Με το ηλιοβασίλεμα, με τον Άγιο να αγκομαχάει, με όλες του τις δυνάμεις σε συναγερμό, μπήκαμε στο λιμάνι της Καλαμάτας.
Ο Άγιος είχε πολλές αβαρίες. Η φουρτούνα που μας είχε βρει στον κάβο Μαλιά, ένα πέρασμα που το φοβόντουσαν απ’ την αρχαιότητα όλοι οι ναυτικοί και που ο Παυσανίας το αποκαλεί ‘’ανεμόπληκτο’’ ακρωτήρι, ήταν άγρια.
Μια απ’ τις σωσίβιες λέμβους, απ’ τη μεριά που σκαρφάλωναν μανιασμένα τα κύματα, είχε αναποδογυρίσει σπάζοντας και ξεριζώνοντας μούρσους και καπόνια, και δυο ανεμοδόχοι της μηχανής είχαν παρασυρθεί απ’ τα κύματα. Το πουντέλι μιας μπίγας είχε ξεκολλήσει και καθώς η φουρτούνα είχε ξεσπάσει ξαφνικά τα κύματα είχαν αρπάξει απ’ το κατάστρωμα ένα σωρό πράγματα που δεν είχαν συμμαζευτεί.
Η βαριά ζημιά όμως ήταν που η θάλασσα είχε ξεπατώσει τη σταντζιέρα της πλώρης και τα ξάρτια κρέμονταν σαν σπασμένες κλωστές.
Απ’ την ίδια μέρα πέσανε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά. Εγώ έγινα η σκιά του λοστρόμου. Το κολαούζο του. Έτρεχα από πίσω του όλη τη μέρα προσπαθώντας να μαντέψω την επόμενη κίνησή του. Κουβάλησα μουσαμάδες, δίχτυα, μπογιές, πασαλείφτηκα με λάδια και γράσους και το βράδυ έπεσα ψόφιος απ’ την κούραση. Το πρωί ήμουν πιασμένος. Τρόμαξα να κατέβω απ’ την κουκέτα μου.
- Θα συνηθίσεις, είπε ο γέρο-φίλος μου που άκουσε το βογκητό μου. Έτσι είναι τις πρώτες μέρες. Είσαι αμάθητος ακόμη. Άντε τώρα πάμε για καφέ.
Έβαλε το σκούφο του και κοντοστάθηκε.
- Αντώνη με λένε, είπε. Αντώνη να μες λες.
Δεν πρόλαβα να πω τίποτα. Με κάτι μεγάλα βήματα είχε βγει κιόλας στο κατάστρωμα. Τον ακολούθησα κρατώντας τη μέση μου. Πονούσα σε κάθε βήμα.
Στη βδομάδα πάνω, όλες οι ζημιές στο κατάστρωμα είχαν μαζευτεί και λίγα πράγματα έμεναν ακόμη να γίνουν. Κάτω στη μηχανή όμως, οι επισκευές πήραν λίγο παραπάνω. Τα οξυγόνα δούλευαν μέρα-νύχτα και οι μηχανικοί είδαν το φως της μέρας, μόνο όταν ο Πρώτος μηχανικός είπε να σηκώσουν ατμό.
Ο Άγιος ζωντάνεψε. Η μεγάλη και γενναία καρδιά του ξαναχτύπησε. Όμως δεν σαλπάραμε. Ο Άγιος για να βγει ξανά στο πέλαγος έπρεπε να πάρει κι ένα ‘’certificate of seaworthiness’’ όπως άκουγα να λένε, και γι αυτό θα περιμέναμε να ’ρθει ο επιθεωρητής απ’ τον Πειραιά.
Αν και βρισκόμασταν στην καρδιά του χειμώνα και λίγες μέρες πριν είχαμε δει τον χάρο με τα μάτια μας, εκείνο το απομεσήμερο ήταν γλυκό και ζεστό. Μπουνάτσα η θάλασσα και πάνω στον Άγιο όλα έτοιμα για επιθεώρηση. Από ώρα σε ώρα περιμέναμε να ’ρθει ο καπετάν Ανδρέας μαζί με τον επιθεωρητή.
Χάζευα ακουμπισμένος στη κουπαστή, με τη σκέψη μου στην Μελιώ και στο γράμμα που της είχα στείλει.
Δυο ολόκληρες σελίδες της είχα γράψει και ούτε λέξη για τη φουρτούνα. Ούτε νύξη για το χάρο που είδα με τα μάτια μου. Δεν ήθελα να την φοβίσω. Μόνο λόγια αγάπης της έγραφα και για τον καινούριο φίλο μου. Το γέρο φίλο μου. Το δάσκαλό μου. Να Νικήτα, αυτό το σχοινί το λένε σφιλάτσο. Αυτό το μεγάλο ξύλινο σφυρί, ματσόλα. Αυτόν τον κάβο, τον χοντρό, τον λένε γούμενα. Είναι ο πιο δυνατός. Κρατάει γερά το καράβι. Αυτό κουβούσι. Αυτό το σίδερο καβίλια. Μ’ αυτό πλέκουμε τα σχοινιά. Αυτό αρτάνη. Εκείνα είναι τα όκια. Αυτό το λένε μπαστέκα. Αυτό τροχαλία. Δεν σταματούσε να με μαθαίνει. Μια μέρα σκέφτηκα να τα γράφω και να κάνω ένα μικρό λεξικό τόσα πολλά που ήταν.- Θα φτιάξω ένα λεξικό Αντώνη, του είπα, πού να τα θυμάμαι όλα αυτά;- Άσ’ το, μου είπε, δεν σου χρειάζεται. Άχρηστο είναι. Μ’ αυτά θα ζεις μέρα-νύχτα. Λίγες μέρες ακόμη και θα τα ξέρεις όλα.
Γράμμα ερωτικό δεν είχα ξαναγράψει. Δυσκολευόμουν να βρω τις λέξεις. Να περιγράψω αυτό που αισθανόμουν. Το χέρι μου οδηγιόταν απ’ την καρδιά μου. Έγραφα λόγια αγάπης και υποσχέσεις. Ό,τι δεν είχα προλάβει να της πω, της το έγραψα. Της υποσχόμουν ότι μόνο ένα χρόνο θα έλειπα και πως αμέσως μόλις θα γύριζα θα αρραβωνιαζόμασταν. Της έγραφα, ότι μόλις θα γινόμουν καπετάνιος, θα την έπαιρνα στο καράβι για να ταξιδέψουμε μαζί σ’ όλο τον κόσμο. Της έγραφα πως θα της ήμουν πιστός και της ορκιζόμουνα πως άλλη γυναίκα δεν θα έμπαινε ανάμεσά μας. Και επειδή, εκείνο το φιδάκι που είχε φωλιάσει στην καρδιά μου έβγαινε κάπου-κάπου και με δάγκωνε πονετικά, της έγραφα πως δεν ήθελα να ’χει και πολλά-πολλά με τον φίλο μου τον Σταμάτη.
Το είχα διαβάσει τρεις και τέσσερις φορές και είχα τελειώσει κι εγώ με τις τρεις μαγικές λεξούλες.
Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ!
Το ταχυδρόμησα στο σπίτι της Μίνας. Εκεί είχαμε συμφωνήσει να τις στέλνω τα γράμματα. Ήταν η καλύτερη φίλη της. Κανένας δεν θα μάθαινε τίποτα.
*
Τίποτα δεν είναι χειρότερο απ’ το να βλέπεις τα όνειρα που έκανες παιδί, να θρυμματίζονται. Να γίνονται κομμάτια. Και τίποτα δεν σε κάνει περισσότερο δυστυχισμένο, απ’ το να βλέπεις αυτό που ήθελες να καταχτήσεις να είναι βρόμικο, κι εσύ να το αγαπάς και να μην μπορείς να το αποχωριστείς.
Ένα δίσκο μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι και ποτήρια μου έδωσε ο καμαρότος για να τα πάω στο καρέ των αξιωματικών. Εκεί ήταν όλοι μαζεμένοι μετά την επιθεώρηση. Ο καπετάν Ανδρέας, ο καπετάν Μάρκος, ο Πρώτος μηχανικός και ο κύριος επιθεωρητής. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και οι φωνές τους ακούγονταν έξω. Όλοι ήταν σκυμμένοι επάνω σε κάτι μεγάλα σχέδια που ήταν απλωμένα στο τραπέζι.
Έκανα να μπω όμως η φωνή του επιθεωρητή με μαρμάρωσε στην πόρτα.
- Με τέτοιες αβαρίες, δεν μπορεί να ταξιδέψει ο Άγιος καπετάν Ανδρέα. Θα πνιγούνε όλοι και....
Η βροντερή φωνή του καπετάν Ανδρέα δεν τον άφησε να συνεχίσει.
- Ώστε έτσι λοιπόν κύριε επιθεωρητή, αυτή είναι η γνώμη σου;
- Αυτή είναι καπετάν Ανδρέα. Ο Άγιος δεν μπορεί να κάνει αυτό το ταξίδι. Η μηχανή έχει μεγάλες αβαρίες. Το ραντάρ θα τους αφήσει και χώρια που ο ασύρματος έχει κι αυτός τα χάλια του. Χρειάζονται άλλες δέκα μέρες για να…
Έκανα πάλι να μπω αλλά η φωνή του καπετάν Ανδρέα με ξανασταμάτησε. Μου λύγισε τα γόνατα. Λίγο ακόμη και θα μου έπεφτε και ο δίσκος απ’ τα χέρια.
- Ώστε έτσι λοιπόν! φώναξε αγριεμένος χωρίς να τον αφήσει πάλι να τελειώσει, ο Άγιος δεν μπορεί να ταξιδέψει! Τα κουζινέτα, τα έμβολα πιέσεως, ο ασύρματος, το ραντάρ, οι σκουριές…
Σταμάτησε και άρχισε να βηματίζει νευρικά. Ύστερα από λίγο η φωνή του ακούστηκε οργισμένη.
- Ξέρεις τι λέω εγώ κύριε επιθεωρητή; Το δίπλωμα που ’χεις να το κάνεις κωλοσφούγγι και να σκουπίσεις μ’ αυτό τον κώλο σου!
- Μα... καπετάν Ανδρέα...
- Σκατά! φώναξε έξαλλος ο καπετάν Ανδρέας. Δεν έχει μα και ξεμά! Ξέρεις τι θα πει να μείνει ο Άγιος δέκα μέρες στο λιμάνι κύριε επιθεωρητή; Τι νομίζεις πως έχουμε στ’ αμπάρια; Μινεράλι ή παλιοσίδερα; Στάρι έχουμε γαμώτο! Στάρι έχουμε! Το ξέρεις ή δεν το ξέρεις; Ξέρεις ό,τι ο Άγιος έπρεπε τώρα να ξεφορτώνει στη Gdynia. Ξέρεις ότι το συμβόλαιο σε λίγες μέρες θα λήξει; Μπορεί να μου πει κάποιος, τι θα γίνουν οι επτά χιλιάδες τόνοι στάρι που έχει στ’ αμπάρια του; Αν δεν το ξέρετε να σας το πω εγώ να το μάθετε. Θα το πετάξουμε στη θάλασσα γαμώτο! Αυτό θα κάνουμε!
Η φωνή του επιθεωρητή ακούστηκε ταραγμένη.
- Είναι επικίνδυνο καπετάν Ανδρέα, είναι…
- Άσ’ τα αυτά γαμώτο μου. Άσ’ τα αυτά! Τα ξέρω! Έχω ταξιδέψει καράβι και σε χειρότερη κατάσταση, τον σταμάτησε ο καπετάν Ανδρέας. Εγώ άλλο θέλω να μου πεις. Θέλω να μου πεις ποιος κερατάς θα πληρώσει του Πολωνούς; Εσύ κύριε επιθεωρητή; Εσύ καπετάν Μάρκο, ή μήπως εσύ κύριε Πρώτε; Εγώ θα πληρώσω κύριοι! Εγώ θα πληρώσω γαμώτο μου! βρυχήθηκε χτυπώντας με δύναμη το χέρι του επάνω στο
τραπέζι και σκορπίζοντας ένα γύρω όλα όσα υπήρχαν επάνω. Ε, όχι λοιπόν, συνέχισε τονίζοντας μια-μια τις λέξεις, σας το λέω, ξεκάθαρα. Ό Άγιος θα σαλπάρει σήμερα. Θα σηκώσετε άγκυρα και θα φύγετε. Θα φύγετε και θα πάτε το στάρι στους Πολωνούς. Γι αυτό σας πληρώνω. Γι αυτό ακουμπάτε τα ωραία μου λεφτά στην τράπεζα.
Σταμάτησε και γύρισε στον καπετάν Μάρκο.
- Που θα βρεις καπετάν Μάρκο τις τριακόσιες που παίρνεις; Εσύ Πρώτε που σε πήρα από Τρίτο και σ’ έκανα Πρώτο, που θα πάρεις τις διακόσιες; Πουθενά κύριε Πρώτε! Πουθενά! Τ’ άκουσες; Όσο για σένα κύριε επιθεωρητή όπως και να βρήκες τον Άγιο, θα μου δώσεις πιστοποιητικό σήμερα. Εδώ! Τώρα, αμέσως! Αρκετά γέμισες την κάσα σου με δικά μου λεφτά. Γι αυτό σε πληρώνω. Γι αυτό σας πληρώνω όλους. Θα φύγει ο Άγιος σήμερα. Αν δεν σας αρέσει πάρτε δρόμο! Υπάρχουν πολλοί που περιμένουν να πάρουν τις τριακόσιες λίρες.
Άκουγα ασάλευτος.
Μαρμαρωμένος. Κρατούσα ακόμη και την ανάσα μου.
Κάτι πήγε να πει ο καπετάν Μάρκος αλλά ο καπετάν Ανδρέας δεν τον άφησε.
- Ξέρω! Ξέρω καπετάν Μάρκο! Τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις. Για το Bay και για τα αρσενικά καράβια που τον περνάνε. Και ο Άγιος αρσενικός είναι καπετάν Μάρκο. Κι εσύ αρσενικός είσαι. Δεν υπάρχουν γυναίκες στον Άγιο. Όσο για τ’ άλλα, για μηχανές και ραντάρ, τα ξέρω αυτά. Αλλά εσύ να τα ξεχάσεις καπετάν Μάρκο. Ή είσαι καπετάνιος με αρχίδια ή δεν είσαι. Πάρε τον Άγιο και πήγαινε το στάρι στους γαμημένους τους Πολωνούς και ύστερα βάλτο στη δεξαμενή και κάνε ό,τι θέλεις. Αλλιώς... μάζεψέ τα κι εσύ και δίνε του!
Με τη βουβαμάρα που έπεσε με τα τελευταία λόγια του καπετάν Ανδρέα, τα ποτήρια που χτύπησαν μέσα στο δίσκο που κρατούσα στα δυο μου χέρια ακούστηκαν μέχρι μέσα και μαρτύρησαν την παρουσία μου. Κανένας δεν κατάλαβε πως ήμουν εκεί και τους άκουγα.
συνεχίζεται
Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου