικαρίσια με τα μανιασμένα κύματα.
Ξαφνικά, μια φωνή τόσο δυνατή, που πέρασε πάνω απ’ την κοσμοχαλασιά μας έκανε να γυρίσουμε τα κεφάλια μας.
«Ρε παιδιάαα! Χρόνια πολλά ρε παιδιάαα! Χριστούγεννα είναι σήμερα ρε παιδιά!»
Ήταν ένας ψηλός και αδύνατος. Φορούσε νιτσεράδα και στο κεφάλι του ένα αδιάβροχο καπέλο. Αργότερα έμαθα πως αυτό το καπέλο το έλεγαν σκουάμ.
«Ναι ρε παιδιά! Χριστούγεννα είναι! Καλά λέει ο Καρκαλέτσος. Χρόνια πολλά!» φώναξε και ο γέρος που ακόμη στεκόταν δίπλα μου.
«Χρόνια πολλά ρε παιδιά!» φώναξε ένας άλλος που βγήκε από μια σιδερένια πόρτα από πάνω μέχρι κάτω μες τη μουντζούρα.
Μετά από λίγο, από παντού ακούγονταν ευχές
«Χρόνια πολλά παιδιά. Του χρόνου στα σπίτια μας» φώναξε ένας που βγήκε απ’ την κουζίνα.
«Άντε ρε μάγειρα!» είπε ο λοστρόμος «φέρε κάνα μπουκάλι και κάνα μελομακάρονο να το γιορτάσουμε!» Τους κοιτούσα με δέος. Τι άντρες ήταν αυτοί; Που βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, είχαν ξεχάσει τα κύματα που έσκαγαν με λύσσα στο κατάστρωμα και χύνονταν απειλητικά πάνω στ’ αμπάρια και εύχονταν μέσα απ’ την καρδιά τους ο ένας στον άλλο καλά Χριστούγεννα. Τι θαλασσόλυκοι ήταν αυτοί που ήθελαν μέσα σ’ αυτή την αντάρα να πιούνε ουίσκι και να φάνε μελομακάρονα και να ευχηθούν χρόνια πολλά;
«Φέρνω τσάσκες» φώναξε ένας που κρατούσε στα χέρια του ένα τεράστιο ξύλινο σφυρί και αμέσως χάθηκε πίσω από μια μικρή σιδερένια πόρτα.
Γύρισα και κοίταξα τον γέρο. Μου χαμογελούσε. Έκανα μόνο μια γκριμάτσα.
«Χρόνια πολλά μικρέ» μου είπε και πήρε την τσάσκα που του έδινε αυτός με το τεράστιο ξύλινο σφυρί και που απ’ την άλλη μέρα κιόλας έμαθα πως το έλεγαν ματσόλα και ήταν για να χτυπάνε τις σφήνες στ’ αμπάρια.
Σε λίγο κατέφθασε ο μάγειρας με το ουίσκι και τα μελομακάρονα. Γέμισε τις τσάσκες και για άλλη μια φορά ακούστηκαν από παντού ευχές. Ο γέρος με πλησίασε και μου έβαλε και μένα στο χέρι μια τσάσκα και ένα μελομακάρονο.
«Έλα, πιες κι εσύ λίγο!» μου είπε.
Τον κοίταξα με τα μάτια θολά. Το κεφάλι μου δεν κρατιόταν άλλο στη θέση του. Ένιωθα το στομάχι μου να ξεκολλάει. Σηκώθηκα ζαλισμένος και κάνοντας δυο-τρία βήματα πιάστηκα από ένα σίδερο γυρίζοντας τα μούτρα μου απ΄ την άλλη. Την άλλη στιγμή έβγαλα τα σωθικά μου.
«Μακριά, να κοιτάς! Έτσι είναι την πρώτη φορά. Όλοι το ’χουμε περάσει» άκουσα δίπλα μου τη φωνή του γέρου.
Γύρισα. Τα κατάφερα να κάνω μια γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο. Είχα ένα φίλο. Μου παραστεκόταν σαν πατέρας.
«Να, πάρε» είπε και μου έβαλε στο χέρι μια άλλη τσάσκα με νερό «πιες το σιγά-σιγά. Γουλιά-γουλιά. Και να κοιτάς πέρα, μακριά» ξανάπε.
Καθάρισα το στόμα μου από κείνη τη ξινή γεύση που με ανακάτευε και σιγά-σιγά ξεκαθάρισε και το μυαλό μου. Ήπια λίγο απ’ το ουίσκι και γυρνώντας απ’ την άλλη το έφτυσα αμέσως. Μου φάνηκε πως γέμισα το στόμα μου με καυτερό οινόπνευμα. Για να φτιάξω τη γεύση μου δοκίμασα λίγο απ’ το μελομακάρονο, ενώ σκεφτόμουν το δικό μου δεματάκι, με τα φοινίκια και τους κουραμπιέδες που είχε φτιάξει η μάνα μου με τα κορίτσια και που τελευταία φορά που το είχα δει έπλεε μες στα νερά της καμπίνας μαζί με τη βαλίτσα μου.

Εκεί πάνω, στο δεύτερο κατάστρωμα, τα κύματα δεν έφταναν με την ίδια ορμή. Τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Μπορούσα τουλάχιστον να στηριχτώ στα πόδια σου. Κρατιόμουν γερά απ’ ένα πουντέλι και κοιτούσα μακριά όπως με είχε συμβουλέψει ο γέρος.
Σε μαύρα βουνά σκαρφάλωνε ο Άγιος Γεράσιμος και την άλλη έπεφτε σε βαθιές χαράδρες. Που βρισκόμαστε; Αναρωτήθηκα. Πόσο έχουμε ταξιδέψει; Σε ποια θάλασσα είμαστε;
Γύρω μου τώρα δεν βρισκόταν κανένας για να μου δώσει απάντηση. Με το φως της ημέρας, ο λοστρόμος και όλοι οι ναύτες είχαν φύγει για να κάνουν έλεγχο στα αμπάρια. Οι μισοί είχαν τραβήξει για την πρύμη και οι άλλοι μισοί για την πλώρη. Κοντά-κοντά ο ένας με τον άλλο. Τους έβλεπα από κει ψηλά. Έσκυβαν και εξέταζαν τα αμπάρια. Τους μουσαμάδες, τα δίχτυα τις σφήνες. Τους έβλεπα και τους θαύμαζα. Τα ίδια θα κάνουν και οι άλλοι στην πλώρη, σκέφτηκα, και μαζί τους θα είναι και ο γέρος που ακόμη δεν ήξερα το όνομά του.
Μια αστραπή έσκισε ξαφνικά στα δυο τα ουράνια και το μπουμπουνητό που ακολούθησε με ξεκούφανε. Μαύρα σύννεφα σπρωγμένα απ’ το δυνατό άνεμο έτρεχαν φρενιασμένα μεταφέροντας τη βροχή μακριά. Ό,τι είχα διαβάσει για μεγάλες φουρτούνες και καταιγίδες δεν συγκρινόταν μ’ αυτό που ζούσα και έβλεπα. Ο ατέλειωτος Άγιος Γεράσιμος, έτσι μου είχε φανεί όταν ξεκίνησα να πάω στο πούπι, στην πρύμη, που με είχε στείλει ο γέρος, ατέλειωτος, τώρα, καθώς πάλευε στήθος με στήθος ανάμεσα σε βουνά από κύματα που ορθώνονταν απ’ όλες τις μεριές, μου φαινόταν μικρός σαν καρυδότσουφλο. Η προσευχή που με τόσο πείσμα μου είχε μάθει η Κωσταντία ανέβηκε αυθόρμητα στα χείλια μου και έκανα πάλι τον σταυρό μου παρακαλώντας να καταλαγιάσει αυτή η φοβερή φουρτούνα.
Μετά από λίγο οι ναύτες ξαναμαζεύτηκαν στο πάνω κατάστρωμα. Φαίνονταν όλοι κουρασμένοι και ανήσυχοι. Μερικοί μουρμούριζαν πως στη μηχανή είχε παρουσιαστεί κάποια ζημιά. Ο γέρος ήταν ανάμεσά τους. Μου έκλεισε το μάτι φιλικά. Του γέλασα. Ήταν φίλος μου. Ο πρώτος φίλος που έκανα στη θάλασσα.

«Η βοηθητική φτιάχτηκε! Κάποιος να το πει στον καπετάνιο!» φώναξε ένας που ξεπρόβαλε ξαφνικά στη σκάλα της μηχανής.
Έτσι όπως ήταν πασαλειμμένος με λάδια και μουντζούρες μου φάνηκε πως ξεπρόβαλε ξαφνικά απ’ τα τάρταρα της γης. Δεν ήξερα τι πράγμα ήταν η «βοηθητική». Απ’ τη χαρά όμως που έδειξαν όλοι γύρω μου κατάλαβα πως ήταν κάτι πολύ σπουδαίο.
Στη θάλασσα, όλα γίνονται ξαφνικά και αναπάντεχα. Η φύση δεν δίνει λογαριασμό πουθενά. Έχει τους δικού της νόμους. Ο άνθρωπο δεν μπορεί να τους αλλάξει. Αλίμονο αν το μπορούσε! Θα χάλαγε την ομορφιά της!
Τα κύματα που σκαρφάλωναν επάνω στον Άγιο και περνούσανε αφρισμένα απ’ την άλλη μεριά χαμηλώσανε. Τα μαύρα κύματα πήρανε άλλο χρώμα. Γαλάζια. Ανάλαφρα, παιχνιδιάρικα. Τρέχανε στα πλευρά του Άγιου και κει που πριν λίγο έσκαζαν με ορμή και μανία, τώρα τον χάιδευαν και του έκαναν ένα σωρό τρελά παιχνίδια κι αυτός, τραυματισμένος, αλλά νικητής σ’ αυτή τη θανάσιμη πάλη του, δεχόταν με ευχαρίστηση το απαλό τους χάδι.
Αργά το απόγευμα, με τον Άγιο να αγκομαχάει, με όλες του τις δυνάμεις σε συναγερμό, μπήκαμε στο λιμάνι της Καλαμάτας. Καθώς όλοι ήταν απασχολημένοι με το αγκυροβόλιο και δεν μου έδινε κανένας σημασία, βρήκα ευκαιρία να διαβάσω και το γράμμα της Μελιώς.
Το άνοιξα προσεκτικά. Βρεγμένο καθώς ήταν κινδύνευε να διαλυθεί στα χέρια μου.
Τρεις λεξούλες όλες κι όλες.
Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ!Τρεις λεξούλες που τα γέμισαν όλα με φως.
Κάβοι, σχοινιά, σίδερα, βίντζια, άλμπουρα, ακόμη και η καπνισμένη τσιμινιέρα, όλα, λούστηκαν στο φως.

συνεχίζεται

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ ΥΤΥΤΥΤ

Ο πουνέντες αγρίεψε. Κατά την Κούλουρη ο καιρός έγινε μαύρος. Γύρευε να με διώξει. Ξανοιγόμουν πολύ και γύρευε να με γυρίσει πίσω. Ο ήχος απ’ τα κρεμάμενα έφτασε στα αυτιά μου. Εγώ όμως ήθελα να μείνω. Τακτοποίησα καλύτερα τα μάλλινα στο στήθος μου, φώναξα στο μικρό για ένα ακόμη κονιάκ και ασυναίσθητα άναψα το δεύτερο τσιγάρο. Ας λέει ό,τι θέλει ο Μηνάς, είπα και ρούφηξα λαίμαργα τον καπνό.

Ένας γλάρος σπάθισε τον αέρα, πέρασε ξυστά ανάμεσα απ’ τα ξάρτια και βούτηξε στην πρύμη της Άγιας Κυριακής. Το έβλεπα καθαρά το όνομά. Άσπρα μεγάλα γράμματα στη μάσκα, δεξιά. Ναύτες δούλευαν στο βαρούλκο. Η Άγια Κυριακή έλυνε κάβους. Το βαρούλκο, αργά, δυνατά, έσερνε επάνω τη λασπωμένη άγκυρα. Έβλεπα κιόλας τους ναύτες στο στρίντζο, να τραβούν με τη σκύλλα κλειδί με κλειδί.
Μικρό, γερό σκαρί, το Άγια Κυριακή. Στο ρυμουλκό πέταξαν κάβο. Μανούβρες. Πρόσω ηρέμα. Σε λίγα λεπτά, στο ανοιχτό πέλαγος. Μόνο του. Το ρυμουλκό έριξε τον κάβο. Μπράτσα δυνατά τον φέρνουν επάνω.
Τρία σφυρίγματα και το αντιχαιρέτισμα απ' το ρυμουλκό.
Θυμήθηκα το γέρο φίλο μου.
Καλά είναι ρε Νικήτα στο λιμάνι, μου έλεγε, ένα βράδυ που σαλπάραμε για το Τσιμπότε, και και ο καιρός έξω ήταν στις μαύρες του, αλλά να ξέρεις τα καράβια είναι φτιαγμένα για να ταξιδεύουν και όχι για να κάθονται δεμένα στα λιμάνια.

*


Έτσι βγήκε και ο Άγιος Γεράσιμος στο πέλαγος εκείνη την παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, παραμονή της γέννησης του Θείου βρέφους, και κανένας δεν ήξερε τι μας περίμενε λίγο παρακάτω.

Έλα το χειμώνα και βλέπουμε. Ίδια, στερεότυπη, ήταν η απάντηση που έπαιρνα όλο το καλοκαίρι που έψαχνα για μπάρκο χτυπώντας την μια πόρτα μετά απ’ την άλλη. Αυτό είχα κάνει. Απ’ τα μέσα του Δεκέμβρη είχα πάρει ξανά σβάρνα απ’ την αρχή όλα τα ναυτικά γραφεία που έκαναν πληρώματα. Μου είχε καρφωθεί η ιδέα, πως εκείνες τις άγιες μέρες, πολλοί λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα έψαχναν για μπάρκο. Όλοι θα ήθελαν να περάσουν τα Χριστούγεννα με τις οικογένειές τους και ύστερα θα έβλεπαν.

Παραμονή των Χριστουγέννων και κατά το μεσημεράκι είχα απογοητευτεί. Η πίστη μου με είχε εγκαταλείψει. Η ελπίδα που είχα, πως τις μέρες εκείνες θα έβρισκα πιο εύκολα καράβι να μπαρκάρω έσβηνε σιγά-σιγά καθώς το ένα γραφείο μετά το άλλο το έβρισκα κλειστό. Και όσα ακόμη βρίσκονταν ανοιχτά, οι άνθρωποι που δούλευαν μέσα βαριόντουσαν ακόμη και να με κοιτάξουν. Μαζί μ’ αυτά, κι ένα καρφί στο τακούνι, είχε ξεπεράσει τη σόλα και μου τρυπούσε αργά, βασανιστικά την πατούσα. Ένιωθα κιόλας
μέσα την κάλτσα μου υγρή απ’ το αίμα. Είχα τα χάλια μου. Ήμουν ένα ράκος. Απογοητευμένος, απελπισμένος και με την πατούσα μου μόλις να μπορώ να την πατήσω χάμω. Και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενα, πάνω που ήμουν έτοιμος να πάρω το δρόμο της επιστροφής, η τύχη μου χαμογέλασε.
Στο γραφείο που αποφάσισα έστω και λίγο μουδιασμένος να μπω, πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής, ήταν το μοναδικό που είχα περάσει και ξαναπεράσει απ’ έξω, χωρίς να βρω το κουράγιο να ανοίξω τη βαριά ξύλινη πόρτα. Ο τεράστιος αγριάνθρωπος με το μεγάλο πούρο στο στόμα που στεκόταν μέσα απ’ το τζάμι μου έκοβε τον αέρα.
Ο τολμών νικά, είπα μέσα μου επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο που μου είχε απομείνει και έσπρωξα αποφασιστικά την πόρτα.
«Τι γυρεύεις νεαρέ;» βρυχήθηκε ο αγριάνθρωπος μόλις πέρασα την τζαμένια πόρτα.
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε; Θέλεις η συσσωρευμένη απογοήτευση, θέλεις η απελπισία μου που θα γύριζα πάλι στο σπίτι απογοητευμένος και θα άκουγα πάλι γκρίνια και κλάψες, όχι μόνο δεν δείλιασα μπροστά στον αγριάνθρωπο, όχι μόνο δεν στέγνωσε το στόμα μου και ο άτιμος ο κόμπος δεν μου έφραξε το λαιμό μου, όπως γινόταν κάθε φορά που με ρωτούσαν ‘’τι θέλεις μικρέ;’’, αλλά μάλλον ήμουν και λίγο πιο απότομος απ’ όσο έπρεπε.
«Δουλειά θέλω!» είπα αυθόρμητα χωρίς να κατεβάσω τα μάτια.
Ο αγριάνθρωπος με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Τι δουλειά θέλεις; Τι ξέρεις να κάνεις;» με ρώτησε το ίδιο άγρια και ήταν σαν να με μάλωνε.
«Τίποτα!» είπα και πισωπάτησα ξέροντας εκ των προτέρων την απάντηση αφού δεν ήξερα να κάνω τίποτα.
«Έλα δω! Που πας; Γιατί ήρθες εδώ;» με κατακεραύνωσε ο αγριάνθρωπος.
«Να γίνω ναυτικός!» βρήκα το κουράγιο και του απάντησα.
Ο αγριάνθρωπος έσμιξε τα δασώδη φρύδια του.
«Τελείωσες το γυμνάσιο;»
«Το τελείωσα».
Γύρισε σ’ έναν που καθόταν στο πίσω γραφείο.
«Να ο δόκιμος που θέλεις καπετάν Μάρκο! Τι λες, σου κάνει;»
Μαρμάρωσα. Στήλη άλατος. Ο πόνος που είχα απ’ το καρφί χάθηκε στη στιγμή. Γύρισα τα μάτια μου στον καπετάν Μάρκο Απ’ αυτόν εξαρτιόταν όλη μου η ζωή. Να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Να γίνω καπετάνιος και να γυρίσω μια μέρα να κάνω γυναίκα μου την Μελιώ. Περίμενα με αγωνία να τελειώσει την επιθεώρησή του.
«Καλός είναι καπετάν Ανδρέα. Ψωμωμένος φαίνεται» είπε.
«Άντε, παρ’ τον τότε να το κάνεις καπετάνιο», είπε και γυρίζοντας στο κορίτσι που καθόταν στη γραφομηχανή συνέχισε «παρ’ του το φυλλάδιο Κατερίνα και πέρασέ τον στην crew list μαζί με τους άλλους».
Ντουπ, έκανε η καρδιά μου και νόμισα πως την άκουσε και ο αγριάνθρωπος γιατί με κοίταξε κάπως παράξενα μέσα απ’ τα μισόκλειστα μάτια του. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Νόμιζα πως ζούσα σ’ ένα όνειρο. Αν το καρφί στην πατούσα δεν μου έδινε μια δυνατή σουβλιά θα νόμιζα πως κοιμόμουν όρθιος.
«Τι στέκεσαι;» είπε ο αγριάνθρωπος. «Δώσε το φυλλάδιό σου στην Κατερίνα. Το βράδυ φεύγεις. Άντε να χαιρετήσεις τους δικούς σου και γύρνα γρήγορα».
Την ίδια ώρα υπέγραψα συμβόλαιο με την Spetsia Navigation. Για ένα «κυκλικόν ταξίδιον». Έτσι έγραφε το συμβόλαιο. Με οκτώ χάρτινες λίρες το μήνα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να ρωτήσω τι ήταν αυτό το «κυκλικόν ταξίδιον» αλλά μόλις είδα δίπλα στο όνομά μου να γράφει ‘’Δόκιμος’’ η χαρά που πήρα ήταν τέτοια που δεν μ’ άφησε να κάνω την ερώτηση. Τι με ένοιαζε εμένα τι ήταν το «κυκλικόν ταξίδιον» Εγώ καράβι ήθελα. Κι ας πήγαινε όπως ήθελε.
Κυκλικά, ίσια, ή λοξά, όπως ήθελε. Φτάνει να ήμουν κι εγώ μέσα. Έφυγα πετώντας. Με τα πόδια μου στην πλάτη. Το σουβλερό πόνο απ’ το καρφί, που είχε σκάψει για τα καλά την πατούσα μου, ούτε που τον καταλάβαινα. Χωμένες βαθιά μες την τσέπη του παντελονιού μου είχα την μπροστάντζα. Πέντε λίρες. Πέντε ολόκληρες χάρτινες λίρες Αγγλίας. Ποιος να το πίστευε.

Μια βαλιτσούλα, με δυο-τρεις αλλαξιές, δυο παντελόνια, ένα μάλλινο πουλόβερ πλεγμένο απ’ τα επιδέξια χέρια της Ρόης, δυο πουκάμισα, τρία ζευγάρια κάλτσες, τα καλά μου παπούτσια κι ένα μικρό δεματάκι γεμάτο με φοινίκια, κουραμπιέδες και σύκα μελωμένα, πασπαλισμένα με σουσάμι, ήταν όλες κι όλες οι αποσκευές μου και ανάμεσα τους, το πολυτιμότερο απ’ όλα, ένα σακουλάκι ραμμένο απ’ τη μάνα μου, γεμάτο με χώμα απ’ την αυλή μας.
«Να παιδάκι μου!» είπε κλαμένη τη στιγμή που έχωνε το σακουλάκι ανάμεσα στα ρούχα μου «αν βρεθείς σε κείνον τον καταραμένο τον Bay, ρίξε αυτό το χώμα στον πατέρα σου!»
Την αγκάλιασα με τα μάτια βουρκωμένα.Στο λαιμό μου φορούσα τον Εσταυρωμένο που όταν μου τον έβαζε στο λαιμό με ικέτευε βουβά να μη φύγω. Να μείνω. Δεν ήθελε να με χάσει. Και την άλλη στιγμή, μέσα από αναφιλητά μου θύμιζε να μην ξεχάσω να ρίξω το χώμα.

Λίγοι ήμασταν εκείνο το βράδυ του πικρού αποχαιρετισμού στο σπίτι. Οι συγγενείς δεν είχαν προλάβει να ειδοποιηθούν. Η μάνα μου, οι αδελφές μου, η κυρα-Σταυρούλα με τον κυρ-Νίκο, κάνα δυο ακόμη γείτονες και οι φίλοι μου. Ο Μηνάς και ο Σταμάτης. Η Μελιώ καθόταν σε μια άκρη και με κοιτούσε με τα μάτια λυπημένα. Έτσι ξαφνικά που είχαν γίνει όλα δεν είχα προλάβει να της μιλήσω. Ούτε να την αγκαλιάσω και να την φιλήσω. Το μυστικό μας δεν το ήξερε κανείς. Κάποια στιγμή νόμισα πως σκούπισε κρυφά ένα δάκρυ. Η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια. Ήθελα να τη κρατάω στην αγκαλιά μου και να της δώσω χίλιους όρκους. Να της ορκιστώ πως δεν θα έφευγε ούτε λεπτό απ’ τη σκέψη μου. Να της ορκιστώ ότι θα φύλαγα όλη την αγάπη μου γι αυτήν. Να της έλεγα πως θα κρατούσα τον όρκο μου και πως δεν θα πήγαινα με άλλη γυναίκα στα λιμάνια.

*

Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο θαλασσινός αέρας ορμούσε στα ρουθούνια μου παγωμένος. Ανακατεμένος με μυρωδιές από μπογιές, λάδια, γράσα και πετρέλαια. Ζούσα σαν μέσα σ’ ένα όνειρο.
Ακούμπησα τη βαλίτσα μου στο κατάστρωμα και στάθηκα σαν χαμένος ανάμεσα σ’ ένα βουνό από πράγματα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ποτέ ξανά δεν είχα βρεθεί πάνω σε καράβι. Κάβοι, σχοινιά, συρματόσχοινα, κουτιά με μπογιές, σακιά με τρόφιμα, ναύτες που έτρεχαν πάνω-κάτω, διαταγές, κρότοι απ΄ τη μηχανή και τα βίντζια που δούλευαν τραβώντας αργά-αργά τους κάβους. Πανδαιμόνιο σωστό. Κι εγώ, ανάμεσα σ’ όλα αυτά, κάτω απ’ το χλωμό φως μια λάμπας θυέλλης να κοιτάζω αχόρταγα. Μαγεμένος.
Επιτέλους, είπα μέσα μου, βαθιά συγκινημένος που το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα. Είμαι πάνω σε καράβι. Που σε λίγο θα βγει στο πέλαγος.
Ξαφνικά μου φάνηκε πως μεγάλωσα. Πως ψήλωσα. Πως κρατούσα τον κόσμο όλο στα χέρια μου. Το στήθος μου φούσκωσε από περηφάνια. Πρώτος εγώ απ’ όλη την παλιοπαρέα έφευγα για να γίνω καπετάνιος. Που’ ναι τώρα οι φίλοι μου να με δουν, σκεφτόμουν περήφανος, πάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα σε κάβους και συρματόσχοινα. Θα έσκαγαν απ΄ τη ζήλια τους.

"Μικρέ μη στέκεσαι εκεί. Πάρε τη βαλίτσα σου και δρόμο. Στην πρύμη. Στο πούπι. άντε κουνήσου!"
Γύρισα ξαφνιασμένος. Είδα τον άνθρωπο που μου φώναξε. Κρατούσε ένα φακό και έκανε σινιάλο σε κάποιον έξω, στον προβλήτα.
Άρπαξα τη βαλίτσα μου και αναποφάσιστος κοιτούσε μια εμπρός και μια πίσω.
«Από δω μικρέ», μου φώναξε ο ναύτης «από δω», επανέλαβε και μου έδειξε με το φακό το δρόμο «να ξέρεις. Από δω πάνε στην πρύμη και από κει στην πλώρη».
Κατέβηκα προσεκτικά τη σιδερένια σκάλα που μου έδειξε και περνώντας ανάμεσα από σχοινιά, κουβάδες κι ένα σωρό άλλα πράγματα έφτασα στο τέλος του καταστρώματος. Σταμάτησα μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα. Δεν πήγαινε άλλο.
Αυτή θα είναι η πρύμη είπα κι άφησα τη βαλίτσα κάτω.
Επάνω απ’ το κεφάλι μου άκουγα άλλες φωνές και άλλους κρότους από βίντζια και βαρούλκα.
«Μάινα!» φώναξε κάποιος δυνατά και την ίδια στιγμή ένας δυνατός παφλασμός έφτασε απ’ τη θάλασσα. Ο Άγιος Γεράσιμος τραντάχτηκε ολόκληρος. Μου φάνηκε πως κάτω απ’ τα πόδια μου έγινε ένας μικρός σεισμός. Ή, πως ένα χέρι γίγαντα άρπαξε και έσπρωξε τον Άγιο Γεράσιμο πάνω στη θάλασσα. Έσκυψα απ’ την κουπαστή και είδα το ρυμουλκό. Μας τραβούσε έξω απ’ το λιμάνι. Στο ανοιχτό πέλαγος.
Κοίταξα κατά τη στεριά. Τα φώτα του λιμανιού σιγά-σιγά απομακρύνονταν και χάνονταν μες τη βραδινή ομίχλη.
Ξαφνικά, ένα αίσθημα μοναξιάς μου πλάκωσε το στήθος.
Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη και έπιασα το γραμματάκι της Μελιώς.
«Αντίο, Νικήτα!» μου είχε πει σιγά την ώρα του πικρού αποχαιρετισμού βάζοντας μου το γραμματάκι στην τσέπη μου.
Με κοιτούσε στα μάτια και τα χείλια της ήταν μαζεμένα σ’ ένα πικρό παράπονο. Σαν να μην πίστευε ποτέ πως θα γύριζα.
Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα κράτησα το χεράκι της μέσα στο δικό μου. Είχα νιώσεο τα πόδια μου να κόβονται. Να μου πιάνετα η ανάσα μου. Αγαπούσα τη μικρή Μελιώ και έφευγα. Έφευγα και την άφηνα μόνη της. Φαρμακωμένος είχε γυρίσει και είχα κοιτάξει τον Σταμάτη που στεκόταν δίπλα της. Χαμογελούσε. Τώρα το πεδίο ήταν ελεύθερο. Του άρεσε η Μελιώ και δεν το έκρυβε.
"Θα σου γράφω!" κατάφερα να ψελίσω μόνο και γύρισα απ' την άλλη για να μη δούνε τα μάτια μου βουρκωμένα.


Τα φώτα της στεριάς μίκρυναν ακόμη πιο πολύ και σε λίγο, μόλις και διακρίνονταν μες την πυκνή ομίχλη. Ο κάβος της πρύμης ήταν στη θάλασσα. Το βαρούλκο τον έπαιρνε επάνω. Ένα αποχαιρετιστήριο σφύριγμα έφτασε απ’ τη μεριά του ρυμουλκού και αμέσως ο Άγιος Γεράσιμος το ανταπόδωσε. Μερικά χέρια ανέμισαν απ’ το ρυμουλκό. Αυτό ήταν. Ο Άγιος Γεράσιμος μόνος του στο πέλαγος.
Ζάρωσα. Όχι από φόβο. Από μια ξαφνική μελαγχολία. Εκεί έξω είχα αφήσει όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Και μαζί την ερωτευμένη καρδιά μου.
Αυτό ήταν Νικήτα, είπε μέσα μου. Βάλε τώρα τα δυνατά σου να γίνεις καπετάνιος και να έρθεις να την πάρεις.


«Έλα, έλα μικρέ! Ακολούθα με!»
Γύρισα. Ήταν ο ίδιος που με είχε στείλει στην πρύμη. Στο πούπι. Φορούσε σκούφο στο κεφάλι χωμένο μέχρι κάτω στ΄ αυτιά του και γάντια.
«Έλα, μη στέκεσαι σαν χαζός! Έχει άσχημο καιρό!»
Τον ακολούθησα στη μεγάλη σιδερένια πόρτα.
«Είσαι ο δόκιμος, δεν είναι έτσι;» είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Ναι!» ψέλλισα.
"Μίλα πιο δυνατά, δεν σ' ακούω".
"Ναι!" ξανάπα πιο δυνατά αυτή τη φορά.
"Ωραία έλα μαζί μου. Την΄θδια καμπίνα θα έχουμε. Θα είμαστε συγκάτοικοι. ΑΕσύ στην επάνω κουκέτα κι εγώ στην αποκάτω".
Η καμπίνα που θα μοιραζόμασταν ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Μπήκε πρώτος και άναψε το φως. Τότε τον είδα. Ήταν μεγάλος. Έβγαλε το σκούφο του και τον επενδύτη. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα. Τα φρύδια του άσπρα και πυκνά. Μόλις για μια στιγμή είδα και τα δυο ξεθωριασμένα γαλανά μάτια του. Μ’ όλη την ακαταστασία των μαλλιών του και τα πυκνά φρύδια, ήταν γλυκός και ήρεμος. Ξάπλωσε στην κουκέτα του έτσι όπως ήταν. Με τα ρούχα.
«Άντε, καληνύχτα τώρα. Στις τέσσερις σκατζάρω», είπε σβήνοντας το φως και σκεπάστηκε με την κουβέρτα.
Στα σκοτεινά, ανέβηκα στη δική μου κουκέτα και ξάπλωσα με τα μάτια κλειστά. Εδώ και λίγη ώρα ανακατευόμουν και αισθανόμουν το κεφάλι μου βαρύ και ασήκωτο. Στ’ αυτιά μου έφτανε ο υπόκωφος θόρυβος απ’ το ρυθμικό γύρισμα της προπέλας. Έσπρωχνε τον Άγιο Γεράσιμο στο ανοιχτό πέλαγος.
«Μικρέ, μ’ ακούς;»
Η ζεστή φιλική φωνή του γέρου από κάτω με ξάφνιασε.
"Ναι" είπα σφίγγοντας τα δόντια μου καθώς αισθανόμουν το στομάχι μου να γυρίζε ανάποδα. «Ροχαλίζεις μικρέ;»
«Όχι» απάντησα ξέψυχα.
«Εντάξει μικρέ. Καληνύχτα».
«Καληνύχτα» είπα κι εγώ αχνά προσπαθώντας να συγκρατήσω τα σωθικά μου στη θέση τους.
Όταν σε κάποια στιγμή σταμάτησε να φτάνει στ’ αφτιά μου το αργό και σταθερό «βήμα» της προπέλας και αισθάνθηκα τα βλέφαρά μου να πέφτουν βαριά, είχα ήδη μετρήσει χίλιες φορές μέχρι το εκατό και άλλες τόσες είχα ξανακαταπιεί τα ξερατά που έφταναν μέχρι τα μουδιασμένα δόντια μου.

συνεχίζεται