Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΚΟΝΔΟΡΑ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


2


Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκα στο γραφείο. Με τον καπετάν Ανδρέα τα συμφωνήσαμε.
- Κάτσε ώσπου να γίνεις καλά καπετάν Νικήτα. Θα σε σκαντζάρει ο καπετάν Κοσμάς. Κάνα παλιό κρύωμα θα ’ναι. Μη δίνεις και μεγάλη σημασία στους κωλογιατρούς. Ένα σωρό λάθη κάνουν! Μπουνταλάδες είναι όλοι. Τις προάλλες τον καπετάν Λουκά κόντεψαν να τον πεθάνουν οι αλμπάνηδες μέσα κι έξω στο νοσοκομείο. Και τι είχε ο άνθρωπος; Μια ψύξει! είπε σαρκαστικά και μου άπλωσε το χέρι γιατί πνιγόταν στη δουλειά.
Γέμισα τα συρτάρια του κομοδίνου με σορόπια και χάπια. Αντιβηχικά, καταπραϋντικά, αναλγητικά και αντιβιοτικά με γραμμένες πάνω στα κουτιά, τις ώρες και τις δόσεις. Ο Μηνάς δεν είχε άδικο που μου είχε χτυπήσει το καμπανάκι. Ούτε και λόγια μεγάλα μου είχε πει. Ήξερα κι εγώ τα χάλια μου. Στον παγωμένο Αρχάγγελο κατάπινα με τη χούφτα τα χάπια και έπινα ασταμάτητα τα γλυκόπικρα σορόπια που μου είχαν δώσει οι Ρώσοι γιατροί. Στη γέφυρα, στην κουβέρτα, παντού, ο βήχας το ρίγος και ο πόνος δεν σταματούσαν ούτε λεπτό. Το καμαροτάκι δεν προλάβαινε να μου κουβαλάει ζεστά και ο steward να εφαρμόζει πάνω μου όλα τα πρακτικά γιατροσόφια που ήξερε απ’ τη μάνα του και τη γιαγιά του. Από καταπλάσματα με ζεστό αλεύρι που του έβαζε η μάνα του όταν ήταν μωρό, μέχρι και κοφτές βεντούζες. Αλλά ο αναθεματισμένος ο βήχας, βήχας, και ο πόνος στο στήθος, πόνος.
Τις νύχτες έμενα ξάγρυπνος και μόνο κοντά στα ξημερώματα, εξουθενωμένος πια απ’ τις χιλιάδες μαύρες σκέψεις, έπεφτα σ’ έναν αρρωστημένο λήθαργο για να ξυπνήσω πάλι ύστερα από έναν σύντομο εφιαλτικό ύπνο.
Μια τέτοια νύχτα, είδα και κείνο το τρομαχτικό όνειρο. Εκείνον τον τρομερό εφιάλτη. Τι ήθελε να μου πει; Ποιο ήταν το μήνυμα που μου έστελνε; Έτσι κι αλλιώς για μένα η ζωή είχε τελειώσει. Τι άλλο μπορούσε να μου συμβεί ακόμη και με προειδοποιούσε μ’ αυτόν τον τρομερό εφιάλτη; Τι είχα να χάσω ακόμη; Τη ζωή μου μόνο. Τίποτα άλλο.
Στο άλμπουρο του Aldebaran ήμουν λέει σκαρφαλωμένος και από κάτω μου, λυσσομανούσε μια θάλασσα κόκκινη σαν το αίμα. Πάλευα απεγνωσμένα, με νύχια και με δόντια για να κρατηθώ, ώσπου σε μια στιγμή, αποκαμωμένος πια, χωρίς δυνάμεις, άφησα τα χέρια μου και έπεσα μες στα αιματοβαμμένα κύματα ακολουθώντας το μανιασμένο δρόμο τους.
Λαχανιασμένος άνοιξα τα μάτια μου και έμεινα ξαπλωμένος ακίνητος με τα μάτια ανοιχτά. Συνειδητοποιώντας, πως τα νερά που είχα πάνω μου, δεν ήταν η αιματοβαμμένη θάλασσα, αλλά ο δικός μου παγωμένος ιδρώτας.

Το πρωί, είπα τ’ όνειρο στο μάγειρα. Από ανάγκη με κάποιον να το μοιραστώ. Τον θεώρησα σαν τον πιο κατάλληλο. Αναζητούσα μια εξήγηση. Μια ερμηνεία. Μου είχε επηρεάσει τη σκέψη. Κι αυτός που φαινόταν να ξέρει κάτι παραπάνω απ’ όλο το πλήρωμα ήταν ο μάγειρας, που είχε μόλις τρεις μήνες επάνω στο καράβι.
Ήταν ένας σαρανταπεντάρης μικρόσωμος άνθρωπος, λιπόσαρκος, με αραιά μαλλιά και με μια φάτσα όλο γλύκα. Με το μικρό γενάκι του, έμοιαζε σαν να ’χε βγει από αγιογραφία Μου θύμισε έντονα έναν καθηγητή μου που είχα στο γυμνάσιο στο μάθημα της φυσικής ιστορίας.
Μας τον είχε φέρει λίγες ώρες πριν να σαλπάρουμε ο ατζέντης, στο πόδι του παλιού μάγειρα που τον αφήναμε έξω αφού η κοίλη του είχε ξεπεταχτεί σαν ένα μικρό πορτοκάλι, και χρειαζόταν επειγόντως να μπει στο χειρουργείο.
- Ο μάγειρας, έκανε τις συστάσεις ο ατζέντης.
Κούνησα το κεφάλι μου κρύβοντας την απογοήτευσή μου. Τον περιμέναμε πώς και πώς. Μέχρι που λέγαμε πως θα φύγουμε χωρίς τον μάγειρα. Άλλο όμως περιμέναμε και άλλο βλέπαμε. Τον ναυτικό επάνω στην κουβέρτα τον καταλαβαίνεις με την πρώτη. Το νιώθεις πως έχεις να κάνεις με αλμυρισμένο.
Και οι αποσκευές του, μια μικρή ξεχαρβαλωμένη χαρτονένια βαλίτσα μόνο που την είχε ακουμπισμένη στα πόδια του. Ούτε επενδύτης καταχείμωνο, ούτε σκούφος στο κεφάλι. Σαν δημόσιος υπάλληλος που πήγαινε πρωί-πρωί στο γραφείο του. Φορούσε ένα σκούρο ταλαιπωρημένο κουστούμι, ξεφτισμένο άσπρο πουκάμισο στα μανίκια και στο λαιμό, μαύρη γραβάτα και παλτό. Ένα παλτό πολυκαιρισμένο και μαδημένο. Σαν να κοιμόταν με αυτό σ’ όλη του τη ζωή. Μόνο τα μαύρα σκαρπίνια του, αν και είχαν το χάλι τους, τακούνια φαγωμένα και προφανώς τρύπιες σόλες, εντούτοις ήταν τόσο καλά γυαλισμένα που έβλεπες μέσα τα μούτρα σου.
Διάολε, είπα μέσα μου, τι ’ναι τούτο δω το πράγμα; Πού ξεφύτρωσε; Τι μάγειρας είναι αυτός εδώ; Ήταν το πιο παράξενο θέαμα επάνω σ’ ένα φορτηγό καράβι. Άλλωστε ο λοστρόμος μου το ’πε ύστερα από λίγο που μείναμε μόνοι μας. Σε λάθος διεύθυνση τον ταχυδρομήσανε τον άνθρωπο καπετάν Νικήτα, μου είπε χαμογελώντας. Αλλού θέλανε να τον στείλουνε κι αλλού τον στείλανε.
Όντως, ο άνθρωπος δεν είχε καμιά σχέση με καράβι. Δεν είχε ούτε καν ναυτικό φυλλάδιο. Με διαβατήριο ταξίδευε. Και μεγαλούτσικος αρκετά για να πεις ότι αγάπησε ξαφνικά τη θάλασσα. Στη θάλασσα όμως, ό,τι παράξενο και να συμβαίνει, ποτέ δεν ρωτάς το πώς και το γιατί. Ποιος κάθεται ποτέ να ψάξει το λόγο που κάποιος εγκαταλείπει τη σιγουριά της στεριάς και βρίσκει καταφύγιο στη θάλασσα;
- Έχεις ξαναταξιδέψει; τον ρώτησα. Έτσι για να πω κάτι.
- Όχι καπετάνιε. Πρώτη φορά, μου απάντησε.
Δεν ήταν ώρα για πολλές κουβέντες. Ετοιμαζόμασταν να σαλπάρουμε.
Γύρισα στον Γραμματικό.
- Βόλεψέ τον, είπα, και τα ξαναλέμε.
Ο άνθρωπος είχε μόνο τα ρούχα που φορούσε και τίποτα άλλο. Η μικρή χαρτονένια βαλίτσα μόνο βιβλία είχε μέσα. Διάφορα. Και μαζί κι έναν Τσελεμεντέ. Ο λοστρόμος ήταν αυτός που απ’ την πρώτη μέρα του έδωσε ένα παλιοπαντέλονο γεμάτο γράσα και μπογιές.
Σε λίγες μέρες όλοι ξέραμε πως όλες τις ώρες, εκτός απ’ αυτές που ασχολιόταν με την κουζίνα με τη βοήθεια του Τσελεμεντέ, ο νέος μας μάγειρας τις περνούσε με το διάβασμα.
Όσο φανερό ήταν, πως ο άνθρωπος αυτός δεν είχε διαλέξει το επάγγελμα του ναυτικού σ’ αυτή την ηλικία για να ζήσει, άλλο τόσο φανερό ήταν πως είχαμε να κάνουμε μ’ έναν άνθρωπο πολυδιαβασμένο που ήξερε απ’ όλα. Στα καράβια δεν συναντάς τέτοιους ανθρώπους. Στα καράβια είναι όλοι απλοϊκοί άνθρωποι, που οι περισσότεροι ξέρουν μόνο γραφή και ανάγνωση. Όχι μαθηματικά και ιστορία. Και το λεξιλόγιό τους όλο κι όλο καμιά χιλιάδα λέξεις. Τα απαραίτητα. Όχι για να εξηγήσουν τα ανεξήγητα και που στο κάτω-κάτω της γραφής για έναν φτωχό ναυτικό δεν έχουν καμιά αξία. Ξέρουν λέξεις για να εκφράσουν μόνο τα συναισθήματά τους. Τη χαρά τους, τη λύπη τους, τον πόνο τους. Λέξεις που ανοίγουν διάπλατα τις καρδιές. Και γι αυτά δεν χρειάζονται να ξέρεις πολλά και διάφορα. Φτάνει μόνο να μιλάει η καρδιά σου.

Τον βρήκα στο upper deck να διαβάζει με την πλάτη του ακουμπισμένη στον αεραγωγό, αναζητώντας στο μέρος εκείνο μια στάλα δροσιά.
Αρχές του Φλεβάρη ήταν και κατεβαίναμε στο Νότο. Συντροφιά με την άπνοια του Αιγόκερως. Υγρασία και ζέστη ανυπόφορη. Στους 40 το θερμόμετρο και η λαμαρίνα να κολλάει επάνω το πόδι σου. Να μη ξέρεις που να πατήσεις. Στην κουβέρτα όλο το πλήρωμα με τα τσόκαρα στα πόδια. Πληγές στις μασχάλες των ποδιών. Λίγο η πατούσα στη λαμαρίνα, και να μια φούσκα.
Καμιά δεκαριά μίλια ακόμη και θ’ άρχιζαν τα μπουγελώματα. Έθιμο παλιό των ναυτικών για όσους περνούν για πρώτη φορά τον Ισημερινό. Τη λίνια. Το Crossing the line.
Μόλις με είδε έκλεισε το βιβλίο που διάβαζε και έκανε να σηκωθεί.
- Κάτσε. Μη σηκώνεσαι, είπα.
Έριξα μια ματιά στο πολυκαιρισμένο εξώφυλλο.
‘’Πολιτικός’’ του Πλάτωνα.
- Για να περνάει η ώρα, είπε.
Χαμογέλασα. Στο Γυμνάσιο, στην ώρα των Αρχαίων Ελληνικών, εγώ ονειρευόμουνα θάλασσες μακρινές και άγνωστα λιμάνια. Ξυπνούσα μόνο την ώρα των μαθηματικών. Μιας και θα γίνεις ναυτικός Νικήτα, μου έλεγε ο μαθηματικός, να δώσεις βάση στους λογάριθμους. Αυτό έκανα. Απ’ έξω τα θυμόμουν όλα.
Ο εκθέτης της δυνάμεως στην οποία πρέπει να υψωθεί ένας ορισμένος αριθμός για να γίνει η δύναμη αυτή ίση προς τον δοθέντα αριθμό, του οποίου ο λογάριθμος ζητείται….
- Δεν τα πήγαινα και τόσο καλά με τους αρχαίους φιλόσοφους είπα. Μόλις και περνούσα το μάθημα.
Είχε ένα γλυκό χαμόγελο που δεν είχε καμιά σχέση με το μονίμως απόμακρο και μελαγχολικό ύφος του.
- Ό,τι αγαπήσει κανένας καπετάν Νικήτα. Άλλος έτσι κι άλλος αλλιώς. Απ’ την άλλη, όταν θέλεις να γίνεις καπετάνιος τι τους θέλεις τους φιλόσοφους; Τον Αρίσταρχο χρειάζεσαι και τον Αρχιμήδη.
- Ένα όνειρο είδα μάγειρα που θέλω να στο πω, είπα. Μου φάνηκε σημαδιακό. Τόσα βιβλία που διαβάζεις κάτι παραπάνω θα ξέρεις.
Χαμογέλασε.
- Τα βιβλία που διαβάζω δεν εξηγούν τα όνειρα καπετάν Νικήτα. Αλλά… Αφού το θέλεις, ας το κουβεντιάσουμε.
Του είπα το όνειρο. Για λίγη ώρα με κοιτούσε σιωπηλός με κείνο το βαθύ, διεισδυτικό βλέμμα του
- Ονειρευόμαστε καπετάν Νικήτα αυτό που πρόκειται να μας συμβεί, είπε σκουπίζοντας τον ιδρώτα που ανάβλυζε απ’ το μέτωπό του. Τα όνειρα είναι στοιχεία μιας ευρύτερης κατάστασης. Πολλοί μεγάλοι άνδρες στην ιστορία απέδιδαν πίστη στα όνειρα. Υπάρχει μάλιστα μια μαρτυρία πως η σύζυγος του Πιλάτου, εξαιτίας ενός ονείρου που είχε δει, επέμενε να μην αναμιχθεί στην καταδίκη του Χριστού.
- Αυτά για τους μεγάλους άνδρες της ιστορίας, είπα χαμογελώντας. Το δικό μου το όνειρο, τι κρύβει; Τι λέει; Πώς το εξηγείς; Τι ’ναι αυτό που πρόκειται να ’ρθει;
- Πού να ξέρω καπετάν Νικήτα; Μακάρι να ’ξερα. Όλα αυτά ξεκινάνε απ’ τη ψυχή. Απ’ τη συνείδηση. Αν υπάρχει κάτι που σε φοβίζει…
- Πού με φοβίζει! Τι να με φοβίζει; είπα. Όλα τα ’χω περάσει. Και μπόρες έχω περάσει και καταιγίδες έχω περάσει. Δε με φοβίζει τίποτα. Ούτε ο χάρος.
Με κοίταξε στα μάτια. Ήταν γλυκός και ήρεμος. Όχι ανήσυχος και τρομαγμένος όπως μου φάνηκε την πρώτη μέρα. Σαν κυνηγημένο ζώο. Όσο καταπίναμε τα μίλια και πλησιάζαμε το Νότο, τόσο ηρεμούσε. Ήταν λες και απομακρυνόταν και άφηνε πίσω του έναν θανάσιμο εχθρό. Όπως ο Γιάννης Αγιάννης άφηνε πίσω του κάθε φορά τον Ιαβέρη. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια στη θάλασσα, που είχα αναρωτηθεί πόσοι να ήταν αυτοί που διάλεγαν σαν τελευταίο καταφύγιο τη θάλασσα και τα καράβια.
- Αν η ψυχή σου είναι βαριά καπετάνιε, είπε, οι καλές ή οι κακές πράξεις που κάνουμε βασανίζουν η καταπραΰνουν τη συνείδησή μας.
Με ξάφνιασε. Ήταν σαν να άνοιξε μια πόρτα της ψυχής μου. Απ’ αυτές που είχα σφραγίσει.
Πολλά ήταν αυτά που βάραιναν τη συνείδησή μου. Όλα όμως ήταν βαθιά καταχωνιασμένα. Και δεν ήταν για τον μάγειρα. Ήταν δικά μου. Τα είχα ρίξει στο βυθό της θάλασσας με βαριά άγκυρα.
- Κάτι που…Να με βασανίζει; είπα.
- Μπορεί καπετάν Νικήτα. Ίσως να ’ναι κάτι… Που να έρχεται απ’ το μακρινό παρελθόν. Κάτι που να ’χει τυπωθεί ανεξίτηλα στην υποκειμενική διάνοια. Κι αυτό, όσο πιο έντονα έχει τυπωθεί, τόσο πιο έντονα και ανάγλυφα παρουσιάζεται. Τον κοίταζα συλλογισμένος.
Μια μέρα είχα δανειστεί ένα απ’ τα βιβλία του. Από περιέργεια και μόνο για να δω τι διάβολο έγραφαν μέσα. Τι ήταν αυτά που διάβαζε με τόσο ενδιαφέρον. Στην τρίτη σελίδα το είχα εγκαταλείψει. Με το κεφάλι μου καζάνι. Ήταν ένα βιβλίο που ασχολιόταν με τη ψυχή και το πνεύμα. Κι εγώ δεν καταπιανόμουν μ’ αυτά τα πράγματα. Στη θάλασσα δεν θέλει και πολύ για να σαλτάρει το μυαλό. Δεν σηκώνει τέτοια. Σου φτάνει η καθημερινότητα. Σου φτάνει ο ουρανός. Η βροχή. Ο αέρας. Τα θεόρατα κύματα. Είσαι τόσο σφιχτά δεμένος με όλα αυτά, που δεν έχεις χώρο στο μυαλό σου να χώσεις και άλλα. Δεν έχεις καμιά δουλειά με το σκοτεινό βασίλειο της λογικής. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την αφήνουμε ήσυχη.
- Δεν σε κατάλαβα μάγειρα. Μπορείς να μου το κάνεις πιο λιανά; τον ρώτησα.
- Μπήκαμε στα ανεξήγητα καπετάνιε. - Ό,τι μπορείς μάγειρα.
Κούνησε το κεφάλι του.
- Αυτό που μας φοβίζει δεν φαίνεται καπετάν Νικήτα, είπε σιγά. Είναι αόρατο. Καμιά φορά, ακόμη κι αν εμφανιστεί, δεν είμαστε ικανοί να το δούμε. Πέφτουμε επάνω του, ή το προσπερνάμε κλείνοντας τα μάτια. Κανένας μέχρι σήμερα δεν ξέρει τις ιδιότητες της ψυχής.
Κούνησα το κεφάλι μου. - Εντάξει. Κατάλαβα, είπα συλλογισμένος. Τι ήξερα εγώ απ’ τις ‘’ιδιότητες της ψυχής’’. Εγώ το μόνο που ήξερα καλά ήταν η λαμαρίνα που πατούσα νύχτα-μέρα. Αυτός ο τρομερός εφιάλτης προφανώς να ήταν μια προειδοποίηση. Ένα σήμα κινδύνου. Του το είπα.
- Είναι όπως ο προαναγγελθείς λιμός της Αιγύπτου με το όνειρο του Φαραώ. Με τις επτά παχιές αγελάδες και τις επτά ισχνές αγελάδες, έτσι; Το ήξερα καλά. Σε κάτι τέτοια, η Κωνσταντίνα ήταν η καλύτερη.
Χαμογέλασε.
- Κάπως έτσι καπετάν Νικήτα. Μόνο που εγώ δεν είμαι ο Ιωσήφ για να σου δώσε την εξήγηση. Πολλά απ’ τα όνειρα είναι σκέψεις της νύχτας. Τη μέρα ονειροπολούμε και τη νύχτα βλέπουμε όνειρα. Ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να ξεχάσει περασμένα περιστατικά. Εσύ ξέρεις καλύτερα. Αυτά τα πράγματα κανένας δεν μπορεί να τα ξέρει τόσο καλά, όσο εκείνος που ονειρεύτηκε.
- Έχει δίκιο μάγειρα. Έτσι είναι, είπα επηρεασμένος απ’ τα λόγια του. Εγώ ξέρω. Εγώ κάνω τις σκέψεις, κι εγώ βλέπω τα όνειρα. Άρα… Εγώ πρέπει να το εξηγήσω. Έτσι δεν είναι;
- Έτσι είναι καπετάν Νικήτα. Όπως με τα λόγια δεν μπορούμε πολλές φορές να εκφράσουμε αυτό που θέλουμε να πούμε, έτσι και με τα όνειρα, δεν καταφέρνουμε να εξηγήσουμε τη σημασία τους. Πάντως… Αυτό το όνειρο έχει μια αλληγορική σημασία. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;
Όχι. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Τα λόγια του ήταν παράξενα. Αυτά δεν είναι λόγια ενός μάγειρα, σκεφτόμουν κοιτάζοντας τα κάτασπρα αδούλευτα χέρια του. Πήρα την απόφαση να τον ρωτήσω ποια ήταν η δουλειά που έκανε πριν να έρθει στο καράβι. Δεν πρόλαβα. Το άφησα για μια άλλη μέρα. Η φωνή του Μαρκόνι μας σταμάτησε. Έπρεπε ν’ ανέβω στη γέφυρα. Είχε πιάσει ένα μετεωρολογικό. Μια πρόβλεψη για ένα storm waves στην περιοχή τις επόμενες ώρες. Έτσι είναι η θάλασσα, Αναπάντεχη.

Τον μάγειρα, δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω. Δεν έμαθα ποτέ το μυστικό του. Πώς και γιατί, αυτός, ένας άνθρωπος που μέσα στο κεφάλι του χωρούσε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη, είχε βρεθεί επάνω στο «Βοώτης» να παριστάνει τον μάγειρα με τη βοήθεια του Τσελεμεντέ. Να καθαρίζει πατάτες και κρεμμύδια με τα αδούλευτα λεπτά χέρια του, να τεμαχίζει κοτόπουλα και κρέατα, να ζυμώνει ένα ψωμί που την άλλη μέρα τρωγόταν μόνο μουλιασμένο και μαζί, να ξερνοβολάει με το πρώτο μικρό μποντζάρισμα.
Στο Μπουένος Άιρες χάθηκε. Όπως χάνεται ο μαύρος καπνός της τσιμινιέρας στο πέλαγος.
Το δεύτερο βράδυ που ρεμιτζάραμε στο Ρίο δε λα Πλάτα, μια βραδιά ζεστή και υγρή, έτσι είναι οι περισσότερε νύχτες στο Μπουένος Άιρες, με δυο χιλιάδες πέσος στην τσέπη του όλα κι όλα, μια κούτα τσιγάρα και με τη μικρή χαρτονένια βαλίτσα στο χέρι, κατέβηκε ήσυχος-ήσυχος τη σκάλα του ‘’Βοώτη’’ και δεν τον ξανάδα.
Δυο λόγια μόνο μου είπε στη σκάλα σφίγγοντάς μου το χέρι.
- Καπετάν Νικήτα σ’ ευχαριστώ. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Αντίο. Αυτό ήταν όλο. Δεν τον ρώτησα πού πήγαινε ή τι θα έκανε. Δεν ξανάκουσα το όνομά του. Για πολλά βράδια, καθισμένος στη σκοτεινή γέφυρα, τον έφερνα στο νου μου και συχνά αναρωτιόμουν τι να ’ταν αυτό που τον είχε αναγκάσει να μπαρκάρει σ’ ένα φορτηγό καράβι και ύστερα να βρει καταφύγιο σε μια άγνωστη και αφιλόξενη χώρα. Από τι να έφευγε άραγε; Από τι να κρυβόταν; Ποιος ή ποιοι ήταν οι διώκτες του. Τι ήταν αυτό που τον κυνηγούσε; Πώς είχε βρεθεί ναυτολογημένος στο ‘’΄Βοώτης’’; Ήταν ένα άνθρωπος που είχε ανοίξει λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη; Ένας φονιάς; Ένας που είχε σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του; Ένας καταχραστής; Ένας δραπέτης; Ένας πολιτικός φυγάς; Όπως και να ’χε το πράγμα, δεν θα το μάθαινα ποτέ. Για μένα ήταν και θα παρέμενε ένα άλυτο αίνιγμα. Ένα μυστήριο. Μέχρι που η μορφή του σιγά-σιγά άρχισε να ξεφτίζει.


Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: