Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2009

Το παράπονο ενός οικογενειάρχη αστυνομικού όπως μου το είπε σ’ ένα αυθόρμητο ξέσπασμα.

Είμαι αστυνομικός και με λένε Αργύρη Σπανό
Μεγάλωσα μαζί με άλλα τρία αδέλφια.
Μια αδελφή και δύο ακόμη αγόρια.
Μεγάλωσα μέσα σε μια τίμια μικροαστική οικογένεια σε κάποια γειτονιά της Αθήνας.
Με τους φίλους μου. Με τις παρέες μου. Μεγάλωσα με όλα όσα κάνουν τα παιδιά στην εφηβεία τους. Όπως όλα τα παιδιά του κόσμου.
Ο πατέρας μου, οικοδόμος καλουπατζής, δεν ήξερε τίποτα άλλο εκτός άλλο απ’ την οικοδομή και το σπίτι.
Η μάνα μου πάνω απ’ τα κεφάλια μας μέρα και νύχτα.
Όλα τα αδέλφια πήγαμε στο προνήπιο. Μετά στο νήπιο. Στο δημοτικό. Στο Γυμνάσιο και ύστερα στο Λύκειο.
Η αδελφή μου, έγινε νηπιαγωγός. Ο ένας αδελφός μου σπούδασε ηλεκτρονικός και ο άλλος μετά απ’ το στρατό έγινε χειριστής σε σκαπτικό μηχάνημα.
Εγώ, μετά από πολύ σκέψη επέλεξα να καταταγώ στο Αστυνομικό Σώμα.
Μέσα απ’ τις Πανελλήνιες Εξετάσεις πέρασα στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας.
Με περίμενε σκληρή δουλειά οκτώ εξαμήνων.
Αποφοίτησα και άρχισα την καριέρα μου.
Ερωτεύτηκα, παντρεύτηκα και έχω δυο παιδιά που πάνε στο Δημοτικό.
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Τα μεγαλώνω όπως μεγάλωσαν και μένα ο πατέρας μου και η μάνα μου.
Μόνο που τώρα εμένα δεν με λένε Αργύρη Σπανό.
Με λένε, Μπάτσο. Γουρούνι. Δολοφόνο.
Όταν γυρίζω στο σπίτι, τα παιδιά μου κοιτάνε τα χέρια μου για να δουν αν στάζουν αίμα.
Στο σχολείο τα παιδιά μου ντρέπονται.
Εγώ όταν φοράω τη στολή ντρέπομαι.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και αναρωτιέμαι τι έχει αλλάξει επάνω μου για να με λένε γουρούνι.
Πόσους έχω σκοτώσει για να με λένε δολοφόνο.
Όλοι οι στρατιωτικοί απολαμβάνουν και χαίρουν την εκτίμηση των πολιτών. Φοράνε τη στολή τους και δεν ντρέπονται.
Υπηρετούν την πατρίδα.
Κι εγώ το ίδιο κάνω. Την πατρίδα υπηρετώ.
Κάτω από αντίξοες συνθήκες και ψυχολογική ένταση.. Ξενυχτάω. Κρυώνω κι εγώ. Και σε καιρό ειρήνης βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή του πυρός προστατεύοντας τη ζωή και την περιουσία των συμπολιτών μου.
Βρίσκομαι εκεί που θέλει η ευνομούμενη πολιτεία. Η Δημοκρατία.
Βρίσκομαι ανάμεσα στο εξοργισμένο πλήθος και στο αντικείμενο που θέλουν να πλησιάσουν και να ξεσπάσουν επάνω του τη δίκαιη-άδικη αγανάκτησή τους.
Βρίσκομαι ανάμεσα στον κακοποιό και τον ειρηνικό πολίτη που πάει αμέριμνος στη δουλειά του.
Σε κακοποιούς που δεν διστάζουν να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των πολιτών και των εκπροσώπων του Νόμου.
Πόση δύναμη ψυχής χρειάζεται, όταν ξεκινάς τα πρωί για να πας στη δουλειά σου, να πείσεις τα παιδιά σου ότι δεν είσαι ένας μπάτσος, γουρούνι, δολοφόνος;
Και πως το μεσημέρι που θα γυρίσεις κατάκοπος στο σπίτι, δεν θα στάζουν τα χέρια σου αίμα;
Αυτό είναι που με πονάει περισσότερο απ’ όλα.
Το βλέμμα των παιδιών μου. Η αγωνία τους.
Για το αν η κοινωνία θα τους δώσει μια απάντηση.
Ότι δεν είμαστε μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι.

Σεραφείμ Βάγιας

Δεν υπάρχουν σχόλια: