Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2009

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
4

Όλα άρχισαν εκείνο το ζεστό Ιούνιο. Ο κόσμος έβραζε και όλοι που γύριζαν πίσω τα χρόνια πιο ζεστό Ιούνιο δεν θυμούνταν και δεν είχαν ξαναζήσει. Στη σειρά τα πήλινα κανάτια πάνω στις μάντρες. Οι άνθρωποι για να δροσιστούν πετούσαν νερό ο ένας στον άλλο και το βράδυ ξενυχτούσαν επάνω στην αμμουδιά και στα βραχάκια της Πειραϊκής.
Το σπίτι μας, κτισμένο απ’ τον μακαρίτη τον πατέρα μου όλο με πέτρα, δίπατο, με μεγάλες κάμαρες και παράθυρα, για να δώσει χαρά και ευχαρίστηση στη μάνα μου για ό,τι της στερούσε, δεν άδειαζε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ.
Κέντρο διερχομένων το είχα βαπτίσει.
Απ’ το πρωί έδιναν το παρών οι πιο στενοί συγγενείς και
έπαιρναν ένας-ένας τη θέση του στο μεγάλο καρυδένιο τραπέζι. Η Κωνσταντίνα φρόντιζε να ’χει στρωμένο το κεντητό τραπεζομάντιλο που σαν κι αυτό είχε στείλει κάμποσα ο πατέρας μου απ’ την Ισπανία για την προίκα των κοριτσιών, και αμέσως η Ρόη έφερνε τους καφέδες, το γλυκό του κουταλιού και το πρώτο πήλινο κανάτι με δροσερό νεράκι.
Στη μια κορφή του τραπεζιού η μάνα μου. Η καπετάνισσα. Ντυμένη στα μαύρα. Με τα πρόωρα γκριζαρισμένα μαλλιά της άφαντα μες τη μεγάλη μαύρη νησιώτικη μαντίλα.
Μικρός που ήμουνα, και πήγαινα τα καλοκαίρια στο νησί, έβλεπα τόσες πολλές γυναίκες ντυμένες ολόιδια με τη μάνα μου, που νόμιζα πως όλο το νησί δεν είχε άλλες γυναίκες παρά μόνο χήρες. Ποτέ δεν την θυμόμουν με άλλα ρούχα. Με το μεγάλο χρυσό σταυρό να κρέμεται στο στήθος της, δώρο του μακαρίτη του πατέρα μου όταν γεννήθηκε η Κωνσταντίνα και άβαφη, ήταν ολόιδια με την γλυκιά μοναχή Βλασία που μας ερχόταν συχνά στο σπίτι απ’ το μοναστήρι της Παναγιάς και μας έφερνε εικονίτσες, βιογραφίες αγίων, μπογιατισμένα κεραμικά και μικρά μπουκαλάκια με μύρο, που η μάνα μου για την ψυχή του πατέρα μου τα έπαιρνε μπόλικα και ύστερα κι αυτή με τι σειρά της τα μοίραζε σε συγγενείς και φίλους.
Γύρω απ’ το τραπέζι οι λοιποί συγγενείς. Και στην άλλη κορφή, εγώ. Η αφορμή γι αυτή τη μάζωξη. Ο προστάτης της οικογένειας, όπως έλεγε η μάνα μου μέχρι πριν από λίγο καιρό με καμάρι. Ο άντρας του σπιτιού στο πόδι του πατέρα μου. Λίγο τον θυμόμουν τον πατέρα μου. Απ’ τις φωτογραφίες μόνο κρατούσα τη μορφή του. Μια φορά τον είχα δει μόνο. Κάποια Χριστούγεννα, που ανεβαίνοντας το καράβι του απ’ τον Περσικό, μπήκαν στον Πειραιά στη δεξαμενή για το καθιερωμένο Survey. Και τότε όμως, δεν τον είχαμε για πολύ κοντά μας. Όλο στο λιμάνι κατέβαινε για δουλειές.
Τα μάτια τής μάνας μου, μόλις κάθονταν όλοι γύρω απ’ το τραπέζι, ανήσυχα, σαν φάροι αναμμένοι, δεν σταματούσαν πουθενά. Ταξίδευαν και στέκονταν από πρόσωπο σε πρόσωπο, με την ελπίδα, πως αυτά τα φιλικά πρόσωπα θα μπορούσαν να τις ξαναδώσουν τη χαρά και να της βγάλουν το φαρμάκι από την καρδιά. Το φαρμάκι που την είχα ποτίσει εγώ με τα ‘’καμώματά’’ μου. Έτσι έλεγε η θεία Μαρία την αμετάκλητη απόφαση που είχα πάρει. Καμώματα.
Μήνες έκανα ώσπου να φανερώσω στην μάνα μου το μεγάλο μυστικό μου. Ένα μυστικό που ήξερα πως θα ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά της. Νόμιζα πως δεν θα εύρισκα ποτέ το θάρρος να την πονέσω τόσο πολύ. Περίμενα τη μέρα που θα βρισκόμασταν μόνοι μας στο σπίτι. Δεν ήθελα να είναι μπροστά η Κωνσταντίνα με την Ρόη. Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα.
Και μια μέρα, που οι αδελφές μου ανέβηκαν στην Αθήνα για να αγοράσουν κλωστές και καινούρια κεντήματα, άρπαξα την ευκαιρία που ζητούσα.
Ανακάτευε το φαΐ στην κατσαρόλα και μου είχε γυρισμένη την πλάτη.
- Θα μπαρκάρω, πήρα το κουράγιο και είπα σιγά.
Γύρισε ξαφνιασμένη.
- Τι είπες Νικήτα; είπε ύστερα από ένα ολόκληρο λεπτό. Άκουσα καλά παιδί μου ή με ξεγέλασαν τ’ αυτιά μου.
Κούνησα το κεφάλι μου. Το πρόσωπό μου το ένιωθα κόκκινο. Όπως τα κοκκινογούλια.
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της όπως όταν βγαίνουμε απ’ το βαθύ σκοτάδι έξω στο λαμπερό ήλιο.
- Καλά άκουσα…; Θα μπαρκάρεις;
- Ναι, πρόφερα σπρώχνοντας κάτω τον κόμπο που γύρευε να με πνίξει, θα μπαρκάρω. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Όπως όταν βγαίνεις απ’ το βαθύ σκοτάδι έξω στο λαμπερό ήλιο. Χρειάστηκε να περάσουν πάλι ένα-δυο λεπτά μέχρι να συνειδητοποιήσει αυτό που της είχα πει. Την έκπληξη και τη σαστιμάρα στα μάτια της, την διαδέχτηκε ο πανικός και ο φόβος. Το βασανισμένο πρόσωπό της έγινε άσπρο σαν το χαρτί και το στόμα της άρχισε να τρέμει.
Άφησε την κουτάλα και κρατήθηκε απ’ την άκρη του τραπεζιού. Φοβήθηκα πως θα πάθαινε κάποιο κακό. Αυτό ήταν το μόνο που δεν περίμενε ν’ ακούσει στη ζωή της. Που δεν το ’βαζε με το νου της. Να της πως ότι θα γίνω κι εγώ ναυτικός. Ότι θα ακολουθούσα και γω την οικογενειακή παράδοση. Και πώς να το φανταστεί; Πώς να βάλει με το νου της μια τέτοια συμφορά; Ποτέ πριν δεν είχα μιλήσει μπροστά της για θάλασσα και για καράβια. Στο σπίτι μας, απ’ τη μέρα που χάθηκε ο πατέρας μου, κανένας δεν μιλούσε πια για θάλασσα. Για καράβια και θαλασσινούς. Όλοι στα μαύρα. Μόνιμο πένθος. Τότε ήταν που σφράγισε και η μεγάλη σάλα. Θα την ανοίξω, έλεγε, μόνο αν μπει γαμπρός στο σπίτι. Και μόνο η Κωνσταντίνα έμπαινε μέσα μία φορά τη βδομάδα για να ξεσκονίσει τα έπιπλα. Κι εγώ, κρατώντας αυτή τη σιωπή, στο σπίτι του πνιγμένου δεν μιλάνε για θάλασσα, σε κανέναν δεν είχα φανερώσει τη μεγάλη μου αγάπη για τη θάλασσα. Αυτό ήταν το μεγάλο μου μυστικό. Το μυαλό μου, οι αισθήσεις μου, τα όνειρά μου, ήταν όλα δοσμένα στη θάλασσα. Το ’ξερα πως το χτύπημα θα ήταν βαρύ γι αυτό και όλο το ανέβαλα και όλο το καθυστερούσα. Όμως ήμουν αποφασισμένος να μη κάνω πίσω. Για το ‘’Φυλλάδιο Μαθητευόμενου Ναυτικού’’, που το ’χα βγάλει κρυφά, είχα βρει μια καλή κρυψώνα στο πίσω μέρος της αυλής. Διπλωμένο σε χαρτιά, καταχωνιασμένο ανάμεσα σε δυο μεγάλες πέτρες.
Με κοιτούσε με τα μάτια σκοτεινά, δαγκώνοντας τα παγωμένα χείλια της. Ήταν σαν να της είχα μιλήσει για θάνατο. Έτσι την είχα ξαναδεί τότε που ο άνθρωπος της εταιρίας, είχε έρθει στο σπίτι και μας είχε πει για το ‘’Παναγιά’’.
Στεκόμουν σιωπηλός με το στήθος μου να θέλει να σπάσει απ’ τον πόνο. Δεν ξέρω γιατί δεν έκλαιγα. Δεν ξέρω γιατί δεν έπεσα στην αγκαλιά της και να της πω πως όλα ήταν ψέματα; Αυτό έπρεπε να κάνω. Όμως δεν το έκανα. Βρήκα τη δύναμη και δεν το έκανα.
Πήρε την κατσαρόλα απ’ την φωτιά και κάθισε στην άκρη του τραπεζιού.
- Δεν το λες αλήθεια αγόρι μου; είπε με τρεμουλιαστή φωνή. Δεν είναι αλήθεια Νικήτα μου! Δεν είναι έτσι γιε μου; Πες μου πως είναι ψέματα!
Ήταν μια οδυνηρή στιγμή. Κατέβασα το κεφάλι. Δεν άντεχα τη ματιά της. Δεν μπορούσα να την βλέπω έτσι λυπημένη.
Γιατρός ήθελε να γίνω. Όπως ο φίλος μου ο Μηνάς. Μόνο το σόι μας να βλέπεις, μου ’λεγε και με κοιτούσε μες τα μάτια σαν να ήμουν ο Θεός Της, δεν θα σου φτάνει όλη η μέρα.
Για την Κωνσταντίνα, την Ρόη και για μένα, ήταν η καλύτερη μάνα του κόσμου. Απ’ το χαμό του πατέρα μας και ύστερα, τίποτα δεν μας είχε λείψει. Κουμαντάριζε το σπίτι μας σαν αληθινή καπετάνισσα. Και στον Πόλεμο, στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, μας άρπαξε και πήγαμε στο νησί. Και μετά τον Πόλεμο, που ξαναγυρίσαμε στο σπίτι μας, τα κορίτσια δεν τα έστειλε για δουλειά. Τα έστειλε να τελειώσουν το Γυμνάσιο. Όπως έκανε και με μένα. Λαχανίδες θα φάμε, έλεγε, όμως οι κόρες του καπετάν Κώστα δεν θα δουλέψουν στη φάμπρικα. Και άρχισε να ξεπουλάει ένα-ένα τα χτήματα και να ξοδεύει με μέτρο τις λίρες Αγγλίας που είχε φυλαγμένες για ώρα ανάγκης και για να σπουδάσει εμένα.
- Δεν μιλάς Νικήτα;
Η φωνή της ακούστηκε σπαρακτική.
Κατάπια μ δυσκολία. Η συγκίνηση κόντευε να με πνίξει.
- Αλήθεια είναι! είπα. Έχω βγάλει και το Ναυτικό Φυλλάδιο.
Έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια.
Αυτό που ακούστηκε δεν ήταν η φωνή της. Ένας βόγκος ήταν που βγήκε μέσα απ’ το στήθος της.
- Αλήθεια είναι…; Γιατί παιδάκι μου; Γιατί; Τι σου ’φταιξα η άμοιρη; Γιατί με φαρμακώνεις έτσι; Γιατρός θα γίνεις εσύ σαν τον Μηνά. Τα ’χω φυλαγμένα τα λεφτά. Δεν έχεις καμιά δουλειά με τη θάλασσα εσύ!
Ένιωσα μια μαχαιριά στο στήθος.
- Δεν σε φαρμακώνω! είπα. Δεν κάνω εγώ για γιατρός! Εγώ αγαπάω τη θάλασσα. Ναυτικός θέλω να γίνω.
Γούρλωσε τα μάτια της.
- Ναυτικός παιδάκι μου; βόγκηξε. Σαν τον πατέρα σου.
- Κι εγώ παιδάκι μου, τι θα κάνω εδώ μόνη μου; Πώς θα ζήσω χωρίς να σε βλέπω; Πώς θα ξέρω που είσαι παιδάκι μου; Έχασα εκείνον τώρα θα χάσω και σένα;
Την έβλεπα θολά. Φταίγανε τα μάτια μου που ήταν έτοιμα να κλάψουν. Το ’ξερα ότι μου ’χε αδυναμία. Το καταλάβαινα απ’ τον τρόπο της. Την είχα ακούσει να το λέει και στη θεία μου την Μαρία. Την αδελφή του πατέρα μου. Άλλο τα κορίτσια Μαρία μου και άλλο ο Νικήτας, την είχα ακούσει να της λέει. Ο Νικήτας είναι το στήριγμά μου. Η κολόνα του σπιτιού μας. Δεν ήθελε όμως να το δείχνει. Και δεν με χάιδευε ποτέ μπροστά στα κορίτσια. Όμως εγώ την ένιωθα την αγάπη της. Το έβλεπα στα μάτια της και τα βράδια που ερχόταν στο κρεβάτι μου για να δει αν ήμουν καλά σκεπασμένος και με γέμιζε με χάδια και φιλιά. Φοβόταν την Κωνσταντίνα και τη ζήλια της. Δεν θα ’λεγε τίποτα η Κωνσταντίνα, αλλά την άλλη μέρα θα μου έβαζε χίλιες τιμωρίες για να βγάλει το άχτι της.
- Θα σου γράφω! είπα συγκρατώντας με δυσκολία τα δάκρυά μου.
Σηκώθηκε και ήρθε κοντά μου. Μου έπιασε το κεφάλι και με χάιδευε. Στα μάτια της φαινόταν όλος ο πόνος και ο σπαραγμός της καρδιάς της. Κι έφταιγα εγώ.
- Τι να το κάνω εγώ το γράμμα Νικήτα μου; ψέλλισε. Και ο πατέρας μού έγραφε κάθε μέρα. Ακόμη και τώρα μου ’ρχονται γράμματα. Τι να τα κάνω όμως εγώ τα γράμματα, αφού δεν ξέρω που ’ναι το κουφάρι του να πάω να τον κλάψω.
- Δεν είναι το ίδιο, είπα. Εγώ θα ’ρχομαι συχνά! Θα δεις.
Με κοιτούσε με τα μάτια δακρυσμένα. Κανένας δεν θέλει να βλέπει τη μάνα του να κλαίει. Μετά από τόσα χρόνια, η πληγή που είχε μέσα της απ’ τον χαμό του πατέρα μου και τόσων άλλων αγαπημένων προσώπων ήταν αγιάτρευτη. Έτρεχε ακόμη αίμα. Όλα αυτά τα χρόνια που ήταν χήρα, ποτέ της δεν είχε σκεφτεί την παντρειά. Ποτέ της δεν είχε κοιτάξει άντρα. Και ήταν νέα και όμορφη. Στα δέκα οκτώ της είχε παντρευτεί. Στα δέκα εννέα της είχε γεννήσει την Κωνσταντίνα.
Στο νησί γύριζε μετά από λίγες μέρες που είχε μείνει στην Αθήνα, στο σπίτι του αδελφού της γιαγιάς μου, προκειμένου να ράψει ένα καινούριο φουστάνι για το γάμο μιας πρώτης της εξαδέλφης. Έξω απ’ το μικρό λιμάνι το πλοίο της γραμμής, κατέβασε τους λίγους επιβάτες στη μεγάλη βάρκα για να βγουν στη στεριά. Μαζί στη βάρκα και ο πατέρας μου. Γύριζε κι αυτός για λίγες μέρες στο νησί. Δεν γνωρίζονταν. Υποπλοίαρχος ο πατέρας μου, στα τριάντα πέντε του έσφυζε από υγεία και δύναμη. Στα δέκα οκτώ της η μάνα μου έλαμπε από ομορφιά. Ένα στραβοπάτημα κι αυτό ήταν όλο. Το τακούνι της πιάστηκε σ’ ένα σχοινί και καθώς ήταν φορτωμένη και δεν είχε που να πιαστεί, πάρ’ την στο νερό. Πρώτος στο νερό πήδησε ο πατέρας μου. Αυτό ήταν. Σε έξι μήνες παντρεύτηκε τον όμορφο και λεβέντη σωτήρα της.
Κανένα προξενιό δεν είχε δεχτεί. Και δεν ήταν λίγα. Όλα βέβαια για το καλό της. Για να ’χουν ένα στήριγμα τα ορφανά. Έναν προστάτη. Η μάνα μου όμως στάθηκε βράχος. Είμαι εγώ τώρα για παντρειές, απαντούσε. Εγώ έχω παιδιά να μεγαλώσω. Και μικρός που ήμουν είχα ακούσει και μια στιχομυθία χωρίς να το θέλω. Έναν στρατιωτικό της προξένευε η κυρία Ελένη, μια καλή μας γειτόνισσα, λίγο μετά τον Πόλεμο, και της μιλούσε για τις χάρες και τις αρετές του όταν άκουσα τη μάνα μου να της λέει απότομα: Τι λες μωρή τρελή; Τρία παιδιά έχω. Δυο κορίτσια. Άντρα θα βάλω μες το σπίτι μου; Είναι καλός, επέμενε η καλή γειτόνισσα. Θα κοιτάξει τα παιδιά σου. Θα τα σπουδάσει. Ζουρλάθηκες εντελώς κυρα-Ελένη; της φώναξε θυμωμένη η μάνα μου. Κάνε μου τη χάρη και μη με κολάζεις με τον στρατιωτικό σου. Εμένα ένας άντρας μου κατέβασε το βρακί. Κράτα τον για καμιά άλλη. Αυτό μας έλειπε τώρα να βάλω έναν ξένο άντρα μες το σπίτι μου. Και η κυρία Ελένη μετά απ’ αυτή την ψυχρολουσία έφυγε και δεν ξαναμίλησε στη μάνα μου για τον ‘’χαρισματικό’’ στρατιωτικό της.

*

Το καλοκαίρι εκείνο, που φανέρωσα το μυστικό μου και την αμετάκλητη απόφασή μου να μπαρκάρω και να γίνω κι εγώ ναυτικός σαν τον πατέρα μου, η ζωή μου μπήκε σε μια νέα τροχιά. Τα όνειρά μου είχαν αρπάξει φωτιά.
Το καλοκαίρι εκείνο δοκίμασα μαζεμένα όλα τα συναισθήματα που σημαδεύουν τα εφηβικά μας χρόνια. Ο νους μου φλογιζόταν καθώς μέρα και νύχτα, σκεφτόμουν θάλασσες και άγνωστους τόπους που με περίμεναν να τους γνωρίσω.
Απ’ την πρώτη μέρα στο σπίτι μας ήταν σαν να είχαμε πένθος. Η μάνα μου και οι αδελφές μου έπεσαν επάνω μου αποφασισμένες να με κάνουν να αλλάξω γνώμη και να ματαιώσω την απόφασή μου. Πρώτα με παρακάλια και ύστερα, όταν είδαν πως με το καλό δεν έκαναν τίποτα, με απειλές και φοβέρες. Κι εγώ, έκπληκτος, διαπίστωσα, πως είχα αρκετή δύναμη για να αντέξω σ’ αυτή την επίθεση. Να τα βάλω ακόμη και με την Κωνσταντίνα αψηφώντας τη βασανιστική επιρροή που είχε επάνω μου.
Κάθε μέρα η Κωνσταντίνα έβρισκε χίλιους τρόπους για να με φορτώνει με ενοχές. Κάθε μέρα μου μαύριζε την καρδιά. Κάθε μέρα έμοιαζε με τις μέρες που ήμουν μικρός και για του ‘’ψύλλου πήδημα’’ μ’ έβαζε τιμωρία. Τι μια γιατί δεν είχα αποστηθίσει την πρωινή προσευχή, την άλλη γιατί έβρισκε μουντζούρες και λερώματα στα τετράδια μου, και την άλλη γιατί την είχα κάνει κοπάνα απ’ το κατηχητικό. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως αισθανόταν κάποια ιδιαίτερη ευχαρίστηση να με βλέπει με το ’να πόδι όρθιο να κοιτάζω τον τοίχο μέχρι να της υποσχεθώ ότι δεν θα το ξανακάνω.
Με το ίδιο μίσος οι αδελφές μου στην καρδιά τους για τη θάλασσα που είχε και η μάνα μας, έβγαλαν όλα τα απωθημένα τους. Πρώτη φορά στο σπίτι μας ακούγονταν τόσα πολλά για τη θάλασσα και για τις συμφορές που είχε προκαλέσει. Τόσα πολλά για το νησί, που είχαμε να πάμε τρία καλοκαίρια. Όσα ναυάγια ήξεραν και όσους πνιγμένους γνώριζαν, τα ζωντάνεψαν ένα-ένα. Μνημόνευαν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ μια-μια τις χήρες και τα ορφανά που είχαν μείνει στους πέντε δρόμους και τις δύσκολες μέρες που περνούσαν. Έβγαζαν περισσότερα τα βουλιαγμένα καράβια από κείνα που ταξίδευαν.
Κάθε μέρα η Κωνσταντίνα μου έδινε και μια νέα μαχαιριά στην καρδιά μου. Λες και το χαιρόταν. Με κατσάδιαζε με το χειρότερο τρόπο.
- Δεν έχει να πας πουθενά Νικήτα. Να το βάλεις καλά στο μυαλό σου που πήρε αέρα και δεν ξέρεις τι κάνεις. Η θάλασσα δεν είναι για σένα. Να την ξεχάσεις. Να μου δώσεις το καταραμένο Φυλλάδιο να το σχίσω. Μας φτάνει το ένα κακό. Ακόμη κλαίει η μάνα για τον πατέρα μας! Τι θέλεις, να την πεθάνεις; Να έρθει μια μέρα κανένας απ’ την εταιρία και να μας πει ότι λυπάται πολύ αλλά το καράβι που ταξίδευες, βούλιαξε. Τι νομίζεις, ότι θα το αντέξει η μάνα μας άλλο τέτοιο χτύπημα;
Την κοιτούσα αμίλητος. Την υπολογίζαμε όλοι. Κανένας δεν της αντιμιλούσε και περισσότερο εγώ που ήμουν ο μικρότερος και που ένα μέρος της ζωής μου εξαρτιόταν απ’ αυτήν. Μόνο που αυτή τη φορά, ό,τι κι αν έλεγε, όσο κι αν χτυπούσε το χέρι της στο τραπέζι, εμένα απ’ το να αυτί μου έμπαιναν και απ’ τ’ άλλο μου έβγαιναν. Και όσο για το Φυλλάδιο, που για να το βρει είχε ξεσηκώσει όλο το σπίτι, δεν ανησυχούσα καθόλου. Ποτέ δεν θα πήγαινε ο νου της στην κρυψώνα μου.
Και μετά, σειρά έπαιρνε η Ρόη. Η ήσυχη Ρόη, που με τα χρόνια, κάτω απ’ τη δεσποτική συμπεριφορά της Κωνσταντίνας, είχε γίνει ένα άβουλο πλάσμα χωρίς δική της θέληση και γνώμη.
- Μη φύγεις Νικήτα, άρχιζε με κλαψιάρικη φωνή. Η θάλασσα δεν είναι για σένα! Εμείς τι θα κάνουμε εδώ τρεις γυναίκες μόνες μας, χωρίς εσένα;
Και μου ζητούσε με δάκρυα στα μάτια να τους ορκιστώ πως δεν θα έφευγα.
Πρωί, μεσημέρι και βράδυ το ίδιο σκηνικό. Έκλαιγαν και με παρακαλούσαν. Με φοβέριζαν και με απειλούσαν. Η Κωνσταντίνα έλεγε τα πιο βαριά. Μια μέρα, αφού είχε εξαντλήσει όλα τα επιχειρήματα, όσα νόμιζε πως θα έκαμπταν τη θέλησή μου και θα συμμορφωνόμουνα αφήνοντας ανεκπλήρωτο το όνειρό μου, εκτόξευσε και την πιο μεγάλη απειλή.
- Αν φύγεις Νικήτα, στο λέω να το ξέρεις και βάλ’ το καλά στο μυαλό σου! Δεν θα ’σαι αδελφός μας. Ούτε γράμμα ούτε και γραφή να μας στείλεις. Καλύτερα να μη σε ξέρουμε.
Η μάνα μου την είχε κοιτάξει αυστηρά.
- Σώπα Κωνσταντίνα, την μάλωσε. Τι λόγια είναι αυτά; Όμως η Κωνσταντίνα το βιολί της. Δεν ήξερε το μέτρο. Δεν είχε καρδιά. Μια κρύα πέτρα είχε στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς.
- Δεν ξέρω μάνα εσύ τι θα κάνεις, φώναξε με κακία, αλλά εγώ πάντως σας το λέω, αδελφό δεν θα τον έχω. Ας κάνει ό,τι θέλει.
Έτσι περνούσαν οι μέρες. Εγώ να φεύγω και να ψάχνω στον Πειραιά για μπάρκο και όταν γύριζα στο σπίτι, ξανά κλάματα, ξανά αναστεναγμοί, ξανά καλοπιάσματα, νέες απειλές και παρακάλια και όταν μια μέρα, είδαν και απόειδαν, πως το δικό μου ‘’μουλαρίσιο’’ κεφάλι δεν έπαιρνε από λόγια ζήτησαν και βοήθεια. Επιστράτευσαν όλους τους συγγενείς. Όλους όσους νόμιζαν πως θα είχαν επάνω μου κάποια επιρροή.
Απ’ το νησί κατέφθασε και το βαρύ πυροβολικό. Η θεία Μαρία, και η θεία Δήμητρα, η μεγάλη αδελφή της μάνας μου. Όλοι είχαν χρέος να συμπαρασταθούν στη χήρα και τα ορφανά. Ανάμεσά τους πέρασε απ’ το σπίτι κι ένας πρώτος εξάδελφο της μάνας μου, πράκτορας στο νησί, που εκείνες τις μέρες είχε έρθει στον Πειραιά για να ξεκαθαρίσει κάποιες υποθέσεις του με το Λιμεναρχείο. Μόνο που αυτός δεν έμεινε για πολύ. Μια φορά πήρε το λόγο και ύστερα δεν ξαναφάνηκε. Η συμπεριφορά της Κωνσταντίνας απέναντί του ήταν τόσο άσχημη που ο άνθρωπος πήρε τα μούτρα του και έφυγε για το νησί χωρίς καν να περάσει να μας χαιρετήσει. Και ο λόγος ήταν που ο εξάδελφος δεν εύρισκε την απόφασή μου και τόσο τραγική. Καπετάνιος θα γίνει σε λίγα χρόνια, είπε. Τι είναι ο γιατρός, καλύτερος απ’ τον καπετάνιο, ή βγάζει περισσότερα χρήματα; Στη θάλασσα ο Νικήτας θα βγάλει αμέσως λεφτά. Ενώ με το γιατριλίκι, κάθου γέρο, λίμενε, να φας το Μάη χορτάρι. Αυτό έφερε την Κωνσταντίνα στα πρόθυρα της κρίσης.
- Καλύτερα να μην τον ξαναδούμε στο σπίτι μας, είπε στη μάνα μας. Αυτός δεν ήρθε για το καλό μας. Δεν τον έχουμε ανάγκη. Να πάει από κει που ήρθε και να μην τον ξαναδώ στο σπίτι μας. Η μάνα μας προσπάθησε να τον δικαιολογήσει. Ήταν ένας αγαπημένος εξάδελφος που είχαν μεγαλώσει μαζί. Και στο κάτω-κάτω αυτή ήταν η γνώμη του για τη θάλασσα.
- Τη γνώμη του είπε ο άνθρωπος Κωνσταντίνα, είπε. Ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική γνώμη για τη θάλασσα και τους ναυτικούς. Άλλωστε η δουλειά του είναι. Ναυτικός πράκτορας είναι. Τι θέλεις να σου πει, μακριά απ’ τη θάλασσα; - Τέτοια γνώμη και τις παροιμίες του, καλύτερα λέω εγώ να τα κρατήσει για το σπίτι του και για τα παιδιά του, απάντησε η Κωνσταντίνα και έφυγε θυμωμένη.

Κάθε μέρα κι από ένα οικογενειακό συμβούλιο. Πρωί-πρωί μαζεύονταν όλοι στη μεγάλη σάλα και έπαιρναν τις θέσεις τους. Όλοι να με λογικέψουν. Να μου βάλουνε μυαλό. Να μου δείξουν το συμφέρον μου και να μου θυμίζουν την υποχρέωση που είχα απέναντι στην οικογένεια και τις αδελφές μου.
Μάτια που πριν από λίγο καιρό με κοιτούσαν με αγάπη και λατρεία, τώρα με κοιτούσαν και πάγωνα. Τους έβλεπα και νόμιζα πως στεκόμουν μπροστά στους δικαστές μου που θα με δίκαζαν για το πιο βαρύ έγκλημα.
Χωρίς ένα χαμόγελο. Χωρίς ένα γλυκό λόγο. Κατήφεια και σοβαρότητα. Ο καθένας στο ρόλο του. Πρόσωπα αγαπημένα, τώρα είχαν φορέσει τη μάσκα του κριτή και περίμεναν πότε θα ερχόταν η σειρά τους για να πούνε τα πιο σκληρά και πονετικά λόγια. Τα πιο πικρά.
Πρώτη το λόγο έπαιρνε η θεία Μαρία. Η πιο μορφωμένη, και σεβαστή απ’ όλους. Δασκάλα ήταν στο νησί.
Η γνώμη της βάραινε και υπολογιζόταν Και για μένα ήταν η πιο φοβερή δοκιμασία γιατί η θεία Μαρία με είχε ξεχωρίσει και με αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους. Τόσο, που καμιά φορά νόμιζα ότι με αγαπούσε περισσότερο και απ’ τα παιδιά της. Ίσως να ήταν που ήμουν το παιδί του αδικοχαμένου αδελφού της. Και το πιο οδυνηρό ήταν που το ίδιο την αγαπούσα κι εγώ.
Στη θεία Μαρία άρεσε πολύ το γλυκό του κουταλιού. Με αδυναμία στο κυδώνι. Με μπόλικο σιρόπι. Και η Ρόη για τη θεία Μαρία δεν το τσιγκουνευόταν καθόλου κι ας γκρίνιαζε η Κωνσταντίνα πως έτσι θα τελείωνε γρήγορα. Της γέμιζε το πιατάκι ξέχειλο κάνοντας τη θεία Δήμητρα που δεν ήθελε να ξοδευόμαστε για κανένα να σκάει και να στραβώνει το στόμα της περιφρονητικά.
Η θεία Μαρία άνοιγε το στόμα της αφού πρώτα τελείωνε το γλυκό της.
Μόλις την έβλεπα να μαζεύει με το κουταλάκι καλά-καλά το σιρόπι και να πίνει το δροσερό νεράκι που περίμενε στο δίσκο, ήξερα πως είχε φτάσει η ώρα μου. Η στιγμή που θα άρχιζε το μαρτύριο. Να ακούσω για χιλιοστή φορά συμβουλές και παραινέσεις. Παρακάλια και απειλές. Να δω ξανά θλιμμένα πρόσωπα και δακρυσμένα μάτια.
Κοντούλα η θεία Μαρία, με μπούκλες τα κόκκινα μαλλιά της, φακίδες στο πρόσωπο και φρύδια παχιά που κύκλωναν τα ολοζώντανα μάτια της είχε μια φωνή δυνατή που μέσα στη μεγάλη ψηλοτάβανη σάλα ηχούσε σαν καμπάνα της ανάστασης. Η μάνα μας έλεγε πως η φωνή της ανάσταινε και πεθαμένο και πως αυτό οφειλόταν στη λίγη κουφαμάρα της από μια παιδική ασθένεια που είχε περάσει μικρή και νόμιζε πως όλος κόσμος άκουγε όπως αυτή.
Τα λόγια της ήταν ψυχοπλακωτικά. Με αρρώσταιναν. Το ήξερα όμως, πως ό,τι έλεγε, το έλεγε ίσα-ίσα για να με αποτρέψει απ’ αυτή την ‘’ανόητη και βλακώδη’’ απόφαση που είχα παρμένη. Βέβαια ήταν η καλή θεία και γι αυτό της επιτρεπόταν να λέει και κάτι παραπάνω.
Μιλούσε και κάθε λίγο και λιγάκι, γύριζε και τα μάτια της στα κάδρα των πεθαμένων.
- Γιατί Νικήτα αγόρι μου είσαι τόσο σκληρός; Γιατί δεν την λυπάσαι την κακομοίρα την μάνα σου;. Τόσα έκανε για σένα. Με τόσες θυσίες και βάσανα σας μεγάλωσε. Φυλαγμένα τα ’χει τα λεφτά για να σπουδάσεις. Δεν βλέπεις τον Μηνά το φίλο σου. Σε λίγα χρόνια θα είναι γιατρός. Θα τον σέβεται όλη η κοινωνία. Τώρα έχεις κι εσύ ένα χρέος απέναντι στην οικογένεια. Πρέπει να κοιτάξεις τα κορίτσια. Μεγαλώνουν. Σε λίγο καιρό μπορεί να σας χτυπήσει την πόρτα κανένας γαμπρός. Είσαι ο προστάτης τους. Ίδιο είναι να λείπεις στη θάλασσα και το ίδιο είναι να είσαι κοντά τους και γιατρός; Από σένα περιμένουν κι αυτές. Έχουν κανέναν άλλον;
Εδώ, όλα τα μάτια γύριζαν στη μάνα μου. Όταν άκουγε για τα κορίτσια δεν συγκρατιόταν. Τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή, με κόπο συγκρατούσα τα δικά μου.
Ο μεγάλος της καημός ήταν να τις δει στεφανωμένες. Μη φύγει ξαφνικά και δεν τις έβλεπε σε σπίτια δικά τους. Τα χρόνια περνούσαν και ο κίνδυνος να μείνουν στο ράφι ήταν μεγάλος.
Η Κωνσταντίνα με την Ρόη είχαν τρία χρόνια διαφορά. Μελαχρινή η Κωνσταντίνα, καστανή η Ρόη. Λίγο πιο ψηλή η Κωνσταντίνα, λίγο πιο παχουλή η Ρόη. Τίποτα το ιδιαίτερο επάνω τους που να τις κάνει να ξεχωρίζουν. Ακόμη και να είχαν κάτι, ο τρόπος της ζωής τους το είχε εξαφανίσει. Σαν κορίτσια κι αυτά, δεν είχαν βάψει ποτέ τα χείλια τους. Ποτέ δεν είχαν κάνει κότσο τα μαλλιά τους. Ποτέ δεν είχαν βγει στο δρόμο να παίξουν με τα άλλα παιδιά. Να κυνηγηθούν. Να λαχανιάσουν. Να κοκκινίσουν τα μάγουλά τους. Όταν όλα τα κορίτσια της ηλικίας τους πασαλειβόντουσαν με τα κραγιόνια και τις πούδρες των μαμάδων τους, η Κωνσταντίνα με την Ρόη όχι μόνο δεν το έκαναν, αλλά το θεωρούσαν και αμαρτία. Ήταν οι τιμημένες κόρες του καπετάν Κώστα.
Όλα τα έκαναν ίδια. Η Ρόη είχε ξεσηκώσει την Κωνσταντίνα και η Κωνσταντίνα τη μάνα μου. Ακόμη και τις Κυριακές το απόγευμα, που το πεζοδρόμιο έξω απ’ το σπίτι μας έσφυζε από ζωή, και τα αγόρια με ανασηκωμένα τα μανίκια και τα στήθια έξω, σε μια ατμόσφαιρα που μοσχοβολούσε έρωτα και κρυφές υποσχέσεις, έτρεχαν πίσω απ’ τα κορίτσια που τίναζαν με σκέρτσο την αλογοουρά τους, ακόμη και τότε οι αδελφές μου κάθονταν πίσω απ’ το τζάμι με τραβηγμένες τις κουρτίνες έχοντας δίπλα τους τη μάνα μας να τους δείχνει πώς να κεντούν με το βελονάκι.
Μόλις τελείωσαν και το γυμνάσιο, μαντρώθηκαν στο σπίτι. Χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Ούτε στο σινεμά, ούτε σε πάρτι. Καμιά διασκέδαση. Απαρνήθηκαν όλες τις χάρες και διάλεξαν ένα τρόπο ζωής που ταίριαζε περισσότερο σε μοναχές παρά σε κορίτσια της πόλης. Με τη θρησκεία να έχει μπει έντονα στη ζωή της. Το πρωί της Κυριακής απ’ τις πρώτες στην εκκλησία μαζί με τη μάνα μας. Απ’ την πρώτη καμπάνα. Μπροστά-μπροστά στην ωραία πύλη και οι τρεις με σκυμμένο το κεφάλι. Το απόγευμα στο κατηχητικό. Πρώτες στις παρακλήσεις και τις ολονυκτίες. Και στο δρόμο ολόισια μπροστά. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Κανένα χαμόγελο. Καμιά ματιά. Τίποτα που αναστατώνει τις ναρκωμένες αισθήσεις τους. Ένας ατέλειωτος βαρύς χειμώνας.
Χωρίς να είναι και οι πιο άσχημες του κόσμου, εντούτοις ο τρόπος της ζωής τους και η εμφάνισή τους, -στα πρόσωπά τους είχε αποτυπωθεί εκείνη η αυστηρή έκφραση που έχουν όλοι όσοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην εκκλησία-, έκανε όλα τα αγόρια να τις προσπερνούν αδιάφορα. Ποτέ δεν θυμάμαι να τις ακολούθησε στο πέρασμά τους ένα αντρικό μάτι. Ποτέ δεν ακούστηκε πίσω τους ένα σφύριγμα θαυμασμού. Ένα πείραγμα από αντρικά χείλια. Απ’ την πολύ κλεισούρα το χρώμα τους ήταν κάτασπρο. Τα καλοκαίρια, όταν όλα τα κορίτσια και τα αγόρια της γειτονιάς πήγαιναν στη θάλασσα, αυτές κάθονταν στο πίσω μέρος της αυλής, κάτω απ’ τα δέντρα αγκαλιά με το κοπανέλλι και έπλεκαν δαντέλες. Στοίβες ήταν τα κεντήματα και οι δαντέλες που δεν ξέραμε πια που να τα βάλουμε. Ποτέ δεν τις είχα δει με φουστάνια αμανίκωτα. Με τα μπράτσα έξω. Και ποτέ τους δεν καταδέχτηκαν να πάνε στα πάρτι πους τους
καλούσαν. Προτιμούσαν να κάθονται με τη μάνα μας κλεισμένες στο σπίτι να κεντάνε με τις ώρες ή να διαβάζουν κανένα βιβλίο της εκκλησίας. Και πράγμα παράξενο, αντί με όλη αυτή την ενάρετη και χριστιανική ζωή που ακολουθούσαν, η καρδιά τους να μαλακώνει και η αγάπη τους να περισσεύει για όλο τον κόσμο, αυτές όλο και πιο πολύ κλείνονταν στον εαυτό τους, όλο και πιο πολύ γίνονταν κακές και δύστροπες.
Το φταίξιμο όμως γι αυτό το ζωντανό ‘’θάψιμο’’ δεν ήταν όλο δικό τους. Μερίδιο μεγάλο είχε και η μάνα μας. Για να προστατέψει τις κόρες του καπετάν Κώστα και να κρατήσει τιμημένο το σπίτι μας και να μην ακουστεί τίποτα σε βάρος τους, είχε φτιάξει ένα κόσμο δικό της. Αναμάρτητο και αμόλυντο. Όπως αυτόν που περιγράφανε τα μικρά χριστιανικά βιβλιαράκια που μας έφερνε μαζί με τα σταυρουδάκια και το μύρο η μοναχή Βλασία.
Μερικές φορές νόμιζα πως η Ρόη μας ήταν όμορφη. Αν άλλαζε λίγο τα μαλλιά της και έδιωχνε απ’ το πρόσωπό της εκείνη την αλλόκοτη έκφραση της θεούσας, σίγουρα δεν θα είχε να ζηλέψει και πολλά απ’ τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς. Δεν ήταν καμιά μπουνταλού. Και το σώμα της υποφερτό ήταν και τα μαλλιά της πλούσια και λαμπερά. Με δενδρολίβανο τους τα έπλενε από μικρές που ήταν η μάνα μου. Μόνο που όλα αυτά ήταν σαν να μην υπήρχαν. Ποτέ μου δεν την είχα δει να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Ούτε την Κωνσταντίνα. Μάζευαν πίσω τα μαλλιά τους και τα έδεναν σφιχτά με μια κορδέλα που την έλυναν μόνο όταν πήγαιναν να κοιμηθούν. Ήταν λες και στο κατηχητικό τούς μάθαιναν πως η ομορφιά είναι αμαρτία και από μόνες τους έκαναν ό,τι μπορούσαν για να είναι άσχημες και άχαρες.
Η Κωνσταντίνα κουμαντάριζε τη ζωή της Ρόης απ’ τη μέρα που γεννήθηκε. Της είχε επιβληθεί. Δεσποτική, σκληρή, τυραννική, ό,τι δεν το πετύχαινε με τις φωνές και τους καυγάδες, το κατάφερνε με χίλιους άλλους τρόπους. Και η Ρόη, άβουλη και υπομονετική, είχε υποταχτεί αγόγγυστα στην κυριαρχία της ακολουθώντας πειθήνια τη δική της άχαρη ζωή.
Για την Κωνσταντίνα, ότι είχε να κάνει με τα δυο φίλα ήταν άσεμνο, ανήθικο και αμαρτωλό. Μόνον ο γάμος ήταν απόδειξη χριστιανικής και ενάρετης ζωής.
Απ’ το χαμό του πατέρα μας και ύστερα, η μάνα μας είχε απαρνηθεί τα πάντα και σιγά-σιγά η παντοκρατορία της Κωνσταντίνας εξαπλωνόταν παντού. Ιδιαίτερα στα θέματα ηθικής ήταν απόλυτη και άτεγκτη. Δεν συγχωρούσε τίποτα. Ακόμη κι εγώ, που ήμουν απ’ τη φύση μου ανυπόταχτος και ανεξάρτητος χαρακτήρας, που προτιμούσα να καθίσω στο ένα πόδι τιμωρία κοιτάζοντας τον τοίχο, παρά να υποταχθώ στη παντοκρατορία της και να πάω στο κατηχητικό κάθε Κυριακή απόγευμα, όταν άρχισα με τους φίλους μου τις ‘’ηρωικές’’ εξερευνήσεις τα Σαββατόβραδα στα καλά ‘’σπίτια’’ της Νοταρά, έτρεμα στη σκέψη ότι μπορούσε κάποιο σημάδι να είχε μείνει επάνω μου, κάποια μυρωδιά που θα πρόδιδε την αποκοτιά μου.

Όταν η συγκίνηση απ’ τις παραινέσεις της θείας Μαρίας ξεθύμαινε και τα μάτια στέγνωναν, το λόγο έπαιρνε η θεία Δήμητρα που και μόνο στο άκουσμα της λέξης ‘’ναυτικός’’ αρρώσταινε. Όλοι ξέραμε, σαν μεγαλύτερη αδελφή που ήταν, πόσο είχε εναντιωθεί στο γάμο της μάνας μας. Αν περνούσε απ’ το χέρι της θα τον είχε ματαιώσει. Για τη θεία Δήμητρα το επάγγελμα του ναυτικού ήταν το χειρότερο επάγγελμα του κόσμου. Ήταν κι αυτή χαροκαμένη. Έξη μόλις μήνες είχε παντρεμένη όταν πνίγηκε ο άντρας της και έγκυος τριών μηνών. Μόνο που αυτή στάθηκε τυχερή. Ένας κτηματίας του χωριού που την κρυφοαγαπούσε από μικρή την παντρεύτηκε και έφαγε γλυκό ψωμί όπως συνήθιζε να λέει. Τι είναι ένα σπίτι χωρίς τον νοικοκύρη του έλεγε, και μια γυναίκα που ο άντρας της όλο λείπει; Ένα ξέφραγο αμπέλι είναι. Που όλοι θέλουν να το πατήσουν. Που όποιος θέλει μπαίνει μέσα και το τρυγάει. Απόφευγε όμως να αναφερθεί στον πατέρα μου. Ήξερε πόσο τον είχε αγαπήσει η μάνα μας και πόσο τον είχε τιμήσει.
Η θεία Δήμητρα αυτό που ήθελε να πει το έλεγε στα ίσια. Χωρίς περιστροφές και πολλά λόγια. Έλεγε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. Σκληρή και απότομη. Χωρίς συναισθηματισμούς και δράματα. Μια πλευρά του χαρακτήρα της Κωνσταντίνας ερχόταν απ’ τη θεία Δήμητρα.
Εγώ, έλεγε, για όλα τα πλούτη του κόσμου, άντρα ναυτικό δεν ξανάπαιρνα. Ο γάμος είναι γάμος και το αντρόγυνο δεν πρέπει να χωρίζει. Παρ’ εκτός για λίγες μέρες και για μεγάλη ανάγκη. Όποιος θέλει να γίνει ναυτικός να μη παντρεύεται. Τι σπίτι είναι αυτό; Ο ένας εδώ και ο άλλος στην Αμερική. Χώρια που μας γυρίζουν και μ’ ένα σωρό ‘’παράσημα’’.
Η φωνή της κοφτή και απότομη, νόμιζες πως όλο κάποιον θα μάλωνε ή πως ήταν έτοιμη να στήσει έναν καβγά.
- Εσύ Νικήτα δεν έχει καμιά δουλειά με τη θάλασσα, έπαιρνε το λόγο απ’ την θεία Μαρία. Να διαβάσεις και να μπεις στο πανεπιστήμιο. Να γίνεις γιατρός. Αλλιώς παντρεύονται τα κορίτσια που έχουν αδελφό επιστήμονα και αλλιώς να έχουν ναυτικό. Χαράς το επάγγελμα που διάλεξες. Να κοιτάξεις να πατάς στέρεα στη γη και να ’χεις κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι σου. Όχι θάλασσα και ουρανό. Αυτό μας έλειπε τώρα να γίνεις ναυτικός. Δεν τους βλέπεις όλους…
Σταματούσε και γύριζε τα μάτια της στα κάδρα με τους πνιγμένους. Η έκφρασή της άλλαζε. Γινόταν πένθιμη. Υπερβολικά πένθιμη.
- Τους βλέπεις; Πόσο έζησαν; Πόσο χάρηκαν τη ζωή τους; Την οικογένεια; Την γυναίκα τους; Τα παιδιά τους; Εσένα και να σ’ έβλεπε ο συχωρεμένος ο πατέρας σου ούτε που θα σε γνώριζε. Πότε τον είδες τον πατέρα σου; Πότε τον χάρηκαν τα κορίτσια. Πότε τους έπιασε το χέρι να τις πάει μια βόλτα; Αυτή τη ζωή θέλεις να κάνεις;
Άνοιγα το στόμα μου και έβγαζα σιγά-σιγά τον αέρα για να ξαλαφρώσω από κείνο το βάρος που καθόταν στο στήθος μου. Όλα τα ήξερα όσα λέγανε. Τα είχα ακούσει χιλιάδες φορές. Και άλλα τρισχειρότερα. Την Κωνσταντίνα δεν την έπιανε κανένας. Μόνο που εγώ τη αγαπούσα τη θάλασσα. Με τραβούσε κοντά της μια ακατανίκητη δύναμη που στεκόταν ασπίδα σε όλα όσα έλεγαν.
Τη σκυτάλη έπαιρνε μια άλλη πρώτη εξαδέλφη της μάνας μου που έμενε στην Κοκκινιά. Ήταν μια κοντή ξανθιά γυναικούλα με κατακόκκινο πρόσωπο που νόμιζες πως όσο αίμα είχε στο σώμα της, ήταν όλο μαζεμένο στο κεφάλι της. Ήταν παράξενη και υποχόνδρια με την καθαριότητα. Όταν μικροί που ήμαστε πηγαίναμε στο σπίτι της για επίσκεψη και να παίξουμε με τα ξαδέλφια μας, μας έβαζε και σκουπίζαμε χίλιες φορές τα πόδια μας στο χαλάκι της εισόδου και σαν αν μην έφτανε αυτό, στο χέρι της κρατούσε συνέχεια ένα ξεσκονόπανο και κάθε λίγο και λιγάκι περνούσε από μπροστά μας για να ξεσκονίσει εκεί που ακουμπούσαν τα χέρια μας. Όταν μετά απ’ το παιχνίδι μπαίναμε μέσα, στεκόταν στην πόρτα και με μια βούρτσα μας ξεσκόνιζε τα ρούχα και τα παπούτσια. Ούτε η παραμικρή σκονίτσα δεν της ξέφευγε.
- Πολύ σωστά τα λέει η θεία σου Νικήτα, άρχιζε με ύφος Είσαι η κολόνα του σπιτιού. Στο πόδι του συχωρεμένου του πατέρα σου. Να σπουδάσεις και να κοιτάξεις τις αδελφές σου. Ποιον άλλον έχουν; Μη το ξεχνάς, είναι κόρες του καπετάν Κώστα.
Δεν το ξεχνούσα. Εκείνες μόνο είχαν ξεχάσει πως ήταν κόρες. Και καθηγητής στο πανεπιστήμιο να γινόμουν, δύσκολα θα βρισκόταν γαμπρός για την Κωνσταντίνα και την Ρόη. Ποιος θα ήθελε να έχει πάνω απ’ το κρεβάτι του εικόνες, σταυρούς, λιβάνια και βιβλιαράκια του κατηχητικού.
Από κει και πέρα το οικογενειακό ‘’συμβούλιο’’ δεν κρατούσε πολύ. Μερικά μουρμουρητά ακόμη, μερικοί αναστεναγμοί, ματιές επιτιμητικές προς το μέρος μου, όποιος είχε γλυκό ακόμη στο πιατάκι του το αποτελείωνε και δρόμο. Και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Και βέβαια, κανείς δεν πίστευε, και δεν έφευγε με τη βεβαιότητα ότι με όλα αυτά που έλεγαν θα μ’ έκαναν να αλλάξω γνώμη και να μου γυρίσουν το ‘’μουλαρίσιο’΄ το κεφάλι μου. Να ξεχάσω τη θάλασσα και να γίνω στεριανός. Η μάνα μου το ήξερε καλά. Την είχα ακούσει μια μέρα που το έλεγε στην κυρα-Σταυρούλα. Δεν θα γυρίσει το κεφάλι του κυρα-Σταυρούλά μου. Αλμυρό ήταν το ‘’πράμα’’ που τον έβγαλε. Είχε τη θάλασσα μέσα του.

Συνεχίζεται....

Δεν υπάρχουν σχόλια: