Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ ΥΤΥΤΥΤ

Ο πουνέντες αγρίεψε. Κατά την Κούλουρη ο καιρός έγινε μαύρος. Γύρευε να με διώξει. Ξανοιγόμουν πολύ και γύρευε να με γυρίσει πίσω. Ο ήχος απ’ τα κρεμάμενα έφτασε στα αυτιά μου. Εγώ όμως ήθελα να μείνω. Τακτοποίησα καλύτερα τα μάλλινα στο στήθος μου, φώναξα στο μικρό για ένα ακόμη κονιάκ και ασυναίσθητα άναψα το δεύτερο τσιγάρο. Ας λέει ό,τι θέλει ο Μηνάς, είπα και ρούφηξα λαίμαργα τον καπνό.

Ένας γλάρος σπάθισε τον αέρα, πέρασε ξυστά ανάμεσα απ’ τα ξάρτια και βούτηξε στην πρύμη της Άγιας Κυριακής. Το έβλεπα καθαρά το όνομά. Άσπρα μεγάλα γράμματα στη μάσκα, δεξιά. Ναύτες δούλευαν στο βαρούλκο. Η Άγια Κυριακή έλυνε κάβους. Το βαρούλκο, αργά, δυνατά, έσερνε επάνω τη λασπωμένη άγκυρα. Έβλεπα κιόλας τους ναύτες στο στρίντζο, να τραβούν με τη σκύλλα κλειδί με κλειδί.
Μικρό, γερό σκαρί, το Άγια Κυριακή. Στο ρυμουλκό πέταξαν κάβο. Μανούβρες. Πρόσω ηρέμα. Σε λίγα λεπτά, στο ανοιχτό πέλαγος. Μόνο του. Το ρυμουλκό έριξε τον κάβο. Μπράτσα δυνατά τον φέρνουν επάνω.
Τρία σφυρίγματα και το αντιχαιρέτισμα απ' το ρυμουλκό.
Θυμήθηκα το γέρο φίλο μου.
Καλά είναι ρε Νικήτα στο λιμάνι, μου έλεγε, ένα βράδυ που σαλπάραμε για το Τσιμπότε, και και ο καιρός έξω ήταν στις μαύρες του, αλλά να ξέρεις τα καράβια είναι φτιαγμένα για να ταξιδεύουν και όχι για να κάθονται δεμένα στα λιμάνια.

*


Έτσι βγήκε και ο Άγιος Γεράσιμος στο πέλαγος εκείνη την παγωμένη νύχτα του Δεκέμβρη, παραμονή της γέννησης του Θείου βρέφους, και κανένας δεν ήξερε τι μας περίμενε λίγο παρακάτω.

Έλα το χειμώνα και βλέπουμε. Ίδια, στερεότυπη, ήταν η απάντηση που έπαιρνα όλο το καλοκαίρι που έψαχνα για μπάρκο χτυπώντας την μια πόρτα μετά απ’ την άλλη. Αυτό είχα κάνει. Απ’ τα μέσα του Δεκέμβρη είχα πάρει ξανά σβάρνα απ’ την αρχή όλα τα ναυτικά γραφεία που έκαναν πληρώματα. Μου είχε καρφωθεί η ιδέα, πως εκείνες τις άγιες μέρες, πολλοί λίγοι θα ήταν εκείνοι που θα έψαχναν για μπάρκο. Όλοι θα ήθελαν να περάσουν τα Χριστούγεννα με τις οικογένειές τους και ύστερα θα έβλεπαν.

Παραμονή των Χριστουγέννων και κατά το μεσημεράκι είχα απογοητευτεί. Η πίστη μου με είχε εγκαταλείψει. Η ελπίδα που είχα, πως τις μέρες εκείνες θα έβρισκα πιο εύκολα καράβι να μπαρκάρω έσβηνε σιγά-σιγά καθώς το ένα γραφείο μετά το άλλο το έβρισκα κλειστό. Και όσα ακόμη βρίσκονταν ανοιχτά, οι άνθρωποι που δούλευαν μέσα βαριόντουσαν ακόμη και να με κοιτάξουν. Μαζί μ’ αυτά, κι ένα καρφί στο τακούνι, είχε ξεπεράσει τη σόλα και μου τρυπούσε αργά, βασανιστικά την πατούσα. Ένιωθα κιόλας
μέσα την κάλτσα μου υγρή απ’ το αίμα. Είχα τα χάλια μου. Ήμουν ένα ράκος. Απογοητευμένος, απελπισμένος και με την πατούσα μου μόλις να μπορώ να την πατήσω χάμω. Και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενα, πάνω που ήμουν έτοιμος να πάρω το δρόμο της επιστροφής, η τύχη μου χαμογέλασε.
Στο γραφείο που αποφάσισα έστω και λίγο μουδιασμένος να μπω, πριν πάρω το δρόμο της επιστροφής, ήταν το μοναδικό που είχα περάσει και ξαναπεράσει απ’ έξω, χωρίς να βρω το κουράγιο να ανοίξω τη βαριά ξύλινη πόρτα. Ο τεράστιος αγριάνθρωπος με το μεγάλο πούρο στο στόμα που στεκόταν μέσα απ’ το τζάμι μου έκοβε τον αέρα.
Ο τολμών νικά, είπα μέσα μου επιστρατεύοντας όλο το κουράγιο που μου είχε απομείνει και έσπρωξα αποφασιστικά την πόρτα.
«Τι γυρεύεις νεαρέ;» βρυχήθηκε ο αγριάνθρωπος μόλις πέρασα την τζαμένια πόρτα.
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε; Θέλεις η συσσωρευμένη απογοήτευση, θέλεις η απελπισία μου που θα γύριζα πάλι στο σπίτι απογοητευμένος και θα άκουγα πάλι γκρίνια και κλάψες, όχι μόνο δεν δείλιασα μπροστά στον αγριάνθρωπο, όχι μόνο δεν στέγνωσε το στόμα μου και ο άτιμος ο κόμπος δεν μου έφραξε το λαιμό μου, όπως γινόταν κάθε φορά που με ρωτούσαν ‘’τι θέλεις μικρέ;’’, αλλά μάλλον ήμουν και λίγο πιο απότομος απ’ όσο έπρεπε.
«Δουλειά θέλω!» είπα αυθόρμητα χωρίς να κατεβάσω τα μάτια.
Ο αγριάνθρωπος με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
«Τι δουλειά θέλεις; Τι ξέρεις να κάνεις;» με ρώτησε το ίδιο άγρια και ήταν σαν να με μάλωνε.
«Τίποτα!» είπα και πισωπάτησα ξέροντας εκ των προτέρων την απάντηση αφού δεν ήξερα να κάνω τίποτα.
«Έλα δω! Που πας; Γιατί ήρθες εδώ;» με κατακεραύνωσε ο αγριάνθρωπος.
«Να γίνω ναυτικός!» βρήκα το κουράγιο και του απάντησα.
Ο αγριάνθρωπος έσμιξε τα δασώδη φρύδια του.
«Τελείωσες το γυμνάσιο;»
«Το τελείωσα».
Γύρισε σ’ έναν που καθόταν στο πίσω γραφείο.
«Να ο δόκιμος που θέλεις καπετάν Μάρκο! Τι λες, σου κάνει;»
Μαρμάρωσα. Στήλη άλατος. Ο πόνος που είχα απ’ το καρφί χάθηκε στη στιγμή. Γύρισα τα μάτια μου στον καπετάν Μάρκο Απ’ αυτόν εξαρτιόταν όλη μου η ζωή. Να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Να γίνω καπετάνιος και να γυρίσω μια μέρα να κάνω γυναίκα μου την Μελιώ. Περίμενα με αγωνία να τελειώσει την επιθεώρησή του.
«Καλός είναι καπετάν Ανδρέα. Ψωμωμένος φαίνεται» είπε.
«Άντε, παρ’ τον τότε να το κάνεις καπετάνιο», είπε και γυρίζοντας στο κορίτσι που καθόταν στη γραφομηχανή συνέχισε «παρ’ του το φυλλάδιο Κατερίνα και πέρασέ τον στην crew list μαζί με τους άλλους».
Ντουπ, έκανε η καρδιά μου και νόμισα πως την άκουσε και ο αγριάνθρωπος γιατί με κοίταξε κάπως παράξενα μέσα απ’ τα μισόκλειστα μάτια του. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Νόμιζα πως ζούσα σ’ ένα όνειρο. Αν το καρφί στην πατούσα δεν μου έδινε μια δυνατή σουβλιά θα νόμιζα πως κοιμόμουν όρθιος.
«Τι στέκεσαι;» είπε ο αγριάνθρωπος. «Δώσε το φυλλάδιό σου στην Κατερίνα. Το βράδυ φεύγεις. Άντε να χαιρετήσεις τους δικούς σου και γύρνα γρήγορα».
Την ίδια ώρα υπέγραψα συμβόλαιο με την Spetsia Navigation. Για ένα «κυκλικόν ταξίδιον». Έτσι έγραφε το συμβόλαιο. Με οκτώ χάρτινες λίρες το μήνα. Για μια στιγμή σκέφτηκα να ρωτήσω τι ήταν αυτό το «κυκλικόν ταξίδιον» αλλά μόλις είδα δίπλα στο όνομά μου να γράφει ‘’Δόκιμος’’ η χαρά που πήρα ήταν τέτοια που δεν μ’ άφησε να κάνω την ερώτηση. Τι με ένοιαζε εμένα τι ήταν το «κυκλικόν ταξίδιον» Εγώ καράβι ήθελα. Κι ας πήγαινε όπως ήθελε.
Κυκλικά, ίσια, ή λοξά, όπως ήθελε. Φτάνει να ήμουν κι εγώ μέσα. Έφυγα πετώντας. Με τα πόδια μου στην πλάτη. Το σουβλερό πόνο απ’ το καρφί, που είχε σκάψει για τα καλά την πατούσα μου, ούτε που τον καταλάβαινα. Χωμένες βαθιά μες την τσέπη του παντελονιού μου είχα την μπροστάντζα. Πέντε λίρες. Πέντε ολόκληρες χάρτινες λίρες Αγγλίας. Ποιος να το πίστευε.

Μια βαλιτσούλα, με δυο-τρεις αλλαξιές, δυο παντελόνια, ένα μάλλινο πουλόβερ πλεγμένο απ’ τα επιδέξια χέρια της Ρόης, δυο πουκάμισα, τρία ζευγάρια κάλτσες, τα καλά μου παπούτσια κι ένα μικρό δεματάκι γεμάτο με φοινίκια, κουραμπιέδες και σύκα μελωμένα, πασπαλισμένα με σουσάμι, ήταν όλες κι όλες οι αποσκευές μου και ανάμεσα τους, το πολυτιμότερο απ’ όλα, ένα σακουλάκι ραμμένο απ’ τη μάνα μου, γεμάτο με χώμα απ’ την αυλή μας.
«Να παιδάκι μου!» είπε κλαμένη τη στιγμή που έχωνε το σακουλάκι ανάμεσα στα ρούχα μου «αν βρεθείς σε κείνον τον καταραμένο τον Bay, ρίξε αυτό το χώμα στον πατέρα σου!»
Την αγκάλιασα με τα μάτια βουρκωμένα.Στο λαιμό μου φορούσα τον Εσταυρωμένο που όταν μου τον έβαζε στο λαιμό με ικέτευε βουβά να μη φύγω. Να μείνω. Δεν ήθελε να με χάσει. Και την άλλη στιγμή, μέσα από αναφιλητά μου θύμιζε να μην ξεχάσω να ρίξω το χώμα.

Λίγοι ήμασταν εκείνο το βράδυ του πικρού αποχαιρετισμού στο σπίτι. Οι συγγενείς δεν είχαν προλάβει να ειδοποιηθούν. Η μάνα μου, οι αδελφές μου, η κυρα-Σταυρούλα με τον κυρ-Νίκο, κάνα δυο ακόμη γείτονες και οι φίλοι μου. Ο Μηνάς και ο Σταμάτης. Η Μελιώ καθόταν σε μια άκρη και με κοιτούσε με τα μάτια λυπημένα. Έτσι ξαφνικά που είχαν γίνει όλα δεν είχα προλάβει να της μιλήσω. Ούτε να την αγκαλιάσω και να την φιλήσω. Το μυστικό μας δεν το ήξερε κανείς. Κάποια στιγμή νόμισα πως σκούπισε κρυφά ένα δάκρυ. Η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια. Ήθελα να τη κρατάω στην αγκαλιά μου και να της δώσω χίλιους όρκους. Να της ορκιστώ πως δεν θα έφευγε ούτε λεπτό απ’ τη σκέψη μου. Να της ορκιστώ ότι θα φύλαγα όλη την αγάπη μου γι αυτήν. Να της έλεγα πως θα κρατούσα τον όρκο μου και πως δεν θα πήγαινα με άλλη γυναίκα στα λιμάνια.

*

Το κρύο ήταν τσουχτερό και ο θαλασσινός αέρας ορμούσε στα ρουθούνια μου παγωμένος. Ανακατεμένος με μυρωδιές από μπογιές, λάδια, γράσα και πετρέλαια. Ζούσα σαν μέσα σ’ ένα όνειρο.
Ακούμπησα τη βαλίτσα μου στο κατάστρωμα και στάθηκα σαν χαμένος ανάμεσα σ’ ένα βουνό από πράγματα. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ποτέ ξανά δεν είχα βρεθεί πάνω σε καράβι. Κάβοι, σχοινιά, συρματόσχοινα, κουτιά με μπογιές, σακιά με τρόφιμα, ναύτες που έτρεχαν πάνω-κάτω, διαταγές, κρότοι απ΄ τη μηχανή και τα βίντζια που δούλευαν τραβώντας αργά-αργά τους κάβους. Πανδαιμόνιο σωστό. Κι εγώ, ανάμεσα σ’ όλα αυτά, κάτω απ’ το χλωμό φως μια λάμπας θυέλλης να κοιτάζω αχόρταγα. Μαγεμένος.
Επιτέλους, είπα μέσα μου, βαθιά συγκινημένος που το όνειρό μου είχε γίνει πραγματικότητα. Είμαι πάνω σε καράβι. Που σε λίγο θα βγει στο πέλαγος.
Ξαφνικά μου φάνηκε πως μεγάλωσα. Πως ψήλωσα. Πως κρατούσα τον κόσμο όλο στα χέρια μου. Το στήθος μου φούσκωσε από περηφάνια. Πρώτος εγώ απ’ όλη την παλιοπαρέα έφευγα για να γίνω καπετάνιος. Που’ ναι τώρα οι φίλοι μου να με δουν, σκεφτόμουν περήφανος, πάνω στο κατάστρωμα, ανάμεσα σε κάβους και συρματόσχοινα. Θα έσκαγαν απ΄ τη ζήλια τους.

"Μικρέ μη στέκεσαι εκεί. Πάρε τη βαλίτσα σου και δρόμο. Στην πρύμη. Στο πούπι. άντε κουνήσου!"
Γύρισα ξαφνιασμένος. Είδα τον άνθρωπο που μου φώναξε. Κρατούσε ένα φακό και έκανε σινιάλο σε κάποιον έξω, στον προβλήτα.
Άρπαξα τη βαλίτσα μου και αναποφάσιστος κοιτούσε μια εμπρός και μια πίσω.
«Από δω μικρέ», μου φώναξε ο ναύτης «από δω», επανέλαβε και μου έδειξε με το φακό το δρόμο «να ξέρεις. Από δω πάνε στην πρύμη και από κει στην πλώρη».
Κατέβηκα προσεκτικά τη σιδερένια σκάλα που μου έδειξε και περνώντας ανάμεσα από σχοινιά, κουβάδες κι ένα σωρό άλλα πράγματα έφτασα στο τέλος του καταστρώματος. Σταμάτησα μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα. Δεν πήγαινε άλλο.
Αυτή θα είναι η πρύμη είπα κι άφησα τη βαλίτσα κάτω.
Επάνω απ’ το κεφάλι μου άκουγα άλλες φωνές και άλλους κρότους από βίντζια και βαρούλκα.
«Μάινα!» φώναξε κάποιος δυνατά και την ίδια στιγμή ένας δυνατός παφλασμός έφτασε απ’ τη θάλασσα. Ο Άγιος Γεράσιμος τραντάχτηκε ολόκληρος. Μου φάνηκε πως κάτω απ’ τα πόδια μου έγινε ένας μικρός σεισμός. Ή, πως ένα χέρι γίγαντα άρπαξε και έσπρωξε τον Άγιο Γεράσιμο πάνω στη θάλασσα. Έσκυψα απ’ την κουπαστή και είδα το ρυμουλκό. Μας τραβούσε έξω απ’ το λιμάνι. Στο ανοιχτό πέλαγος.
Κοίταξα κατά τη στεριά. Τα φώτα του λιμανιού σιγά-σιγά απομακρύνονταν και χάνονταν μες τη βραδινή ομίχλη.
Ξαφνικά, ένα αίσθημα μοναξιάς μου πλάκωσε το στήθος.
Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη και έπιασα το γραμματάκι της Μελιώς.
«Αντίο, Νικήτα!» μου είχε πει σιγά την ώρα του πικρού αποχαιρετισμού βάζοντας μου το γραμματάκι στην τσέπη μου.
Με κοιτούσε στα μάτια και τα χείλια της ήταν μαζεμένα σ’ ένα πικρό παράπονο. Σαν να μην πίστευε ποτέ πως θα γύριζα.
Για λίγα μόνο δευτερόλεπτα κράτησα το χεράκι της μέσα στο δικό μου. Είχα νιώσεο τα πόδια μου να κόβονται. Να μου πιάνετα η ανάσα μου. Αγαπούσα τη μικρή Μελιώ και έφευγα. Έφευγα και την άφηνα μόνη της. Φαρμακωμένος είχε γυρίσει και είχα κοιτάξει τον Σταμάτη που στεκόταν δίπλα της. Χαμογελούσε. Τώρα το πεδίο ήταν ελεύθερο. Του άρεσε η Μελιώ και δεν το έκρυβε.
"Θα σου γράφω!" κατάφερα να ψελίσω μόνο και γύρισα απ' την άλλη για να μη δούνε τα μάτια μου βουρκωμένα.


Τα φώτα της στεριάς μίκρυναν ακόμη πιο πολύ και σε λίγο, μόλις και διακρίνονταν μες την πυκνή ομίχλη. Ο κάβος της πρύμης ήταν στη θάλασσα. Το βαρούλκο τον έπαιρνε επάνω. Ένα αποχαιρετιστήριο σφύριγμα έφτασε απ’ τη μεριά του ρυμουλκού και αμέσως ο Άγιος Γεράσιμος το ανταπόδωσε. Μερικά χέρια ανέμισαν απ’ το ρυμουλκό. Αυτό ήταν. Ο Άγιος Γεράσιμος μόνος του στο πέλαγος.
Ζάρωσα. Όχι από φόβο. Από μια ξαφνική μελαγχολία. Εκεί έξω είχα αφήσει όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Και μαζί την ερωτευμένη καρδιά μου.
Αυτό ήταν Νικήτα, είπε μέσα μου. Βάλε τώρα τα δυνατά σου να γίνεις καπετάνιος και να έρθεις να την πάρεις.


«Έλα, έλα μικρέ! Ακολούθα με!»
Γύρισα. Ήταν ο ίδιος που με είχε στείλει στην πρύμη. Στο πούπι. Φορούσε σκούφο στο κεφάλι χωμένο μέχρι κάτω στ΄ αυτιά του και γάντια.
«Έλα, μη στέκεσαι σαν χαζός! Έχει άσχημο καιρό!»
Τον ακολούθησα στη μεγάλη σιδερένια πόρτα.
«Είσαι ο δόκιμος, δεν είναι έτσι;» είπε χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Ναι!» ψέλλισα.
"Μίλα πιο δυνατά, δεν σ' ακούω".
"Ναι!" ξανάπα πιο δυνατά αυτή τη φορά.
"Ωραία έλα μαζί μου. Την΄θδια καμπίνα θα έχουμε. Θα είμαστε συγκάτοικοι. ΑΕσύ στην επάνω κουκέτα κι εγώ στην αποκάτω".
Η καμπίνα που θα μοιραζόμασταν ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Μπήκε πρώτος και άναψε το φως. Τότε τον είδα. Ήταν μεγάλος. Έβγαλε το σκούφο του και τον επενδύτη. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα. Τα φρύδια του άσπρα και πυκνά. Μόλις για μια στιγμή είδα και τα δυο ξεθωριασμένα γαλανά μάτια του. Μ’ όλη την ακαταστασία των μαλλιών του και τα πυκνά φρύδια, ήταν γλυκός και ήρεμος. Ξάπλωσε στην κουκέτα του έτσι όπως ήταν. Με τα ρούχα.
«Άντε, καληνύχτα τώρα. Στις τέσσερις σκατζάρω», είπε σβήνοντας το φως και σκεπάστηκε με την κουβέρτα.
Στα σκοτεινά, ανέβηκα στη δική μου κουκέτα και ξάπλωσα με τα μάτια κλειστά. Εδώ και λίγη ώρα ανακατευόμουν και αισθανόμουν το κεφάλι μου βαρύ και ασήκωτο. Στ’ αυτιά μου έφτανε ο υπόκωφος θόρυβος απ’ το ρυθμικό γύρισμα της προπέλας. Έσπρωχνε τον Άγιο Γεράσιμο στο ανοιχτό πέλαγος.
«Μικρέ, μ’ ακούς;»
Η ζεστή φιλική φωνή του γέρου από κάτω με ξάφνιασε.
"Ναι" είπα σφίγγοντας τα δόντια μου καθώς αισθανόμουν το στομάχι μου να γυρίζε ανάποδα. «Ροχαλίζεις μικρέ;»
«Όχι» απάντησα ξέψυχα.
«Εντάξει μικρέ. Καληνύχτα».
«Καληνύχτα» είπα κι εγώ αχνά προσπαθώντας να συγκρατήσω τα σωθικά μου στη θέση τους.
Όταν σε κάποια στιγμή σταμάτησε να φτάνει στ’ αφτιά μου το αργό και σταθερό «βήμα» της προπέλας και αισθάνθηκα τα βλέφαρά μου να πέφτουν βαριά, είχα ήδη μετρήσει χίλιες φορές μέχρι το εκατό και άλλες τόσες είχα ξανακαταπιεί τα ξερατά που έφταναν μέχρι τα μουδιασμένα δόντια μου.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: