*
Ξύπνησα αλαφιασμένος. Στην αρχή, νόμιζα πως ήταν στο όνειρό μου. Πως έβλεπα ένα άσχημο όνειρο. Έναν φρικτό εφιάλτη. Μου ήταν αδύνατο να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν και τι μου συνέβαινε. Μετά κατάλαβα πως ο γέρος από κάτω με τραβούσε δυνατά και μου φώναζε. Κρότοι δαιμονισμένοι έρχονταν απ’ το βάθος της πρύμης και παφλασμοί από νερά που τους ένιωθα δίπλα μου. Από κάτω μου. Ανασηκώθηκα στη στενή κουκέτα τρομαγμένος.
«Έλα μικρέ! Κατέβα! Έχουμε φουρτούνα, πρέπει να πάμε στη μέση!» μου φώναξε.
Πετάχτηκα επάνω τρομαγμένος. Χτύπησα το κεφάλι μου στον μπουλμέ και συνήλθα για τα καλά. Κοίταξα κάτω και τα έχασα. Η καμπίνα ήταν γεμάτη με νερά και με το μποτσάρισμα χτυπούσαν τι μια εδώ και την άλλη εκεί. Η βαλίτσα μου, που την είχα ακουμπήσει κοντά στην πόρτα, τώρα έπλεε μες τα νερά. Σαλτάρισα κάτω. Το παγωμένο νερό με καταξύπνησε. Τσαλαβούτησα για να βρω τα παπούτσια μου. Τα φόρεσα με τα νερά μέσα και έπιασα το απλωμένο χέρι του γέρου.
«Έλα μικρέ. Πάτα γερά και ακολούθα με. Κράτα γερά και αγάντα».
Τον κοίταζα με τα μάτια γουρλωμένα. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Τα είχα εντελώς χαμένα. Τι ήταν αυτό το νερό; Τι ήταν αυτοί οι κρότοι; Πώς πήγαινε έτσι ο καράβι και δεν μπορούσα να κρατηθώ στα πόδια μου;
Ο γέρος δεν μου άφησε χρόνο για περισσότερες σκέψεις. Με άρπαξε απ’ το χέρι και με παρέσυρε έξω απ’ την καμπίνα. Περάσαμε τη σιδερένια πόρτα που ήταν ολάνοιχτη και βρεθήκαμε έξω στην κουβέρτα. Ξημέρωνε. Μόλις αντίκρισα τη θάλασσα η καρδιά μου έκανε ένα τράνταγμα που παραλίγο να σπάσει. Μανιασμένα κύματα, βουνά ολόκληρα, ορμούσαν το ένα πίσω απ’ το άλλο, σκαρφάλωναν στην κουβέρτα χτυπώντας με μανία ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και έφευγαν απ’ την άλλη μεριά αφήνοντας πίσω τους αφρούς και συντρίμμια.
«Μη φοβάσαι!» μου φώναξε «λίγα μέτρα ακόμη. Κρατήσου γερά!».
Προσεχτικά, βήμα-βήμα, περάσαμε το άνοιγμα ανάμεσα στα δυο αμπάρια της πρύμης για να βρεθούμε στη σκάλα που έβγαζε στη μέση. Στο πάνω κατάστρωμα. Ξαφνικά ένα ολόκληρο βουνό σκαρφάλωσε απ’ την κουπαστή και με σκέπασε ολόκληρο. Έβγαλα μια κραυγή και κρατήθηκα μ’ όλη μου τη δύναμη απ’ το σχοινί για να μην κομματιαστώ πάνω στα σίδερα.
«Μη φοβάσαι! Εγώ είμαι δω!» μου φώναξε ο γέρος μέσα στο χαλασμό «ένα βήμα ακόμη και φτάσαμε! Κρατήσου γερά απ’ τη βαρδαμάνα!»
Χέρια δυνατά απλώθηκαν και μ’ άρπαξαν απ’ τις μασχάλες και την άλλη στιγμή βρέθηκα στο πάνω κατάστρωμα. Πίσω μου άκουγα τη φωνή του γέρου.
«Τη σκαπουλάραμε μικρέ! Άγιο είχαμε! Κάνε το σταυρό σου!»
Έκανα το σταυρό μου και είπα μέσα μου προσευχή. Μου την είχε μάθει η Κωνσταντίνα όταν ήμουν μικρός.
Βρεγμένος μέχρι το κόκαλο και με τα πόδια μου να κολυμπάνε μες τα νερά, έτρεμα ολόκληρος και μόλις είχα αρχίσει να φοβάμαι στ’ αληθινά. Όλο το θάρρος και η τόλμη που είχα δείξει λίγα λεπτά νωρίτερα, είχαν εξατμιστεί καθώς στο χάραμα, που μόλις ερχόταν για να μας βγάλει απ’ το πηχτό σκοτάδι, έβλεπα με δέος τα αφρισμένα κύματα που έφταναν ψηλά και γίνονταν ένα με τον ουρανό.
Ο γέρος που στεκόταν πλάι μου χαμογέλασε και γύρισε σ’ έναν που απ’ το στόμα του κρεμόταν ένα τσιμπούκι σβηστό.
«Βρε λοστρόμε», είπε «δεν δίνεις στο μικρό καμιά νιτσεράδα μην αρπάξει καμιά πούντα».
Ο λοστρόμος έβγαλε τη δική του.
«Φόρεσέ τη και κάτσε εκεί, στο στόκολο», είπε δείχνοντάς μου μια μικρή πορτούλα που από εκεί μέσα ακουγόταν το αγκομαχητό της μηχανής.
Κάθισα στο μέρος που μου έδειξε ο λοστρόμος. Ήταν μια μακριά σιδερένια σχάρα που από κάτω ανέβαινε ζεστός αέρας. Ένιωσα κάπως καλύτερα, αλλά ακόμη τουρτούριζα απ’ το κρύο. Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα ένιωθα ξυλιασμένα. Από κάτω, έφταναν στ’ αφτιά μου κρότοι δαιμονισμένοι. Ήταν απ’ τη μηχανή. Απ’ την καρδιά του Άγιου Γεράσιμου που χτυπούσε αργά, δυνατά, παλεύοντας παλικαρίσια με τα μανιασμένα κύματα.
Ξαφνικά, μια φωνή τόσο δυνατή, που πέρασε πάνω απ’ την κοσμοχαλασιά μας έκανε να γυρίσουμε τα κεφάλια μας.
«Ρε παιδιάαα! Χρόνια πολλά ρε παιδιάαα! Χριστούγεννα είναι σήμερα ρε παιδιά!»
Ήταν ένας ψηλός και αδύνατος. Φορούσε νιτσεράδα και στο κεφάλι του ένα αδιάβροχο καπέλο. Αργότερα έμαθα πως αυτό το καπέλο το έλεγαν σκουάμ.
«Ναι ρε παιδιά! Χριστούγεννα είναι! Καλά λέει ο Καρκαλέτσος. Χρόνια πολλά!» φώναξε και ο γέρος που ακόμη στεκόταν δίπλα μου.
«Χρόνια πολλά ρε παιδιά!» φώναξε ένας άλλος που βγήκε από μια σιδερένια πόρτα από πάνω μέχρι κάτω μες τη μουντζούρα.
Μετά από λίγο, από παντού ακούγονταν ευχές
«Χρόνια πολλά παιδιά. Του χρόνου στα σπίτια μας» φώναξε ένας που βγήκε απ’ την κουζίνα.
«Άντε ρε μάγειρα!» είπε ο λοστρόμος «φέρε κάνα μπουκάλι και κάνα μελομακάρονο να το γιορτάσουμε!» Τους κοιτούσα με δέος. Τι άντρες ήταν αυτοί; Που βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, είχαν ξεχάσει τα κύματα που έσκαγαν με λύσσα στο κατάστρωμα και χύνονταν απειλητικά πάνω στ’ αμπάρια και εύχονταν μέσα απ’ την καρδιά τους ο ένας στον άλλο καλά Χριστούγεννα. Τι θαλασσόλυκοι ήταν αυτοί που ήθελαν μέσα σ’ αυτή την αντάρα να πιούνε ουίσκι και να φάνε μελομακάρονα και να ευχηθούν χρόνια πολλά;
«Φέρνω τσάσκες» φώναξε ένας που κρατούσε στα χέρια του ένα τεράστιο ξύλινο σφυρί και αμέσως χάθηκε πίσω από μια μικρή σιδερένια πόρτα.
Γύρισα και κοίταξα τον γέρο. Μου χαμογελούσε. Έκανα μόνο μια γκριμάτσα.
«Χρόνια πολλά μικρέ» μου είπε και πήρε την τσάσκα που του έδινε αυτός με το τεράστιο ξύλινο σφυρί και που απ’ την άλλη μέρα κιόλας έμαθα πως το έλεγαν ματσόλα και ήταν για να χτυπάνε τις σφήνες στ’ αμπάρια.
Σε λίγο κατέφθασε ο μάγειρας με το ουίσκι και τα μελομακάρονα. Γέμισε τις τσάσκες και για άλλη μια φορά ακούστηκαν από παντού ευχές. Ο γέρος με πλησίασε και μου έβαλε και μένα στο χέρι μια τσάσκα και ένα μελομακάρονο.
«Έλα, πιες κι εσύ λίγο!» μου είπε.
Τον κοίταξα με τα μάτια θολά. Το κεφάλι μου δεν κρατιόταν άλλο στη θέση του. Ένιωθα το στομάχι μου να ξεκολλάει. Σηκώθηκα ζαλισμένος και κάνοντας δυο-τρία βήματα πιάστηκα από ένα σίδερο γυρίζοντας τα μούτρα μου απ΄ την άλλη. Την άλλη στιγμή έβγαλα τα σωθικά μου.
«Μακριά, να κοιτάς! Έτσι είναι την πρώτη φορά. Όλοι το ’χουμε περάσει» άκουσα δίπλα μου τη φωνή του γέρου.
Γύρισα. Τα κατάφερα να κάνω μια γκριμάτσα που έμοιαζε με χαμόγελο. Είχα ένα φίλο. Μου παραστεκόταν σαν πατέρας.
«Να, πάρε» είπε και μου έβαλε στο χέρι μια άλλη τσάσκα με νερό «πιες το σιγά-σιγά. Γουλιά-γουλιά. Και να κοιτάς πέρα, μακριά» ξανάπε.
Καθάρισα το στόμα μου από κείνη τη ξινή γεύση που με ανακάτευε και σιγά-σιγά ξεκαθάρισε και το μυαλό μου. Ήπια λίγο απ’ το ουίσκι και γυρνώντας απ’ την άλλη το έφτυσα αμέσως. Μου φάνηκε πως γέμισα το στόμα μου με καυτερό οινόπνευμα. Για να φτιάξω τη γεύση μου δοκίμασα λίγο απ’ το μελομακάρονο, ενώ σκεφτόμουν το δικό μου δεματάκι, με τα φοινίκια και τους κουραμπιέδες που είχε φτιάξει η μάνα μου με τα κορίτσια και που τελευταία φορά που το είχα δει έπλεε μες στα νερά της καμπίνας μαζί με τη βαλίτσα μου.
Εκεί πάνω, στο δεύτερο κατάστρωμα, τα κύματα δεν έφταναν με την ίδια ορμή. Τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Μπορούσα τουλάχιστον να στηριχτώ στα πόδια σου. Κρατιόμουν γερά απ’ ένα πουντέλι και κοιτούσα μακριά όπως με είχε συμβουλέψει ο γέρος.
Σε μαύρα βουνά σκαρφάλωνε ο Άγιος Γεράσιμος και την άλλη έπεφτε σε βαθιές χαράδρες. Που βρισκόμαστε; Αναρωτήθηκα. Πόσο έχουμε ταξιδέψει; Σε ποια θάλασσα είμαστε;
Γύρω μου τώρα δεν βρισκόταν κανένας για να μου δώσει απάντηση. Με το φως της ημέρας, ο λοστρόμος και όλοι οι ναύτες είχαν φύγει για να κάνουν έλεγχο στα αμπάρια. Οι μισοί είχαν τραβήξει για την πρύμη και οι άλλοι μισοί για την πλώρη. Κοντά-κοντά ο ένας με τον άλλο. Τους έβλεπα από κει ψηλά. Έσκυβαν και εξέταζαν τα αμπάρια. Τους μουσαμάδες, τα δίχτυα τις σφήνες. Τους έβλεπα και τους θαύμαζα. Τα ίδια θα κάνουν και οι άλλοι στην πλώρη, σκέφτηκα, και μαζί τους θα είναι και ο γέρος που ακόμη δεν ήξερα το όνομά του.
Μια αστραπή έσκισε ξαφνικά στα δυο τα ουράνια και το μπουμπουνητό που ακολούθησε με ξεκούφανε. Μαύρα σύννεφα σπρωγμένα απ’ το δυνατό άνεμο έτρεχαν φρενιασμένα μεταφέροντας τη βροχή μακριά. Ό,τι είχα διαβάσει για μεγάλες φουρτούνες και καταιγίδες δεν συγκρινόταν μ’ αυτό που ζούσα και έβλεπα. Ο ατέλειωτος Άγιος Γεράσιμος, έτσι μου είχε φανεί όταν ξεκίνησα να πάω στο πούπι, στην πρύμη, που με είχε στείλει ο γέρος, ατέλειωτος, τώρα, καθώς πάλευε στήθος με στήθος ανάμεσα σε βουνά από κύματα που ορθώνονταν απ’ όλες τις μεριές, μου φαινόταν μικρός σαν καρυδότσουφλο. Η προσευχή που με τόσο πείσμα μου είχε μάθει η Κωσταντία ανέβηκε αυθόρμητα στα χείλια μου και έκανα πάλι τον σταυρό μου παρακαλώντας να καταλαγιάσει αυτή η φοβερή φουρτούνα.
Μετά από λίγο οι ναύτες ξαναμαζεύτηκαν στο πάνω κατάστρωμα. Φαίνονταν όλοι κουρασμένοι και ανήσυχοι. Μερικοί μουρμούριζαν πως στη μηχανή είχε παρουσιαστεί κάποια ζημιά. Ο γέρος ήταν ανάμεσά τους. Μου έκλεισε το μάτι φιλικά. Του γέλασα. Ήταν φίλος μου. Ο πρώτος φίλος που έκανα στη θάλασσα.
«Η βοηθητική φτιάχτηκε! Κάποιος να το πει στον καπετάνιο!» φώναξε ένας που ξεπρόβαλε ξαφνικά στη σκάλα της μηχανής.
Έτσι όπως ήταν πασαλειμμένος με λάδια και μουντζούρες μου φάνηκε πως ξεπρόβαλε ξαφνικά απ’ τα τάρταρα της γης. Δεν ήξερα τι πράγμα ήταν η «βοηθητική». Απ’ τη χαρά όμως που έδειξαν όλοι γύρω μου κατάλαβα πως ήταν κάτι πολύ σπουδαίο.
Στη θάλασσα, όλα γίνονται ξαφνικά και αναπάντεχα. Η φύση δεν δίνει λογαριασμό πουθενά. Έχει τους δικού της νόμους. Ο άνθρωπο δεν μπορεί να τους αλλάξει. Αλίμονο αν το μπορούσε! Θα χάλαγε την ομορφιά της!
Τα κύματα που σκαρφάλωναν επάνω στον Άγιο και περνούσανε αφρισμένα απ’ την άλλη μεριά χαμηλώσανε. Τα μαύρα κύματα πήρανε άλλο χρώμα. Γαλάζια. Ανάλαφρα, παιχνιδιάρικα. Τρέχανε στα πλευρά του Άγιου και κει που πριν λίγο έσκαζαν με ορμή και μανία, τώρα τον χάιδευαν και του έκαναν ένα σωρό τρελά παιχνίδια κι αυτός, τραυματισμένος, αλλά νικητής σ’ αυτή τη θανάσιμη πάλη του, δεχόταν με ευχαρίστηση το απαλό τους χάδι.
Αργά το απόγευμα, με τον Άγιο να αγκομαχάει, με όλες του τις δυνάμεις σε συναγερμό, μπήκαμε στο λιμάνι της Καλαμάτας. Καθώς όλοι ήταν απασχολημένοι με το αγκυροβόλιο και δεν μου έδινε κανένας σημασία, βρήκα ευκαιρία να διαβάσω και το γράμμα της Μελιώς.
Το άνοιξα προσεκτικά. Βρεγμένο καθώς ήταν κινδύνευε να διαλυθεί στα χέρια μου.
Τρεις λεξούλες όλες κι όλες.
Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ!Τρεις λεξούλες που τα γέμισαν όλα με φως.
Κάβοι, σχοινιά, σίδερα, βίντζια, άλμπουρα, ακόμη και η καπνισμένη τσιμινιέρα, όλα, λούστηκαν στο φως.
συνεχίζεται
Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου