Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

κατσαρίδες. Κάνουν τη βραδινή τους βόλτα. Διάφορα μεγέθη. Αλλά μόνον εγώ είμαι ξύπνιος αυτή την ώρα και τις βλέπω.
Να, στο διπλανό κρεβάτι, που στο βουλιαγμένο στρώμα είναι ξαπλωμένο ένα συμπαθητικό γεροντάκι με κάταγμα στη λεκάνη, οι κατσαρίδες έχουν ανέβει μέχρι το μαξιλάρι του και βολτάρουν ανενόχλητες. Βέβαια δεν είναι μόνο οι κατσαρίδες που αμαυρώνουν το όνομα της Πριγκίπισσας. Αυτό που θα σας πω μπορεί να μη το πιστέψετε κιόλας. Γιατί σίγουρα η εικόνα που σας έχω δώσει μέχρις τώρα, ίσως να σας έχει βάλει σε κάποιες υποψίες. Πως θα ήταν καλύτερα να ήμουν σε κάποια νευρολογική κλινική μ’ όλα αυτά που γράφω. Δεν πειράζει όμως. Θα σας το πω. Και σας ορκίζομαι πως είναι αλήθεια. Το είδα με τα μάτια μου. Και αλληθώρισα. Κάτι σκυλιά, θεόρατα, μπουκάρισαν ξαφνικά μες το θάλαμο απ’ την ανοιχτή πόρτα, έκαναν ένα περίπατο, μας μύρισαν έναν-έναν, και σαν καλοί παλιοί γνώριμοι, έφυγαν ακολουθώντας τη μοναδική σκύλα που ήταν ανάμεσά τους και τους πήγαινε πέρα-δώθε. Μάλιστα ένα πολύ ζωηρό, προφανώς δεν είχε ακόμη αρπάξει τόσες κλωτσιές όσες τα άλλα και δεν είχε νιώσει ακόμη τι θα πει ‘’σκυλίσια ζωή’’ μου έκανε και χαρούλες. Στάθηκε με κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, άλλωστε αυτό μόνο μπορούσε να δει, μου έγλειψε το χέρι και ύστερα ακολούθησε το κοπάδι που είχε φτάσει κιόλας στο θάλαμο της πεθερούλας μου.
Τώρα εσείς βέβαια, θα κουνήσετε περίλυπα το κεφάλι σας και δικαίως θα πείτε πως τα χτυπήματα στο κεφάλι είναι αυτά που με κάνουν και βλέπω τέτοια περίεργα πράγματα. Γιατί που ακούστηκε ξανά, σκυλιά να κάνουν βόλτες σε θάλαμο νοσοκομείου. Και θα το έπαιρνα πίσω, αλλά πώς να το πάρεις πίσω ένα πράγμα που το έζησες και το είδες με τα ίδια σου τα μάτια;
Είναι η τρίτη μέρα που βρίσκομαι ανάσκελα στο στάβλο της Πριγκίπισσας Αικατερίνης. Πέρασαν όλοι οι φίλοι μου. Τα κακά νέα ταξιδεύουν σαν τον άνεμο.
Αν και, όπως λέει και ο λαός, σε ξένο πισινό ακόμη και εκατό ξυλιές είναι λίγες, εντούτοις, εμένα οι φίλοι μου με λυπήθηκαν. Εκείνος ο Κοσμάς μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Μόνο που φεύγοντας, είχε στο βλέμμα του ένα περίεργο μειδίαμα. Φαίνεται πως δεν συμφωνούσε για το λόγο που βρισκόμουν ανάσκελα στο νοσοκομείο. Μάλιστα, με τρόπο, ακροθιγώς που λέμε, με γαλατική ευγένεια, μου υπέδειξε να συμβουλευτώ και κάποιον ειδικό. Προφανώς να εννοούσε κάποιον ψυχαναλυτή.
Δεν είχε και άδικο. Το σκεφτόμουν κι εγώ σοβαρά. Ύστερα απ’ ό,τι έκανα και απ’ ό,τι έπαθα, έπρεπε, ήταν το μόνο που μου χρειαζόταν. Ψυχολογική υποστήριξη. Για να ξαναμπώ στο σπίτι μου, έπρεπε να προετοιμαστώ ψυχικά και πνευματικά. Και περισσότερο για να ξαναμπώ στο υπνοδωμάτιο.
Είμαι γριφώδης είπατε; Τι σχέση έχει η κρεβατοκάμαρα με τα χάλια μου;
Έχει. Εκεί μέσα, σ’ ένα χώρο τέσσερα επί τρία δόθηκε η φονική μάχη. Στην κρεβατοκάμαρα με βρήκε ο εχθρός μου. Καιροφυλακτούσε. Τρέμω, αλήθεια σας το λέω, τρέμω και μόνο στη σκέψη, ότι θα βρεθώ πάλι μόνος και ανυπεράσπιστος μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Και κάπου εκεί, στα σκοτεινά, να μου έχει στήσει καρτέρι ο πανούργος, σαν τον Βασιλιά της Ιθάκης, ανελέητος εχθρός μου.
Σας μπέρδεψα; Νομίζεται ότι βρίσκομαι σε μετατραυματικό σοκ;
Όχι. Είμαι καλά. Ευτυχώς. γιατί θα μπορούσα να είμαι και χειρότερα.
Είμαι τυχερός που δεν με μισεί κιόλας. Γιατί αν με μισούσε, θα μπορούσε να ήταν τώρα εδώ μέσα. Και να με κοιτάζει ειρωνικά. Σαρκαστικά. Θριαμβολογώντας για τη νίκη του. Ναι, τώρα που σας τα λέω όλα αυτά, θυμάμαι καλά πως εκείνο το μοιραίο βράδυ μου φάνηκε πως είδα και τα μάτια του. Δεν ξέρω αν ήταν της φαντασίας μου. Ή κάποια εικόνα που έφτιαξε το σαλεμένο μου μυαλό. Ήταν δυο μικρά κίτρινα ματάκια που με κοίταζαν γεμάτα χλεύη και περιφρόνηση. Ήταν τη στιγμή που έξαλλος, εκτός εαυτού, πέταξα εναντίον του το μικρό ραδιόφωνο που είχα επάνω στο κομοδίνο μου και το έκανα θρύψαλα.
Το βλέπω στα μάτια σας. Δεν μπορείτε να φανταστείτε έναν τέτοιο εχθρό. Φοβάστε πως όλα αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας μου.
Όχι. Δεν είναι. Όλα μπορεί να τα κάνει αυτός ο εχθρός. Τέτοιος είναι. Ύπουλος, μεθοδικός και ανελέητος. Αν δεν σου ρουφήξει το αίμα δεν το βάζει κάτω. Ακολουθεί τη δική του στρατηγική. Ιδιοφυΐα. Πλησιάζει το θύμα του μόλις σιγουρευτεί ότι βυθίζεται αργά-αργά και απολαυστικά, στην αγκαλιά του Μορφέα. Μόλις τα βλέφαρά του πέσουν βαριά και σφαλίσουν τα μάτια του.
Τώρα, σας βοήθησα καθόλου; Τον μαντέψατε τον αδυσώπητο και ανελέητο εχθρό μου;
Κανονικά πρέπει. Τον έχετε κι εσείς συναντήσει. Τον έχετε κι εσείς πολεμήσει. Τον έχετε κι εσείς φοβηθεί την ώρα που στα σκοτεινά, με ανοιχτό ή με κλειστό το στόμα, παραδίνεστε αργά και απολαυστικά στην αγκαλιά του Μορφέα. Έχετε κι εσείς ακούσει εκείνο τον εφιαλτικό ήχο κοντά στο αυτί σας. Εκείνο το τρομερό ζβιννννν!!!
Που μοιάζει σαν εκατό γερμανικά Γιούγκερς σε κάθετη εφόρμηση.
Πόσες φορές δεν έχετε ανάψει κι εσείς το φως αλαφιασμένοι! Τρομοκρατημένοι. Πόσες φορές δεν έχετε κι εσείς ξενυχτίσει με κάποιο όπλο στο χέρι! Με μια παντόφλα. Με μια σαγιονάρα. Ένα περιοδικό. Μια μυγοσκοτώστρα, περιμένοντας με την ανάσα κομμένη να ακούσετε ξανά το τρομερό, ζβιννννν. Στοιχηματίζω πως έχετε ζήσει τέτοιες εφιαλτικές στιγμές! Μη μου πείτε όχι! Δεν θα σας πιστέψω.
Μόνο που εγώ, εκείνο το βράδυ, πεισμάτωσα. Έχασα τη ψυχραιμία μου. Έχασα τα λογικά μου. Αυτό που αποκαλούν οι ψυχίατροι, ΠΑΨ. Παροδική Αποδόμηση Του Ψυχισμού.
Γιατί είπατε; Είναι σοβαρό αυτό που λέω; Τι έφταιξε;
Μακάρι να ’ξερα. Ακόμη το ψάχνω. Τίποτα δεν είχε συμβεί που να δικαιολογεί αυτό το σμπαράλιασμα του νευρικού μου συστήματος και στη συνέχεια, αυτή την τρομερή μαχητικότητά μου.
Ίσα-ίσα που εκείνο το βράδυ, αισθανόμουν περίφημα.
Γύρισα σπίτι μου τρισευτυχισμένος.
Είχα καταβροχθίσει τέσσερα ολόκληρα σουβλάκια με ‘’απ’ όλα’’. Στου Θανάση. Ξέρετε τι θα πει με ‘’απ’ όλα’’ και στο Θανάση! Πίτα, γύρος, αλάτι, πιπέρι, ντομάτα, κρεμμύδι, μαϊντανός και τζατζίκι. Μπόλικο τζατζίκι. Καρπός απαγορευμένος για μένα. Casus Belli απ’ τη μέρα που πέρασα στο κεφάλι μου την κουλούρα. Μακριά απ’ την Μαρίκα μου το τζατζίκι. Αιτία διαζυγίου.
Άρπαξα την ευκαιρία που έλειπε για το κτηματάκι που σας έλεγα, άρπαξα και το κουνιαδάκι μου τον Στράτο και το ’ριξα στην κραιπάλη. Μπίρες και σουβλάκια με ‘’απ’ όλα’’.
Αργά το βράδυ, χτυπώντας ελαφρά την κοιλιά μου, για να απολαύσω τον ήχο που έκανε, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου απόλυτα ικανοποιημένος. Ρεύτηκα κάμποσες φορές, γεμίζοντας την κρεβατοκάμαρα σκορδίλα, γύρισα πλευρό και κουκουλώθηκα μέχρις επάνω. Γιατί κουκουλώθηκα; Χμ! Από ένα είδος ανασφάλειας που νιώθω από μικρός, με κάνει να κοιμάμαι κουκουλωμένος μέχρι το κεφάλι. Μέσα σε απόλυτο σκοτάδι. Πίσσα. Ποιος ξέρει από τι να θέλω να κρυφτώ. Τοχω συζητήσει και με φίλο ψυχαναλυτή. Από τότε τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Μετά από τέσσερις συνεδρίες, αν άφηνα και κάποιο μικρό άνοιγμα για να μην σκάσω, το έκλεισα κι αυτό. Είναι, μου είχε εξηγήσει, ένα παιδικό τραύμα. Είχαμε γυρίσει καμιά τριανταπενταριά χρόνια πίσω ξεθάβοντας το σκοτεινό παρελθόν μου. Αλλά τζίφος η δουλειά. Ο φόβος, φόβος.
Όλο ένα χέρι μακρύ και μαλλιαρό βλέπω να σηκώνεται και να μου κλείνει το στόμα μέχρι να σκάσω από έλλειψη οξυγόνου.
Ο φίλος μου με ρώτησε αν μικρός που ήμουν, είχα κανένα μαλλιαρό παιχνίδι που κοιμόμουνα αγκαλιά μαζί του και που κάποιο βράδυ να είχε κολλήσει στο πρόσωπό μου μέχρι ασφυξίας. Δεν θυμόμουν τέτοιο πράγμα.
Καμιά φορά αυτά τα τραύματα είναι καλά κρυμμένα στο υποσυνείδητο μας, είπατε;
Δεν αμφιβάλλω. Αυτό λέει και ο φίλος μου. Πρέπει να σκάψουμε βαθιά, λέει. Να φτάσουμε στον πυρήνα. Αυτό όμως είναι ένα άλλο θέμα. Εσείς θέλετε να μάθετε για τον εχθρό μου, έτσι δεν είναι;
Ωραία. Ήταν μια βραδιά που έκανε πολλή ζέστη. Που έβγαζες την μπέμπελη που λένε. Κι εγώ, ύστερα από τόσα σουβλάκια με ‘’απ’ όλα’’ και τόσες μπίρες, την αισθανόμουν και λίγο παραπάνω.
Δεν πέρασε λίγη ώρα, κι έτσι κουκουλωμένος, άρχισα να κολυμπάω στον ιδρώτα.
Κολλούσα επάνω στα σεντόνια. Δεν άντεξα για πολύ. Αποφάσισα να βγάλω λίγο απ’ έξω το κεφάλι μου. Λιγάκι. Όσο το βγάζει η χελώνα απ’ το καβούκι της για να εποπτεύσει το χώρο. Όσο για να αισθάνομαι ασφαλής. Έλειπε βλέπετε και η Μαρίκα μου. Ηρωική απόφαση. Για μένα ήταν σαν την ‘’Έξοδο του Μεσολογγίου’’. Τι είπατε; Αν έχω στο σπίτι αιρκοντίσιον;
Όχι δεν έχω. Δεν το θέλει η Μαρίκα μου. Φοβάται τη νόσο των Λεγεωνάριων. Από τότε που το διάβασε σε κάποια εφημερίδα, ότι υπάρχει και τέτοια νόσος, τέρμα το αιρκοντίσιον απ’ το σπίτι. Καλύτερα λίγο ζέστη παραπάνω μου ξεκαθάρισε, παρά να βρεθούμε σε κανένα νοσοκομείο. Πάρε μια βεντάλια, με συμβούλεψε, και κάνε αέρα.


συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: